ΟΡΕΣΤΗΣ & ΗΛΕΚΤΡΑ

German Expressionism in Cinema
ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΕΞΠΡΕΣΙΟΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ: Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗ & ΕΚΤΟΝΩΣΗ ΤΩΝ ΤΑΡΑΓΜΕΝΩΝ ΨΥΧΩΝ.
8 Δεκεμβρίου, 2019
Cattelan Banana - 1
Η ΜΠΑΝΑΝΑ ΠΟΥ ΚΟΣΤΙΖΕΙ €120.000
8 Δεκεμβρίου, 2019

ΟΡΕΣΤΗΣ & ΗΛΕΚΤΡΑ

Orestis and Electra

ΟΡΕΣΤΗΣ & ΗΛΕΚΤΡΑ: ΟΙ ΤΡΑΓΙΚΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΙΡΑ ΤΟΥΣ.

Του Εμμανουήλ Γ. Μαύρου

Από τα επιφανέστερα πολιτιστικά επιτεύγματα της Αθήνας τα οποία συντελέστηκαν στην “Πεντηκονταετίαν”, αποτέλεσαν την ποιητική και την εικαστική ολοκλήρωση της κλασικής εποχής. Ο λόγος και η μορφή απέκτησαν δυναμισμό και κίνηση, σαν να ήταν πράγματα ζωντανά. Η διογκωμένη αυτοπεποίθηση των Αθηναίων μετατράπηκε σε δημιουργικό οργασμό με αποτέλεσμα να βλέπουν την ζωή τους όχι πια ως αγώνα αλλά ως θεατρικό έργο, στο οποίο καθένας έχει έναν προκαθορισμένο ρόλο, που οφείλει να υποδυθεί με επιτυχία. Αυτή η σύλληψη θα ήταν αδιανόητη χωρίς την τραγωδία. Από όλα τα πολιτιστικά επιτεύγματα για τα οποία μπορεί να καυχηθεί η Αθήνα κανένα άλλο δεν αποτελεί δική της επινόηση. Η τραγωδία είναι το κατεξοχήν βλάστημα της αττικής γης: εκεί γεννήθηκε και ωρίμασε, με τους συνθετικούς χυμούς ενός πνεύματος που είχε ζήσει πολιτικές αλλαγές και πολεμική κινητοποίηση σε ευρεία κλίμακα.

Ο Αισχύλος έζησε σε μια εποχή σημαντικών αλλαγών στην Αθήνα. Οι εμπειρίες από την απρόβλεπτη νίκη κατά των Περσών οδήγησαν σε ταχύτατες πολιτικές καινοτομίες, σημαντικότερη από τις οποίες ήταν σίγουρα η καθιέρωση της πόλεως ως χώρου δράσης και καταξίωσης των πολιτών. Η πόλης για τον Αισχύλο, όπως και για το Σοφοκλή και τον Hρόδοτο, αποτελούσε το χώρο όπου απορροφιόνταν όλες οι αντιθέσεις της καθημερινότητας, στις οποίες ήταν εκτεθειμένοι οι άνθρωποι. Σ’ αυτήν την αντίληψη οι θεϊκές, οι ανθρώπινες και οι φυσικές δυνάμεις βρίσκονται σε μια διαρκή αντιπαλότητα, με αποτέλεσμα το άτομο που πρέπει να αποφασίσει πριν δράσει να βρίσκεται σε συνεχή αμηχανία. Η θέση του Αισχύλου είναι ότι η πόλης αποτελεί το μοναδικό επικοινωνιακό χώρο, μέσα στον οποίο μπορεί να επικρατήσει η τάξη. Με την τριλογία του Ορέστεια, ο ποιητής βοηθάει το θεατή να αντικειμενοποιήσει και να κατανοήσει την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. (Webster T.B.L., Εισαγωγή στον Αισχύλο, μτφρ.: Ι.Α. Μπάρμπας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1998).

Ο Σοφοκλής καταγόταν από αριστοκρατική και πλούσια οικογένεια της Αθήνας και έτσι είχε τη δυνατότητα πλατιάς παιδείας. Κατέλαβε τα αξιώματα του ελληνοταμία, του στρατηγού και το 413, μετά τη σικελική καταστροφή, συμμετείχε στο σώμα των προβούλων, το οποίο επρόκειτο να πάρει αποφάσεις για μια πιο αυστηρή διοίκηση της πολιτείας. Δεν έφυγε ποτέ από την Αθήνα, παρά μόνο όταν αυτό επιβαλλόταν από τα αξιώματά του. Οι πηγές τον χαρακτηρίζουν φιλαθήναιον και φιλαθηναιότατον, στοιχείο που δείχνει την αγάπη του για τη γενέτειρά του. Στο φιλικό του κύκλο ανήκαν όλα τα γνωστά ονόματα της τέχνης και της πολιτικής, μεταξύ των οποίων και ο Περικλής. Το έργο του διαπνέεται από τις εμπειρίες της ζωής ενός περίπου αιώνα, και μάλιστα ενός αιώνα γεμάτου από αντιφάσεις και αντιθέσεις. Η πόλη ως πολιτική μονάδα έχει πλέον εδραιωθεί. Ο Σοφοκλής, αντίθετα από τον Αισχύλο, ασχολήθηκε κυρίως με τα προβλήματα που είχαν προκύψει από τη σχέση του πολίτη ως ατόμου με την πόλη. Δεν περιορίστηκε στην απλή παράθεση τέτοιων προβλημάτων, αλλά πρότεινε και λύσεις. Στα πρώτα έργα του κυριαρχεί η διαπίστωση ότι η άνευ όρων δράση του ατόμου έχει μεν πλεονεκτήματα, όμως η συμβίωση είναι δυνατή μόνον όταν η δράση περιορίζεται. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσω των νόμων της πολιτείας. Στα τελευταία έργα του κυριαρχεί η αντίληψη ότι τα προβλήματα λύνονται μόνο όταν υπάρχει διάθεση διαλόγου και συμβιβασμού. Αρνείται πάντως την τάση του αναχωρητισμού από τη δημόσια ζωή, μια τάση που άρχισε να παρουσιάζεται στην αθηναϊκή κοινωνία κυρίως μέσα από την εμπειρία του Πελοποννησιακού πολέμου, η οποία απασχόλησε τον Ευριπίδη. Με το έργο του Ηλέκτρα παρουσιάζει, την τιμωρία μιας ανόσιας αμαρτίας με τη διάπραξη μιας άλλης ανοσιότερης (Webster T.B.L., Εισαγωγή στον Σοφοκλή, μτφρ.: Ι.Α. Μπάρμπας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1996).

Το θέμα της Ηλέκτρας, με τα γεγονότα και τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν αποτελούν μια λεπτομέρεια του μύθου των Ατρειδών, όπως ο μύθος αυτός διαμορφώθηκε «ερμηνευμένος» με την αίσθηση και την πεποίθηση του τραγικού: Ύβρη – Άτη – Δίκη.

