Αποτελεί την έκφραση της ψυχικής κατάστασης που προκαλείται από τα αντικείμενα και όχι την παράσταση του αντικειμένου. Αντιτίθεται στον ιμπρεσιονισμό, που αποδίδει την σημασία του στο εξωτερικό αντικείμενο. Εκφράζει τις ψυχικές τάσεις, τις συναισθηματικές ροπές, τον εσωτερικό άνθρωπο δηλαδή, ακολουθώντας την παράδοση του ρομαντισμού, έναν αιώνα περίπου μετά απ’ αυτόν.
Εμφανίζεται κυρίως στην ζωγραφική ως αντίδραση στον ιμπρεσιονισμό και τον νατουραλισμό, γύρω στα 1910 και αφού διασχίσει και τις άλλες τέχνες (λογοτεχνία, θέατρο και μουσική) θα φθάσει στον κινηματογράφο το 1919, με την ταινία του Robert Wiene “Το εργαστήρι του Δρ. Καλλιγκάρι”.
Η ακμή του υπήρξε μεταξύ του 1919 – 1924.
The Cabinet of Dr. Caligari is a 1920 German silent horror film directed by Robert Wiene from a screenplay by Hans Janowitz and Carl Mayer.
Ο εξπρεσιονισμός θεωρήθηκε το αποτέλεσμα του ξεσπάσματος που ακολούθησε μετά την ήττα της Γερμανίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την κατάρρευσή της ως αυτοκρατορία και την διάλυση των παραδοσιακών αξιών, αντικατοπτρίζοντας την αστάθεια του μεσοπολέμου, την πτώση των αξιών, τον φοβερό πληθωρισμό, την φτώχεια, την ανεργία, την ανησυχία της αστικής τάξης, καταστάσεις δηλαδή που δημιουργούν μία τάση φυγής από την πραγματικότητα και εσωστρέφειας καθιστώντας με αυτό τον τρόπο, αναγκαία την έκφραση – εκτόνωση των ταραγμένων ψυχών.
Ο θάνατος βασίλευε στα πεδία των μαχών και έτσι ο “μυστικισμός” και η “μαγεία”, δυνάμεις στις οποίες οι Γερμανοί πρόθυμα παραδίδονταν, άνθισαν. Οράματα που τράφηκαν από ισχυρά εσωστρεφείς ψυχές, δεν θα μπορούσαν να βρουν καλύτερο μέσο έκφρασης από τον κινηματογράφο. Όπως βρικόλακες που σέρνουν στρατιές από ποντίκια (Νοσφεράτου), φαντάσματα και ανδρείκελα που οδηγούνται στο έγκλημα υπό την καθοδήγηση παράφορων τυράννων.
Αυτό ακριβώς παρατηρούμε στις ταινίες “Ο άνθρωπος που δείχνει τις σκιές του” και “Το εργαστήρι του Δρ.Καλιγκάρι”: ταραγμένες ψυχές που εγκαθιστούν πάνω στην γη την βασιλεία της αγριότητας, όπως τα βασανιστήρια που περιγράφονται από τον Μαρκήσιο Ντε Σάντ, την ταινία “Ιβάν ο τρομερός” και στον “Τσακ ο Αντεροβγάλτης” και άλλα τέτοια πιο ζοφερά ακόμα, μακάβρια και φανταστικά, συνθέτουν την θεματολογία του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού.
Ο κινηματογραφικός Γερμανικός Εξπρεσιονισμός, αρκετά διαφορετικός από τον λογοτεχνικό ή το θεατρικό Γερμανικό Εξπρεσιονισμό, έχει πολλά κοινά σημεία με το σουρεαλισμό: αποζητά την παράφορη θέληση στο να απορρίψει το έκδηλο, για να ασχοληθεί με το λανθάνον περιεχόμενο στους χώρους και στα συμβάντα, ανιχνεύει την γοητεία του παράξενου, προβάλλει την παντοδυναμία του ονείρου με αποτέλεσμα να δημιουργεί έναν μαγνητισμό των πιο κοινών αντικειμένων, στην αναζήτηση των αγνώστων δυνάμεων του ανθρώπου. Ένας αυτοματισμός της σκέψης που σε περιπτώσεις έντασης, αποκαλύπτει το αληθινό πρόσωπο της ζωής.
Σε μια προσπάθεια αναζήτησης των εξωκοινωνικών και αυστηρά ενδοκαλλιτεχνικών αιτιών που γέννησαν τον Γερμανικό Εξπρεσιονισμό, η ιστορικός Lotte Eisner, επεξεργάστηκε την στενή σχέση του γερμανικού εξπρεσιονιστικού κινηματογράφου, με την λογοτεχνία του γερμανικού ρομαντισμού. Άποψη που συμμερίζεται απόλυτα και ο Henri Angel, ο οποίος σημειώνει: “…Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα (εποχή εμφάνισης του ρομαντισμού), βλέπουμε να εκδηλώνεται στην Γερμανική λογοτεχνία μία ώθηση προς έναν αόρατο μυστικισμό, προς ένα είδος μαγείας, προς μία άκρατη λατρεία του συναισθήματος και του πάθους.