Η Ηλέκτρα ζει στο Άργος θρηνώντας τον πατέρα της, Αγαμέμνονα, και κατηγορώντας ανοιχτά τη μητέρα της, Κλυταιμνήστρα, και τον άντρα της, Αίγισθο, για τη δολοφονία του. Η αδελφή της, η Χρυσόθεμις, συμμερίζεται τη στενοχώρια της Ηλέκτρας και εύχεται και αυτή να επιστρέψει ο αδελφός τους, ο Ορέστης, και να εκδικηθεί, αλλά φέρεται με πολύ πιο συμβατικό τρόπο αποδεχόμενη την κατάσταση, καθώς βλέπει ότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ο Ορέστης, με σύμβουλο τον παιδαγωγό του και βοηθό τον φίλο του, Πυλάδη, επιστρέφει από τη Φωκίδα (όπου τον μεγάλωσε ο παιδαγωγός του, για να τον σώσει από τους δολοφόνους του πατέρα του), με σκοπό να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του και να πάρει τη θέση του ως Βασιλιάς. Προκειμένου να πλησιάσουν στο παλάτι χωρίς να κινδυνέψουν, εμφανίζεται πρώτα ο παιδαγωγός, για να αναγγείλει στην Κλυταιμνήστρα ότι ο Ορέστης έχασε τη ζωή του σε ιππικό αγώνα, και έπειτα ο ίδιος ο Ορέστης με τον Πυλάδη κουβαλώντας ένα αγγείο που υποτίθεται πως περιείχε τις στάχτες του Ορέστη.

Στο άκουσμα του θανάτου του αδελφού της και έχοντας χάσει πια κάθε ελπίδα η Ηλέκτρα θρηνεί τόσο σπαρακτικά, ώστε ο Ορέστης συγκινημένος από τον θρήνο της αναγκάζεται να αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα. Η Ηλέκτρα σπαράζει – γίνεται η αναγνώριση – και μέσα σε όρκους και χαρές το σχέδιο προωθείται με τον Ορέστη να σκοτώνει την Κλυταιμνήστρα έπειτα τον Αίγισθο, με το έργο να κλείνει από τα παρακάτω λόγια του χορού:

“Αίμα του Ατρέα και σάρκα του
Έπαθες δεινά, τώρα εκδικήθηκες
Τούτη η πράξη σου είναι δικαίωση”.

Η Ορέστεια είναι η μοναδική τριλογία (Αγαμέμνων – Χοηφόρες – Ευμενίδες) που έχει περισωθεί από την κλασική αθηναϊκή δραματουργία. Παρουσιάστηκε στα 458π.Χ και πήρε το πρώτο βραβείο. Αποτελεί το τελευταίο έργο του μεγάλου ποιητή.

Τα πάθη του οίκου των Ατρειδών, που χάνονται στα ιστορικά βάθη των αιώνων, είναι ο μύθος της Ορέστειας. Ο Πέλοψ, επώνυμος μυθικός ήρωας της Πελοποννήσου, είχε δύο γιους, τον Ατρέα και το Θυέστη. Τα δύο αδέρφια ήρθαν σε σύγκρουση. Ο Ατρέας έσφαξε τα παιδιά του Θυέστη και του τα πρόσφερε σε δείπνο. Οι θεοί καταράστηκαν το γένος των Ατρειδών. Ο Αίγισθος, γιος του Θυέστη, που γλίτωσε, σκότωσε τον Ατρέα, βασιλιά των Μυκηνών. Γιοι του Ατρέα ήταν ο Αγαμέμνων βασιλιάς των Μυκηνών, και ο Μενέλαος βασιλιάς της Σπάρτης.

Όταν ο Αγαμέμνων έφυγε για την Τροία, η γυναίκα του Κλυταιμνήστρα πήρε για ομόδικό της τον Αίγισθο. Όταν γύρισε ο Αγαμέμνων πορθητής από την Τροία, η Κλυταιμνήστρα τον σκότωσε μέσα στο λουτρό εκδικούμενη δήθεν το θάνατο της κόρης της Ιφιγένειας, που τη θυσίασε ο Αγαμέμνων για να πλεύσουν ούριοι άνεμοι και να ξεκινήσουν τα πλοία των Αργιτών για την Τροία. Αυτός είναι ο μύθος επιστρέφει εκδικητής μ’ εντολή του Απόλλωνα. Με συνένοχο την αδερφή του Ηλέκτρα σκοτώνει τη μάνα του Κλυταιμνήστρα και τον άντρα της Αίγισθο. Αμέσως εμφανίζονται οι Ερινύες, οι φιδοντυμένες θεές προστάτριες του γυναικείου φύλου, και τον κυνηγούν. Στις Ευμενίδες, ο Ορέστης φτάνει ικέτης στον Απόλλωνα. Ο Απόλλων τον προστάζει να πάει στην Αθήνα και να ζητήσει τη δικαίωσή του από την Αθηνά.

Οι Ερινύες απαιτούν εκδίκηση.

Η Αθηνά συγκροτεί τον Άρειο Πάγο, ο οποίος και τον αθωώνει. Η θεά καθησυχάζει τις Ερινύες και τις βεβαιώνει πως και τώρα τα δικαιώματά τους θα είναι σεβαστά, κι αυτές πλέον λατρεύονται ως Ευμενίδες. Έτσι τελείωσε η κατάρα που βάραινε τους Ατρείδες.

Αν δούμε επίπεδα και με σύγχρονο μάτι το μύθο των Ατρειδών, μοιάζει σαν μια κλασσική ιστορία κινηματογραφικής ταινίας τρόμου! Τι θα ενδιέφερε τους Αθηναίους θεατές μια ιστορία αίματος κι εγκλήματος; Ο μύθος των Ατρειδών είναι ο αιματηρός δρόμος ανάμεσα στο μητριαρχικό και στο πατριαρχικό δίκαιο. Ως το 1861, ο μύθος αποτελούσε για τους φιλολόγους τα περισπούδαστα οικογενειακά των Ατρειδών. Ώσπου ο Γερμανός Μπαχόφεν (1815 – 1887) με τις εργασίες του πάνω στην Ορέστεια παρουσιάζει το δραματικό πίνακα της πάλης ανάμεσα στο μητριαρχικό δίκαιο που έσβηνε και στο πατριαρχικό που γεννιότανε και επικρατούσε στην ηρωική εποχή. Ο Ορέστης στηρίζεται στο ότι η Κλυταιμνήστρα έχει κάνει διπλά έγκλημα σκοτώνοντας τον άντρα της και τον πατέρα του. Γιατί λοιπόν οι Ερινύες δεν κυνηγάνε αυτήν που είναι πιο ένοχη; Η απάντηση είναι σαφής: Αυτή δεν είχε δεσμούς αίματος με τον άντρα που σκότωσε (Ένγκελς: “Η καταγωγή της οικογένειας” κ.λ.π.). Με το στίχο αυτό των Ευμενίδων, «Ουκ ην όμαιμος φωτός ον κακέκτανεν (στ. 605) – Η Κλυταιμνήστρα, ναι, έπραξε ότι έπραξε, αλλά το έγκλημα δεν είναι βαρύ, γιατί αυτή δεν είχε το ίδιο αίμα με το θύμα, τον Αγαμέμνονα», υψώνεται στο δίκαιο της μητριαρχίας, κατά το οποίο έγκλημα και τιμωρία υπάρχει μόνο όταν υπάρχει συγγένεια. Ο Ορέστης που σκότωσε τη μάνα του, με την οποία είχε δεσμό αίματος, είναι ένοχος και πρέπει να τιμωρηθεί. Αυτό προστάζει το δίκαιο των Ερινυών, που είναι προστάτριες της Κλυταιμνήστρας και της μητριαρχίας. Μέσα απ’ αυτό το μύθο ο Αισχύλος έδωσε το πέρασμα από το δίκαιο του γένους στο δίκαιο του Κράτους. Έδωσε το πέρασμα από το τυφλό μίσος και την τυφλή ανταπόδοση στη δικαιοσύνη.

Στον «Αγαμέμνονα» έχουμε το φόνο του Αγαμέμνονα για να κρατήσει η Κλυταιμνήστρα (μητριαρχική) την εξουσία. Στις Χοηφόρες έχουμε την ανταπόδοση: αίμα για αίμα. Στις Ευμενίδες έχουμε το θρίαμβο της δικαιοσύνης και της συμφιλίωσης. Η απονομή της δικαιοσύνης δεν είναι προνόμιο πια των γενών και των θεών τους, αλλά του Κράτους. Το μυθικό υπόβαθρο της Ορέστειας δεν ήταν κάτι άγνωστο για τους Αθηναίους. Δεν ήταν όμως ικανό από μόνο του, ως περιεχόμενο, να τους συγκινήσει. Γι’ αυτό πρέπει να δούμε το σύγχρονο ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο της τριλογίας.

Όταν παιζόταν η Ορέστεια, η Αθήνα είχε δύο πολεμικά μέτωπα: ένα εναντίον των Πελοποννησίων κι ένα στην Αίγυπτο, εναντίον των Περσών. Δε φαίνεται να ήταν και πολύ ευχαριστημένος ο Αισχύλος μ’ αυτή την επεκτατική πολιτική. Στη νίκη κατά των Περσών την ακολούθησαν διαρθρωτικές αλλαγές στο πολίτευμα της Αθήνας. Ο Άρειος Πάγος – μην ξεχνάμε ότι ο Άρειος Πάγος είναι το σεβαστό δικαστήριο στις Ευμενίδες – παλιός αριστοκρατικός θεσμός, έχει περιοριστεί μονάχα στην εκδίκαση φόνων και σ’ άλλα θρησκευτικά καθήκοντα. Η πολιτική του αρμοδιότητα από το 462 περιορίζεται. Αρχηγός της μεταρρυθμιστικής αυτής κίνησης είναι ο Εφιάλτης – εύφημος αυτός. Οξιάς ανταγωνισμός ανάμεσα στ’ αριστοκρατικά υπολείμματα και στη Δημοκρατία. Ο Εφιάλτης δολοφονείται. Το 461 ο αριστοκράτης Κίμων εξορίζεται. Ο Περικλής ακολουθεί την πολιτική του Εφιάλτη. Το 457 το δικαίωμα του εκλέγεσθαι το παίρνουν και οι ζευγίτες.

Για τον Αισχύλο, τον παλιό μαραθωνομάχο και δημοκρατικό, όλ’ αυτά είναι κάπως περίεργα. Αισθάνεται κάποια ανασφάλεια με τους καινούριους θεσμούς. Οι οξείς πολιτικοί αγώνες τον φοβίζουν. Έτσι βρίσκει την ευκαιρία μέσα στην Ορέστεια να υπερασπιστεί σταθερά το κράτος της νομιμότητας αλλά και τη Δημοκρατία, το κύρος του Αρείου Πάγου αλλά και να κηρύξει τη συμφιλίωση. Μήπως η Ορέστεια του ήταν μια ιδεολογική στροφή του ποιητή προς “τους παλιούς” καιρούς, όταν ο Άρειος Πάγος ήταν πανίσχυρος, δεδομένου ότι ο Αισχύλος, αν και δημοκράτης, καταγόταν από αριστοκρατική γενιά; Ο Τζ. Τόμσον υποστηρίζει πως “οι τρείς τραγωδίες της αισχυλικής τετραλογίας είχανε σαν βάση τους τη δημοκρατική ιδέα της συμφιλίωσης ή σύνθεσης των αντιθέσεων”. Η αλήθεια είναι πως το έργο είναι γεμάτο από συμφιλιωτικές παραινέσεις στοιχείο που δεν είναι άσχετο με την πολιτική. Μια ιστορική ανακρίβεια που υπάρχει στην Ορέστεια είναι πως ο Αγαμέμνων είναι βασιλιάς των Μυκηνών, ενώ ο Αισχύλος τον παρουσιάζει ως βασιλιά του Άργους. Πρόκειται για μια πολιτική φιλοφρόνηση προς τον πιστό δημοκρατικό σύμμαχο της Αθήνας, το Άργος και το λαό του, τον οποίο παρουσιάζει ο ποιητής βαθύτατα δημοκρατικό και αντιτυραννικό.

Αν και όλο το έργο ως τριλογία διαπνέεται από τη δημοκρατική δύναμη του λαού, ακόμα και από την κοινωνική δικαιοσύνη, η στροφή του ποιητή προς τον Άρειο Πάγο δεν φαίνεται ν’ άρεσε στους Αθηναίους. Τον βράβευσαν δραματικά, δεν τον ακολούθησαν όμως πολιτικά. Μετά ένα χρόνο ο ποιητής φεύγει για την αυλή του τυράννου Ιέρωνα. Η αναχώρησή του είχε πολιτική σημασία; Ίσως. Μετά από ένα χρόνο πέθανε. Πέρα όμως απ’ αυτές τις υποθέσεις, η δραματική αγωνία που συμπύκνωσε ο Αισχύλος στο μεγαλοδύναμο αυτό έργο, που λέγεται Ορέστεια, και το μήνυμα που έδωσε θα συγκίνησε πολύ τους Αθηναίους της Δημοκρατίας. Αρκετά οι θεοί μας μπέρδεψαν, προστατεύοντας πότε τον έναν, πότε τον άλλον. Είναι καιρός πια η δικαιοσύνη να περάσει στα χέρια των ανθρώπων…

Στις Χοηφόρες, το δεύτερο έργο της Ορέστειας, δεν έχει τη δραματική πύκνωση γεγονότων που είδαμε στον Αγαμέμνονα. Μοιάζουν περισσότερο μ’ ένα μουσικό κομμάτι, όπου τα λυρικά και δραματικά στοιχεία πλέκονται γύρω από ένα μοτίβο που κυριαρχεί σ’ όλο το έργο: αντεκδίκηση, φόνος στο φόνο, αίμα στο αίμα. Ο ποιητής όμως δε βλέπει τόσο τυφλά τη Μοίρα και θέτει το ερώτημα: Όταν πρόκειται να τιμωρηθεί ένα έγκλημα έχουμε εκδίκηση ή δικαιοσύνη; Ο Ορέστης είναι δικαστής (κριτής) ή δικηγόρος (εκδικητής); (στ. 120). Δε θα δώσει σαφή απάντηση ως το τέλος. Μέσα σ’ αυτό το δίλημμα θα πλαστούν τα δύο αδέρφια και ιδιαίτερα ο Ορέστης. Το ότι η Κλυταιμνήστρα θα πεθάνει, το ξέρουμε. Μας το προμάντεψε η Κασσάνδρα στον Αγαμέμνονα. Αλλά πως;