Οι Γερμανοί λογοτέχνες εκείνης της περιόδου (Ρίχτερ, Χόφμαν Νοβάλις) κάνουν την νύχτα ουσιαστική στιγμή της ύπαρξης, είναι η στιγμή που σκίζεται το πέπλο των φαινομένων και που μπορούμε επίσης να συμμετάσχουμε στο μυστικό του σύμπαντος. Η νύχτα είναι το βύθισμα μέσα σε μια ενότητα όπου ο άνθρωπος βγαίνοντας από την ανθρώπινη υπόστασή του, καταργεί την διαφορά ανάμεσα στο “εγώ” και στο “μη εγώ” και διαλύεται εκστατικά μέσα στο σύμπαν, μπαίνοντας έτσι σε ένα είδος μιας υπερπραγματικότητας. Η Νύχτα είναι η μητέρα του σύμπαντος, που στην αγκαλιά της μέσα βυθίζεται το ον, ώσπου να χάσει την αίσθηση του “εγώ” του και να γίνει ένα με τον κόσμο. Πιστός σ’ αυτήν την παράδοση του ρομαντισμού, ο εξπρεσιονισμός θα προσπαθήσει να βγάλει αυτό το χυμό της Νύχτας μ’ όλες του τις δυνάμεις, θ’ απωθήσει τις αξίες της Ημέρας και μάλιστα με την αισθητική του θα προσπαθήσει να τις εξαρθρώσει και να τις σπάσει. Θα προσπαθήσει να βυθιστεί στα πιο σκοτεινά σκοτάδια για να φτάσει στις πιο φωτεινές πηγές τούτης της ύπαρξης…”
Με ποιους τρόπους όμως πραγματώθηκαν αισθητικά αυτές οι ιδέες:
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι για πρώτη φορά στην ιστορία του κινηματογράφου, σκηνογράφοι, αρχιτέκτονες και ζωγράφοι καθορίζουν την καλλιτεχνική δομή μιας ταινίας. Το στυλ του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού, καθαρά εικαστικό στην αρχή, μεταβιβάστηκε στον κινηματογράφο μέσα από τα εικαστικά του στοιχεία αρχικά (το ντεκόρ και τα κοστούμια) καθιστώντας έτσι τον ντεκορατέρ βασικό συνδημιουργό της ταινίας και αργότερα να περνάει στα καθαρά κινηματογραφικά εκφραστικά στοιχεία, όπως είναι η τοποθέτηση της μηχανής λήψεως, η γωνίες της, τα μεγέθη των πλάνων, το μοντάζ και ο φωτισμός.
Μετά το “Εργαστήρι του Δρ. Καλιγκάρι” του Robert Wiene που εγκαινίασε το κίνημα του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού, ακολουθούν και άλλες σημαντικές ταινίες όπως: “Τα τρία φώτα” του Fritz Lang, το “Γκολέμ” του Paul Wegener και Carl Boese, “Ο άνθρωπος που δείχνει τις σκιές” του Friedrich Wilhelm Murnau, το αριστουργηματικό “Νοσφεράτου” επίσης του Friedrich Wilhelm Murnau, “Οι Μαθητές της Πράγας” του Henrik Galeen κ.α. Σημαντικότερος εκπρόσωπος του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού θεωρείται ο Fritz Lang και η ταινία του “Μητρόπολη” (1926), είναι ίσως η καλύτερη της Γερμανικής Εξπρεσιονιστικής σχολής.
Η επιρροή του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού στον κινηματογράφο ήταν μεγάλη. Έστρωσε κατ’ αρχήν τον δρόμο για τη γέννηση δύο κινηματογραφικών ειδών, των έργων τρόμου και φαντασίας από την μία και του γνωστού “φιλμ νουάρ” από την άλλη. Επηρέασε επίσης πολύ τον γαλλικό κινηματογράφο, που επιδόθηκε στην δημιουργία “μαύρων” αστυνομικών ταινιών κατά την δεκαετία του ’30, βασισμένων αισθητικά στον Γερμανικό Εξπρεσιονισμό.
Στην Αμερική μετανάστευσε μαζί με τον Γερμανό σκηνοθέτη Josef von Sternberg, μαζί με την μούσα του Marlene Dietrich για να στηρίξει αισθητικά τις γκανγκστερικές ταινίες που έγιναν της μόδας στην Αμερική.
A tribute to Josef von Sternberg, One of the greatest American directors that mostly remembered as the one who “found” the great Marlene Dietrich. His brilliant technique in Lighting and strange composition in his glamour production design make him one of most unique characters in the history of film-making.
Εν τέλει κάθε ταινία της εποχής (αλλά και των δικών μας ημερών) που χρησιμοποιεί το έντονο κοντράστ (ακραίες αντιθέσεις φωτός – σκιάς μέσα στην ίδια εικόνα), οφείλει την αισθητική του στον εξπρεσιονισμό, αφού αυτός για πρώτη φορά μεταχειρίστηκε αυτό το ακραίο είδος φωτισμού, στην ιστορία του κινηματογράφου.