Η πράξη των παιδιών του Αγαμέμνονα είναι μια δίκαιη πράξη. Πρέπει να τιμωρηθούν οι φονιάδες του πατέρα τους και οι σφετεριστές του θρόνου του. Αλλά πως θα γίνει μια δίκαιη πράξη χωρίς τα παιδιά να βάψουν τα χέρια τους στο αίμα της μητέρας τους; Αυτό είναι το υψηλό τραγικό αίτημα στις Χοηφόρες. Αλλά το αίσθημα του Αθηναίου πολίτη θα ικανοποιούνταν, όταν μόνο και μόνο μια συζυγοκτονία πληρωνόταν με μια μητροκτονία; Δε θα είχαμε πάλι μια πράξη μιαρή; Η πράξη για τον Αθηναίο πολίτη καθαιρείται πρώτο με τα διαδοχικά στάδια που περνάει η ψυχολογία του Ορέστη ώσπου να φτάσει στο φόνο της μητέρας του, κι από το γεγονός ότι ο Ορέστης φτάνει όχι μόνο σαν εκδικητής αλλά και σαν ελευθερωτής του αργιτικού λαού, από την τυραννία των “δύο γυναικών”. Άλλωστε, για το πατριαρχικό δίκαιο το μεγαλύτερο έγκλημα είναι ο φόνος του πατέρα, ενώ για το μητριαρχικό ο φόνος της μάνας. Το ιερό λοιπόν έγκλημα πρέπει να γίνει με τους πρωταγωνιστές να αποδέχονται την μοίρα τους! Ακόμα φτάνει ο απόηχος από τα τελευταία λόγια του Χορού στον Αγαμέμνονα: Φτάνει ο Ορέστης και να μπροστά στον τάφο του πατέρα του, μαζί με το φίλο του Πυλάδη, αφήνει μια μπούκλα από τα μαλλιά του και με τα πρώτα λόγια του πληροφορούμαστε πως έρχεται να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του επικαλούμενος τη συμπαράσταση του Δία:

“Ω Δία, δώσε του πατέρα μας το φόνο
να εκδικηθώ και γίνε πρόθυμος βοηθός μου “(18)

Δική του όμως είναι η απόφαση; Χρησμός των θεών; Δεν το ξέρουμε; Έρχεται η Ηλέκτρα με το Χορό από Τρωαδίτισσες γυναίκες για να κάμουν χοές στον τάφο του Αγαμέμνονα. Οι δύο φίλοι αποσύρονται και παρακολουθούν. Ο Χορός μας πληροφορεί πως πήρε εντολή να κάνει χοές γιατί κάποιο όνειρο – ποιανού; – είπε, πως οι κατωκοσμίτες έχουν βαθιά έχθρα για τους φονιάδες. Μαζί με τα βάσανα των Ατρειδών ο Χορός κλαίει και για τα βάσανα της σκλαβιάς του. Δεν έχει αρχίσει καλά, καλά το έργο κι ο Χορός μας πληροφορεί πως η Δίκη δεν ξεχνάει το έργο της. Η Ηλέκτρα, ενωμένη με “κοινή έχθρα” με το Χορό, τον συμβουλεύεται τι ευχή να κάμει χύνοντας τις χοές. Δεν της έρχεται στο στόμα να πει “στον καλό τον άντρα της απ’ την καλή του”. Έτσι μαθαίνουμε πως τις έχει στείλει η Κλυταιμνήστρα. Ο Χορός αποφασιστικά της λέει να ευχηθεί να ‘ρθει ο Ορέστης. Η Ηλέκτρα συνέρχεται. Ο Χορός της λέει να ευχηθεί να ’ρθει κάποιος για τους φονιάδες. Η Ηλέκτρα αιφνιδιάζεται: κριτής τωνε ή εκδικητής των; ρωτάει (στ.120). Κι ο Χορός απαντά: αίμα στο αίμα. Η Ηλέκτρα διστάζει: Μια τέτοια ευχή μου στους θεούς δε θα ‘ταν κρίμα; (122)

Η Ηλέκτρα χύνοντας χοές παρακαλεί τον πατέρα της να ‘ρθει ο Ορέστης να εκδικηθεί το φόνο του. Δεν έχει όμως συνειδητοποιήσει τι σημαίνει αυτή η ευχή ως την έσχατη συνέπεια. Θέλει την εκδίκηση, όμως αυτή να μη βάψει τα χέρια της στο αίμα:

Δώσε κ΄έγω άπ΄τη μητέρα μου να γίνω
πιο ένάρετη πολύ κι αγνότερη στα χέρια (139)

Στο τέλος όμως είναι αποφασιστική στην ευχή της :

Είθε ας φανή ,πατέρα μου, ο έκδικητής σου,
που νάβρουν δίκαιο θάνατο με τη σειρά τους. (142)

Ο φόβος όμως του μητρικού αίματος κυριαρχεί στις σκέψεις και στις καρδίές των δυο αδερφών σ’ όλο το έργο. Βλέπει την μπούκλα του Ορέστη, βλέπει τις πατημασιές του και τις συγκρίνει με τις δικές της. Παλιά συνήθεια ν’ αναγνωρίζονται τα μέλη του γένους από τα χνάρια των ποδιών. Πρέπει να είναι μια πολύ θεματική σκηνή, βλέπουμε την ΄Ηλέκτρα να βαδίζει στα χνάρια του ΄Ορέστη, ώσπου φτάνει μπροστά του. Διστάζει να πιστέψει στα μάτια της. Κι όταν πείθεται και με τα’ άλλα σημάδία, λύνεται σε μια συγκινητική τρυφερότητα. Σ’ αγαπάω , του λέει τέσσερις φορές, “μια για τον πατέρα μου, σε σένα ανήκει κι ή αγάπη της μάνας μου , μια για τη σφαγμένη αδερφή μου και μια για σένα”!

Ο Ορέστης αμέσως την πληροφορεί πως έρχεται με χρησμό του Απόλλωνα ν’ ανταποδώσει το φόνο με φόνο και ν’ απελευθερώσει ένα λαό που είναι σκλάβος “δύο γυναικών”. Η δεύτερη γυναίκα είναι ο Αίγισθος. Την εκδίκηση του πατέρα του την παρουσιάζει ως εντολή του Φοίβου και του νεκρού (στ. 300), αλλά την απελευθέρωση των Αργιτών από την τυραννία τη νοιώθει σαν δικό του έργο:

….μα κι η ανέχεια με στενεύει
να μην αφήσω ένα λαό γενναίο μες σ’όλου,
που αφάνισεν από προσώπου γης την Τροία,
σκλάβο σε δύο γυναίκες… (301).

Ο Ορέστης λοιπόν εκδικητής κι ελευθερωτής. Χαίρεται ο Χορός, φόνο στο φόνο, φωνάζει:

Κι αντί φόνου πληγή πάλι φόνου πληγή
να πλερώνεται κάμης, θα βρεις (312)

Οι λέξεις: ανταποθανείν, ανταποκτείναι, δράσαντι παθείν, πέφτουν κάθε λίγο και λιγάκι σαν σκληρές μοίρες που για ακόμα μια φορά οι πρωταγωνιστές τις αποδέχονται. Τα δύο αδέρφια κι ο Χορός θρηνούν τον Αγαμέμνονα. Παρ’ όλη την απόφαση που δείχνει ο Ορέστης για την αποστολή του, φαίνονται οι πρώτοι δισταγμοί του: “Πατέρα, γιατί να μην έπεφτες ένδοξα στην Τροία; (στ. 345)”. Θα είχε αποφύγει τώρα αυτός το δίλημμα. Και η Ηλέκτρα εύχεται να ‘χαν χαθεί οι φονιάδες πρωτύτερα και να μάθαιναν το “νέο” από μακριά. Σε λίγο δείχνει και πάλι αποφασιστικός, αλλά αόριστα: και γονιοί νάναι, θα το βρουν το κακό (στ. 385). Ο Χορός του θυμίζει το χρέος:

Μα είναι νόμος, το αίμα που εχύθη στη γη
νέον αίμα να θέλει… (400)

Πάλι διστάζει ο Ορέστης (στ. 409) και πάλι τον παρακινεί ο Χορός (στ. 417). Η Ηλέκτρα, σ’ όλη τη διάρκεια του θρήνου, εύχεται εκδίκηση χωρίς να παρακινεί τον Ορέστη. Δεν είναι η σκληροτράχηλη Ηλέκτρα του Σοφοκλή. Το μόνο που ξέρει είναι ότι θα σταθεί στο πλευρό του αδερφού της. Ο Ορέστης περνάει στη φάση της τελικής απόφασης:

πρώτα οι Θεοί κι έπειτα αυτό
το χέρι το δεξί μου,
θα την σκοτώσω και χαθώ. (437)

Ο Χορός τον ενισχύει. Τα δύο αδέρφια θέλουν ακόμα κουράγιο κι επικαλούνται τη συμπαράσταση του πατέρα τους, αναθυμούμενοι το φριχτό του θάνατο. Όλος ο θρήνος των δύο παιδιών στον τάφο του πατέρα τους είναι ένα ακατάπαυστο κέντρισμα. Μια εσωτερική διέγερση που πάει κρεσέντο. Μοιάζει σαν μαγική τελετουργία στην οποία μιμούνται τα δύο αδέρφια για ν’ αποβάλλουν το μαγικό φίλτρο και να γίνουν άξιοι της αποστολής τους. Ο θρήνος τους είναι ένα συνεχές “ντοπάρισμα” από ευχές, κατάρες, επικλήσεις. Δε θα ενεργήσουν σαν κοινοί φονιάδες. Προετοιμάζονται τελετουργικά για το ιερό έγκλημα. Φτάνουν τα λόγια, λέει ο Χορός (στ. 510), και η απόφαση του Ορέστη είναι αμετακίνητη πια: θα γίνει (στ. 514). Στην απόφασή του παίρνει νέο κουράγιο, όταν μαθαίνει πως το απαίσιο όνειρο της Κλυταιμνήστρας ήταν ότι βύζαινε ένα φίδι, που μαζί με το γάλα ρούφηξε και κόμπο αίμα. Η μύηση έχει συντελεστεί. “Εγώ είμαι ο δράκος και θα τη σκοτώσω” αναφωνεί. Δεν υπάρχει πια οδός για υποχώρηση.

Μπαίνει λοιπόν σε εφαρμογή το σχέδιο με την ηλέκτρα να επιστρέφει στο σπίτι. Ο Χορός τσιμουδιά. Ο Ορέστης θα πάει στο παλάτι σαν ξένος. Μόνο τον Αίγισθο ονοματίζει ότι θα σκοτώσει, τ’ όνομα της μάνας του δεν τολμάει να το ξεστομίσει. Όλο το πρώτο επεισόδιο, αρκετό σε μάκρος, είναι ένα λεπτοδουλεμένο κείμενο ανθρώπινης ψυχολογίας. Η τρυφερότητα, η στοργή, το χρέος, ο δισταγμός, διαμορφώνουν σιγά, σιγά με άρτια τεχνική δύο λαμπρούς ήρωες αρχαίας τραγωδίας. Ο Ορέστης χτυπάει την πόρτα του παλατιού σαν ξένος που έχει κάτι νέα να πει. Βγαίνει η Κλυταιμνήστρα και για πρώτη φορά επινοεί το ψέμα ότι φέρνει παραγγελία του Στρόφιου από τη Φωκίδα πως ο Ορέστης πέθανε. Η Κλυταιμνήστρα δέχεται με πόνο το άγγελμα. Λέει πως χάθηκε κι η τελευταία ελπίδα. Φαίνεται παράξενο. Από την κατοπινή της στάση δε φαίνεται ότι έχει μετανιώσει για τίποτα.

Βγάζει η Βυζάστρα του Ορέστη να πάει παραγγελία του Αίγισθου να ‘ρθει. Κλαίγοντας μας πληροφορεί για την κρυφή χαρά της Κλυταιμνήστρας κι αναθυμάται τα παιδικό χρόνια του Ορέστη. Τα ελάσσονα πρόσωπα στην αρχαία τραγωδία αποτελούν πολλές φορές κλειδί στη λύση του έργου. Έτσι γίνεται και στην περίπτωση αυτή. Η Βυζάστρα πείθεται απ’ το Χορό ν’ αλλάξει την παραγγελία προς τον Αίγισθο ν ‘ρθει με τη φρουρά του και να του πει να ‘ρθει μόνος του. Η τύχη του Αίγισθου έχει κριθεί. Ακολουθεί το δεύτερο στάσιμο όπου ο Χορός εύχεται καλή τύχη στον εκδικητή και στον ελευθερωτή (στ. 809, 818).

Από το τρίτο επεισόδιο, την ψυχολογική προετοιμασία των ηρώων τη διαδέχεται η γοργή δράση. Δεν ήταν εύκολο να πειστεί ο θεατής, έστω και με το επιχείρημα ότι υπάρχει εντολή του Απόλλωνα ότι το παιδί μπορεί να σκοτώσει τη μάνα του. Έτσι ο ποιητής έχει προετοιμάσει τον Ορέστη να κάμει το ιερό έγκλημα και το θεατή να το δεχτεί. Έρχεται ο Αίγισθος και μπαίνει με την παρότρυνση του Χορού μέσα στο παλάτι για να βεβαιωθεί αν η είδηση πως πέθανε ο Ορέστης είναι αληθινή. Δεν προφταίνει ο Χορός ν’ αποσώσει την ευχή του για τη νίκη του Ορέστη και ακούγονται οι γόοι του Αίγισθου, που πέφτει από το μαχαίρι του Ορέστη. Βγαίνει ένας δούλος αναστατωμένος, από κοντά κι η Κλυταιμνήστρα να πληροφορηθεί τι συμβαίνει και βρίσκεται αντιμέτωπη με τον Ορέστη. Η “αντρόβουλη” γυναίκα δεν το βάζει κάτω. Ενώ ξέρει ότι έχει να κάμει με το γιο της (στ. 896), θέλει να παίξει το τελευταίο της χαρτί, ζητάει ένα τσεκούρι:

μ’ας δώσει ένας ευτής το αντρόφονο πελέκι,
να δούμε αν θα νικήσουμε ή θα νικηθούμε (889)

Το αντρόφονο τσεκούρι είναι το “δίκαιο” της μητριαρχικής εξουσίας. Δε διστάζει να το χρησιμοποιήσει και κατά του γιου της. Μαθαίνοντας όμως το θάνατο του Αίγισθου λυγίζει. Πριν ζητούσε τσεκούρι, τώρα ικετεύει τον Ορέστη, δείχνοντας το στήθος που τον βύζαξε. Δεν τον ικετεύει να μην τη σφάξει για ανθρωπιστικούς λόγους. Προσπαθεί να τον πείσει ότι ανήκει στη μάνας του και διαπράττει μιαιφονία. Για τον Ορέστη όμως, που πιστεύει ότι κρατάει από το γένος του πατέρα, το μεγαλύτερο έγκλημα είναι ο φόνος του πατέρα κι όχι της μάνας. Ο Ορέστης αν και είναι πάνοπλος με το θείο χρησμό, λυγίζει:

Τις λές, Πυλάδη; μάννα – πώς να τη σκοτώσω; (899)

Ο Πυλάδης ανοίγει για πρώτη φορά το στόμα του, για να του θυμίσει αυστηρά και σταράτα τους χρησμούς του Φοίβου. Ο Ορέστης είναι πια ανυποχώρητος. Η στιχομυθία του Ορέστη με τη μητέρα του είναι από τις συγκλονιστικότερες σκηνές της αρχαίας τραγωδίας. Η Κλυταιμνήστρα αρχίζει απ’ την ικεσία, περνάει στις αδικίες που της έκανε ο Αγαμέμνων, δικαιολογείται πως άμα λείψει ο άντρας απ’ το σπίτι κλάψε τις γυναίκες, και φτάνει στις πιο άγριες κατάρες. Οι απαντήσεις του Ορέστη είναι κοφτερές σαν το σπαθί του. αλύγιστος ο γιος μπάζει τη μητέρα του μέσα στο παλάτι.

Αλαλαγμούς χαράς υψώνει ο Χορός για το έργο της Δίκης και τον ελευθερωτή Ορέστη (στ. 963, 973). Για δεύτερη φορά μπροστά στην πύλη του παλατιού των Ατρειδών βρίσκονται δύο πτώματα. Από πάνω τους, ο Ορέστης. Σκότωσε τους δυο τυράννους και πατροκτόνους.

Ιδέτε τους διπλούς της χώρας μας τυράννους
τους πατροχτόνους μου και σπιτοκαταλύτες (973)

Δείχνει το δίχτυ με το οποίο είχαν παγιδεύσει τον πατέρα του. Ακόμα είναι ματωμένο. Αυτό είναι πειστήριο πως το έγκλημα του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας είναι αυτόφωρο. Και σύμφωνα με τον παλιό νόμο, το αυτόφωρο έγκλημα τιμωρείται χωρίς δίκη. Πρέπει να σημειωθεί πως από τη στιγμή που ο Ορέστης σκοτώνει τον Αίγισθο, ο ποιητής παραχωρεί τη θέση της εκδίκησης στη Δικαιοσύνη, που φορέας της είναι όχι ο Φοίβος, αλλά ο άνθρωπος.

Ο δούλος λέει πως και της Κλυταιμνήστρας ο λαιμός θα πέσει δίκια χτυπημένος (στ. 884). Ο ίδιος ο Ορέστης συμπυκνώνει το νόημα της δικαιοσύνης. Λέει στη μάνα του:

σκότωσες τον δεν έπρεπε και τόμοιο πάθε (930)

Δε λέει ότι είναι σωστό ο φόνος να πληρώνεται με φόνο, ιδέα που κυριαρχεί σ’ όλο το έργο, αλλά ότι είναι δίκιο. Ακόμα κι όταν δείχνει το ματωμένο ρούχο στο Χορό, καλεί τον Ήλιο που τα πάντα επιβλέπει:

Για να’ναι μάρτυρας στη δίκη μου μια μέρα
πως με το δίκιο μου έκαμα το φόνο αυτό
της μάννας μου… (987)

Γρήγορα όμως νιώθει το βάρος της μητροκτονίας:

…γιατί μου μένει
μίασμα αζήλευτο απ’αυτή τη νίκη εμένα (1016)

αλλά και πάλι επιμένει στο δίκιο του:

και διαλαλώ πως σκότωσα, μα με το δίκιο,
την πατροχτόνα θεομίσητή μου μάνα (1027)

κι ο Χορός επικυρώνει:

Μα έκαμες δίκια και στο στόμα μου μην παίρνεις
Λόγια κακομελέτητα και γλωσσοτρώεσαι
Ξεσκλάβωσες τη χώρα πάσα των Αργείων (1044)

Δεν έχουμε μονάχα μητροκτονία, αλλά και τυραννοκτονία. Κι αυτή είναι μια δίκαιη πράξη. Παρ’ όλα αυτά, ο Ορέστης, και παρ’ ότι εγκωμιάζει φανερά το έργο του, δεν πιστεύει ότι τον καλύπτει ο χρησμός του Φοίβου. Αισθάνεται σαν άνθρωπος τη δική του ευθύνη. Πρέπει να φύγει μακριά από το αίμα της μάνας του, να πάει ικέτης στο Λοξία. Εξόριστος ήρθε, σ’ εξορία πάλι να φύγει. Λυπάται και για τον έγκλημα και για την τιμωρία (στ. 1015). Αισθάνεται νικητής, αλλά μιασμένος αποδεχόμενος την μοίρα του. Η επιδοκιμασία του Χορού δεν τον ησυχάζει. Βλέπει τις φιδοζωσμένες Ερινύες να εισορμούν. Τον πιάνει αγωνία. “Τάραγμα του νου”, του φωνάζει ο Χορός. “Σεις δεν τις βλέπετε, μα εγώ τις βλέπω”, απαντάει ο Ορέστης κι έντρομος αποχωρεί.

Η έχθρα ανάμεσα στους ανθρώπους έγινε τώρα έχθρα ανάμεσα στους θεούς. Ο Απόλλων διατάζει φόνο στο φόνο. Οι Ερινύες όμως, αδίστακτες τιμωροί της μιαιφονίας, ζητούν την τιμωρία του Ορέστη. Τι θα απογίνει; Ως πότε θα κυβερνούν τους ανθρώπους οι τυφλές εντολές των θεών; Μήπως ήρθε η ώρα η Θεία Δίκη να παραχωρήσει της θέση της στην ανθρώπινη Δικαιοσύνη; Μ’ αυτή την απορία μένει ο Χορός και μας προετοιμάζει για τις Ευμενίδες, όπου η τριλογία παίρνει τέλος καθώς άρχισε από το σκοτάδι του μίσους και του αίματος, τελειώνει με τις Ευμενίδες μέσα στο φως της ομόνοιας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Το χάος, που χωρίζει τους θεούς του Ολύμπου με τις Ερινύες, το γεφύρωσαν οι άνθρωποι. Νίκησε ο Ζευς ο Αγοραίος, λέει η Αθηνά, δηλαδή ο Δίας των δημοσίων συναθροίσεων, ο θεός του Λόγου. Αλλά ο Λόγος πια ανήκει στους ανθρώπους!

Ο Ορέστης και η Ηλέκτρα παιδιά του Αγαμέμνονα, βασιλιά των Μυκηνών, και της Κλυταιμνήστρας, απόγονοι του Ατρέα, γιου του Πέλοπα. Ολόκληρος ο μύθος πλέκεται γύρω από την κατάρα του οίκου των Ατρειδών. Ο ισχυρότερος και πλουσιότερος βασιλικός οίκος της Ελλάδας σπαράσσεται από εσωτερικές διαμάχες. Το παλάτι των Ατρειδών, εξωτερικά απρόσβλητο από τους κάθε λογής εχθρούς, κρύβει μέσα του το σαράκι που ροκανίζει τα θεμέλιά του. Πίσω από τους τοίχους του βασιλεύει το σκοτάδι, η θλίψη, ο πόνος, το πένθος, το μίσος, η συμφορά.

Η ιστορία των Ατρειδών είναι γεμάτη ανατριχιαστικά εγκλήματα, στυγερούς δολοφόνους, διεφθαρμένες ψυχές, αμαρτωλά, ένοχα πάθη. Οι απόγονοι των Ατρειδών είναι ανίκανοι να ξεφύγουν από την κακοδαιμονία και την τραγική τους μοίρα. Το χυμένο αίμα αθώων ζητά εκδίκηση. Η κατάρα θεών και ανθρώπων κρέμεται φοβερή πάνω από τα κεφάλια των απόγονων του Ατρέα, του Πέλοπα και του Τάνταλου.

Οι θεότητες του σκότους, μανιασμένες, χορεύουν ξέφρενο πολεμικό χορό γύρω από το λαμπρό παλάτι, ενώ οι τριγμοί στα θεμέλιά του προμηνύουν την κατάλυση της δόξας των Ατρειδών που ζυγώνει. Οι θεοί απαιτούν να πληρωθούν οι ύβρεις, το άδικο, η ασέβεια. Το τίμημα όμως της κάθαρσης πρέπει να είναι ακριβό, όσο και το αίμα των αδικοσκοτωμένων. Όταν ο Αγαμέμνονας, ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων, ξεκινούσε για το μεγάλο πόλεμο ενάντια στην πολύπαθη πόλη της Τροίας, θυσίασε στο βωμό της θεάς Άρτεμης την μοναχοκόρη του, την Ιφιγένεια, αγνή παρθένα, αφίλητη, μπουμπούκι αμύριστο. Στην Αυλίδα για πρώτη φορά βλέπουμε το μικρό Ορέστη, τρυφερό βλαστάρι, ν’ αποχαιρετά με δάκρυα στα μάτια και βλέμμα γεμάτο απορία την πολυαγαπημένη του αδερφή καθώς εκείνη πορεύεται το δρόμο της θυσίας. Παιδί ακόμη αυτός, καρπός αγίνωτος, δεν μπορεί να νιώσει γιατί οι άνθρωποι έχουν αμάχες, γιατί πολεμούν, γιατί σκοτώνονται, γιατί δολοφονούν, αμούστακα παιδιά που από νωρίς δεν έμαθαν ν’ αγαπούν. Η Κλυταιμνήστρα, που σαν λιόντισσα πολέμησε για τη ζωή του σκύμνου της, συντετριμμένη από το χαμό της ακριβής θυγατέρας, ορκίζεται, φρενιασμένη, εκδίκηση.

“Ακοίμητο μπορεί των σκοτωμένων το αίμα να μένει”. Αυτούς τους στίχους βάζει στο στόμα της ο Αισχύλος κι είναι αυτοί οι στίχοι, η υπόσχεση για την εκδίκηση, που δε θ’ αργήσει, μια εκδίκηση φριχτή, γιατί μόνο τέτοια είναι ικανή να μαλακώσει τον πόνο της σπαραγμένης καρδιάς της χαροκαμένης μάνας. Πρώτα σμίγει με τον πιο μισητό αντίπαλο του άντρα της, τον Αίγισθο, το γιο του Θυέστη, η κατάρα του οποίου ήταν η αφορμή για όλες τις συμφορές που βρήκαν το παλάτι των Ατρειδών.

Πλαγιάζει στο κρεβάτι του πολέμαρχου μαζί με τον ορκισμένο εχθρό του και γεύεται τον ένοχο έρωτα στην αγκαλιά του σφετεριστή του θρόνου των Μυκηνών. Η Κλυταιμνήστρα αποτελεί το σύμβολο της απιστίας στους αιώνες. Φθονερή μοιχαλίδα, ψυχή σκοτεινή με εγκληματικά ένστικτα, που προξενεί τη φρίκη.

Ο Αγαμέμνονας επιστρέφει νικητής από το Ίλιο, φορτωμένος λάφυρα. Η ώρα της εκδίκησης έφτασε. Με τη συνέργια του ζηλόφθονου σφετεριστή του θρόνου, η Κλυταιμνήστρα τιμωρεί σκληρά τον Αγαμέμνονα για την ανίερη θυσία στην Άρτεμη. Οι δυο εραστές δολοφονούν φριχτά τον ένδοξο βασιλιά του οίκου των Ατρειδών και μαζί όλους τους συντρόφους του. Ούτε η δυστυχισμένη βασιλοπούλα, η κόρη του Πρίαμου, η Κασσάνδρα, θλιβερό τρόπαιο του νικητή, δε γλίτωσε από το φονικό μαχαίρι.

Η εξουσία καταλύεται. Οι δυο φριχτοί φονιάδες, η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος, κάθονται στο θρόνο του Άργους. Πένθος και συμφορά βασιλεύουν στο άλλοτε λαμπρό παλάτι των Μυκηνών. Θρηνεί ο λαός τον αδικοχαμένο βασιλιά. Μετά το φόνο, ο μικρός Ορέστης φυγαδεύεται από τη μεγαλύτερη αδερφή του την Ηλέκτρα, για να γλιτώσει από το θάνατο. Μαζί με την τροφό του Αρσινόη ή Λαοδάμεια ή Πυθωνίκη, κατέφυγε στην αδερφή του Αγαμέμνονα, γυναίκα του βασιλιά της Φανοτέας Στρόφου, στη Φωκίδα. Εκεί συνδέθηκε με τον ξάδερφό του Πυλάδη με φιλία αχώριστη, αδερφική. Κατ’ άλλους, η φριχτή μητέρα με τον εραστή της εξόρισαν τον Ορέστη. Στη Φωκίδα έμεινε ο Ορέστης μέχρι την ενηλικίωσή του, ενώ ποτέ δεν έπαψε να επικοινωνεί με την αδερφή του την Ηλέκτρα και να σχεδιάζει την εκδίκηση για τον ανόσιο θάνατο του πατέρα τους.

Τα χρόνια περνούν. Η δυστυχία βασιλεύει στο παλάτι των Μυκηνών. Βουνό η οργή του λαού ενάντια στην τυραννική εξουσία. Με τη δύναμη της βίας και των όπλων κυβερνούν οι άδικοι και οι σφετεριστές. Και ο λαός αποζητά τη λύτρωση από την τυραννία. Το αδικοχαμένο αίμα ζητά εκδίκηση. Η τραγική κόρη, η Ηλέκτρα, μια από τις πιο δραματικές γυναικείες παρουσίες της ελληνικής δραματουργίας, θρηνεί ακόμη τον ακριβό πατέρα. Από τη μέρα του φόνου η ζωή της είναι “ζωή δούλας”. Οι συγκρούσεις με την άθλια μητέρα ασταμάτητες. Στέκει εκεί, απέναντί της, με πρόσωπο βουβό, για να θυμίζει στη φριχτή μοιχαλίδα τις αποτρόπαιες πράξεις της, την αιώνια ντροπή της. Φρενιασμένη εκείνη, ξεσπάει την οργή της, με βρισιές και κατάρες, πάνω στην τραγική κόρη. Η Ηλέκτρα όμως υπομένει καρτερικά τη μοίρα της, με μια έγνοια, ένα στόχο, ένα σκοπό: την εκδίκηση. Και περιμένει υπομονετικά την άγια εκείνη ώρα της λύτρωσης και της κάθαρσης.

Με μικρές αποκλίσεις, δίνουν την ίδια εκδοχή του μύθου, ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής. Ο Σοφοκλής εμφανίζει την Ηλέκτρα μια δυναμική σε γυναίκα χαρακτήρα, με θέληση και αποφασιστικότητα, “κόρη σοφή και κόρη αντρειωμένη”. Το πάθος της για εκδίκηση παραμένει άσβεστο. Περιμένει όμως μαρτυρικά την επιστροφή του εκδικητή αδερφού και τότε μαζί ενωμένοι θα τιμωρήσουν τους αδικητές και τους τύραννους και θα αποκαταστήσουν την ηθική τάξη.

Ο Ορέστης επιστρέφει κρυφά μαζί με τον Πυλάδη στο Άργος. Για να ξεγελάσει τους τυράννους, φροντίζει να διαδοθεί ότι σκοτώθηκε στους Πυθικούς αγώνες στους Δελφούς. Απελπισμένη η Ηλέκτρα, το διπλό χαμό. Αποφασίζει μόνη της να χύσει το αίμα των φονιάδων του πατέρα της. Ζητά τη βοήθεια της αδερφής της Χρυσόθεμης, η οποία αρνιέται από δειλία και φόβο να βοηθήσει. Αργότερα ο Ορέστης εμφανίζεται στην Ηλέκτρα και τα δυο αδέρφια μαζί οργανώνουν τη φοβερή εκδίκηση αποδεχόμενοι την μοίρα τους πως ο φόνος αυτός πρέπει να γίνει.

Ο Απόλλωνας, ο θεός που έδωσε στον Ορέστη την εντολή για το φόνο, δίνει την κάθαρση στον Ορέστη. Οι Ερινύες αρνούνται να δεχτούν το κύρος της κάθαρσης. καταδιώκουν το μητροκτόνο, ο οποίος περιπλανιέται απεγνωσμένος στην Αρκαδία. Με εντολή του Απόλλωνα και με τη συνοδεία του Πομπαίου Ερμή, ο δύστυχος Ορέστης προσπέφτει ικέτης στο ναό της Αθηνάς στην Αθήνα. Οι φοβερές Ερινύες, αδυσώπητες τιμωρήτρες της ανομίας και του κακού, στήνουν γύρω του τον απαίσιο χορό τους. Τότε η Παλλάδα δίνει την εντολή για τη σύσταση Ανώτατου Δικαστηρίου, του Άρειου Πάγου, με τη συμμετοχή Αθηναίων πολιτών. Ο Άρειος Πάγος αναγορεύεται σε θεσμό θεϊκό, φράγμα στην αδικία, τη βία, την αναρχία και η απονομή της Δικαιοσύνης παρουσιάζεται ως κορυφαία δημοκρατική πράξη.

Η θεά Δίκη προεδρεύει του δικαστηρίου μαζί με τον Δία. Κατήγοροι στη δίκη οι φοβερές Ερινύες, τιμωροί χωρίς οίκτο, ζητούν την τιμωρία του μητροκτόνου. Υπερασπιστές του ο θεϊκός Απόλλωνας και η Παλλάδα, παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη της δίκης. Με την καθοριστική, για το αποτέλεσμα, ψήφο της Αθηνάς, ο Ορέστης απαλλάσσεται όλων των κατηγοριών. Οι Ερινύες μετατρέπονται από την Αθηνά στις Ευμενίδες του Κολωνού και ο Ορέστης, λυτρωμένος πια από τις φοβερές τύψεις, χτίζει βωμό προς τιμή της θεάς Αθηνάς. 4. Lesky A., Η τραγική ποίηση των Αρχαίων Ελλήνων, Τόμος Α’: Από τη γένεση του είδους ως και τον Σοφοκλή, Τόμος Β’: Ο Ευριπίδης και το τέλος του είδους, μτφρ.: Ν. Χουρμουζιάδης, Μορφωτικό ‘Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα

Σχετικά με την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, το έργο έχει σταθερή δομή, στερεή σύνθεση, χωρίς παρεκβάσεις και ενώματα έχοντας καθαρή γραμμή ως το τέλος. Στο κέντρο όλης της εξέλιξης είναι η Ηλέκτρα, τούτη είναι φορέας του πάθους και εκφραστής του και όλες οι σκηνές εκτυλίσσονται με βάση την Ηλέκτρα. Το θέμα; Η τιμωρία μιας ανόσιας αμαρτίας με τη διάπραξη μιας άλλης ανοσιότερης. Το ίδιο θέμα το διαπραγματεύθηκε και ο Αισχύλος στην Ορέστεια και συγκεκριμένα στο έργο Χοηφόρες, αλλά εντελώς διαφορετικά.

Στον Αισχύλο ο Απόλλωνας παίρνει στην προστασία του τον Ορέστη ο τελευταίος του υπόσχεται εκδίκηση και ο Θεός τον προστατεύει. Επίσης, στον Αισχύλο ο Ορέστης είναι το χέρι της Δίκης και η έκφραση της υπεροχής του πατέρα έναντι της μητέρας και είναι το πρόσωπο που για την πράξη του θα αγωνιστούν οι νέοι θεοί (νέες αντιλήψεις και αξίες), Αθηνά – Απόλλωνας με τις παλιές αντιλήψεις και αξίες, Ερινύες. Στο Σοφοκλή όμως, ο Απόλλωνας απλά λέει στον Ορέστη πως θα πάρει εκδίκηση… Μένοντας το ερώτημα με ποιο τρόπο; Ο Ορέστης ούτε το χέρι της Δίκης είναι, μα ούτε θα αντιμαχίσει με τις Ερινύες.

Επιστρέφοντας στον Αισχύλο, καταλαβαίνουμε πως τη μητροκτονία την ακολουθούν οι Ερινύες, ενώ στον Σοφοκλή ούτε Ερινύες υπάρχουν, ούτε μεταμέλεια, μήτε τύψεις. Επίσης στον Σοφοκλή, ο Ορέστης ότι κάνει το κάνει για τη τιμή του πατέρα του, αλλά κυρίως για την κληρονομιά του θρόνου και για τα δικαιώματα πάνω του. Το δικαίωμα της διαδοχής του στο θρόνο το βλέπει ηθικό και το σφετερισμό του θρόνου ανήθικο. Η Ηλέκτρα ως πρωτεύον πρόσωπο περιμένει μια ζωή την εκδίκηση με σαφέστερο τον ψυχολογικό λόγο κυρίως παρά τον ηθικό. Ζητάει ανταπόδοση της πράξης και αποκατάσταση δική της και του Ορέστη. Οι δυο ήρωες είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για τη μοίρα τους, αποδεχόμενοι την οποιαδήποτε εξέλιξη και αποτέλεσμα.

Η μητροκτονία στον Σοφοκλή «παίζεται» σε ανθρώπινο και ηθικό επίπεδο, ενώ στον Αισχύλο, η Δίκη και η εγκόσμια ηθική τάξη είναι οι πρωταγωνιστές που δρουν με τις πράξεις των ανθρώπων. Στον Σοφοκλή γίνονται αναφορές σε πατροκτονία και σε Δίκη και σε Ερινύες και σε Ανόσιο, αλλά αυτές οι αναφορές είναι επικουρικές, άτονες σε σχέση με το ίδιο φαινόμενο στον Αισχύλο και αυτό διότι το νέο που προβάλλει στο Σοφοκλή είναι ότι δίπλα στην αποδοχή του Ύβρη – Άτη, που εκτυλίσσεται σε επίπεδο υπερφυσικό, εδώ συντελείται ο νέος αγώνας της διαμάχης διαφορετικών προσωπικών ηθικών συμπεριφορών.

Για να γίνουν δίκαια όλα αυτά και στα δυο έργα, λειτούργησαν λόγοι και σκεπτικά και δικαιωματικές οργές και ενέργειες και γενικά, στην περίοδο που νόμοι δεν υπήρχαν και όλα τα καθόριζε ο φόβος, η τιμή και η ηθική, ο μύθος αυτός – με τις παραλλαγές του – ήταν ένα μεγάλο ολοσκότεινο ακένωτο πιθάρι με όλο το αβάστακτο και το ανερμήνευτο του κόσμου. Δεν ήταν λοιπόν παράλογο στην εξέλιξη και των δυο έργων όλοι οι ήρωες για να μπορέσουν να αντιδράσουν έπρεπε να αποδεχτούν την μοίρα τους, ανεξαρτήτως της πλοκής που αναπτύσσουν στον εκάστοτε μύθο οι δυο ποιητές για να περάσουν έκαστος τα προσωπικά τους μηνύματα. Υπεύθυνοι για την μοίρα τους παρουσιάζονται αντίστοιχα και οι ήρωες στα έργα των δυο μεγάλων τραγικών που η θεματολογία τους αφορά τον μύθο των Λαμβακιδών.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *