Δείτε το επεισόδιο που ακολουθεί:
Τα πρώτα χρόνια του ελισαβετιανού θεάτρου, τα θεάματα είχαν έναν ομοιογενή χαρακτήρα: οι ίδιοι θίασοι παρουσίαζαν τα ίδια έργα στην Αυλή και τους αριστοκράτες, καθώς επίσης στα δήμοσια θέατρα και τον απλό λαό. Στην συνέχεια όμως, οι συγγραφείς άρχισαν να επικεντρώνονται σε έργα γραμμένα περισσότερο για τις ανώτερες τάξεις και τα ιδιωτικά θέατρα που χτίστηκαν αργότερα και τα δημόσια θέατρα, που δεν είχαν πια να παρουσιάσουν φρέσκα έργα, ανέβαζαν κυρίως παλαιότερες επιτυχίες. Οι περισσότεροι θεατρικοί συγγραφείς προέρχονταν από τα μεσαία στρώματα και δεν ταιριάζουν ακριβώς στην εικόνα του λόγιου ή του διανοούμενου, όπως την έχουμε σήμερα στο μυαλό μας, παρά το γεγονός ότι κάποιοι εξ αυτών σπούδασαν είτε στο Cambridge είτε στην Οξφόρδη.
Το επάγγελμα του θεατρικού συγγραφέα ήταν κακοπληρωμένο. Αν και οι συγγραφείς ελάμβαναν μικρά τακτικά ποσά κατά την διάρκεια της εργασίας τους πριν την παράδοση του έργου, -που αποτελούσε πάντοτε παραγγελία ενός θιάσου-, μετά την ολοκλήρωση του έργου λάμβαναν ένα ποσό μόνο στην πρεμιέρα. Οι θίασοι που ανέβαζαν τα έργα συνήθως βρίσκονταν υπό την προστασία κάποιου πλούσιου χορηγού, που λειτουργούσε ως προστάτης και συχνά τροφοδοτούσε και τα βεστιάρια των θιάσων με πλούσια και φαντασμαγορικά κοστούμια από την προσωπική του συλλογή.
Το ελισαβετιανό θέατρο εμφανίζεται κατά τα μέσα του 16ου αιώνα. Συνδυάζει δύο είδη που εμφανίστηκαν κατά την Αναγέννηση: το λόγιο και το λαϊκό θέατρο. Το λόγιο (ουμανιστικό) θέατρο αποτελεί ανάγνωση αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής δραματουργίας ή και συγγραφή θεατρικών έργων στα λατινικά, που μιμείται την αρχαία δραματουργία και παρουσιάζεται σε ηγεμονικές αυλές ή παιδαγωγικά ιδρύματα. Το λαϊκό θέατρο περιλαμβάνει τη φάρσα, τα μυστήρια με ιστορίες από τη Βίβλο και τις ηθολογίες με ηθικο-διδακτικό χαρακτήρα. Οι παραστάσεις του γίνονται αυτοσχεδιαστικά, από οργανωμένες αδελφότητες ηθοποιών και από κείμενα που παραμένουν ανώνυμα, συνήθως σε πλαίσια αυλών ή δημόσιων γιορτών. Κατά τα μέσα του 15ου αιώνα, τα είδη του λαϊκού θεάτρου παρακμάζουν καθώς η θρησκευτικότητα υποχωρεί και το ενδιαφέρον στην μοναρχική πλέον Ευρώπη στρέφεται σε έργα βασισμένα σε πιο κλασικά πρότυπα. Το θέατρο αρχίζει να μεταμορφώνεται, όχι μόνο με την παρουσίαση άλλου είδους έργων, όπως η διδακτική σάτιρα και το ερωτικό ρομάντσο, αλλά και ως χώρος καθώς η ‘ιταλική σκηνή’, από τα θέατρα της Ιταλίας διαδίδεται στην Ευρώπη και εισάγει ζωγραφιστά σκηνικά, υπερυψωμένη πλατφόρμα για σκηνή και αψιδωτά προσκήνια. Ο λόγος παραμένει έμμετρος αν και παρεμβάλλεται και πεζός λόγος, κυρίως για χαρακτήρες που δεν έχουν τραγικό ύφος ή υψηλή κοινωνική θέση. Το θέατρο όμως γενικότερα, δεν τυγχάνει ακόμα σεβασμού, οπότε η αποδοχή και στήριξη του θιάσου από κάποιον ευγενή κρίνεται απαραίτητη για την αποδοχή του. Η Ελισάβετ αναδεικνύεται σε μεγάλη υποστηρίκτρια του αγγλικού θεάτρου. Στην αυλή της δίνονται συχνά παραστάσεις.
Η έντονη επαφή Ιταλίας και Αγγλίας προσδίδει στο ελισαβετιανό θέατρο αρκετά στοιχεία από την σύγχρονη της, ιταλική, κομέντια ντελ Άρτε (16ος-18ος αι.). Αυτοσχεδιαστικός, συνήθως κωμικός, διάλογος από επαγγελματίες ηθοποιούς, που αναπαριστά τα ήθη της εποχής. Όμως επίκεντρο στην κομέντια ντελ Άρτε παραμένει ο ηθοποιός. Αντίθετα στο ελισαβετιανό θέατρο, ο συγγραφέας έρχεται, με τον Σαίξπηρ, στο προσκήνιο. Γυναίκες ηθοποιοί δεν υπάρχουν, αλλά η σκηνή είναι και εδώ σύμφωνη με το πρότυπο της ιταλικής σκηνής. Τα πρώτα θεατρικά κτίρια αποτελούν σημαντική καινοτομία του ελισαβετιανού θεάτρου. Το 1576 χτίζεται στο Λονδίνο το πρώτο θέατρο, το The Theater, το οποίο χτίστηκε εκτός των ορίων της πόλεως, καθώς η ιδέα ενός θεάτρου ξένιζε ακόμα. Ωστόσο πολύ σύντομα κτίστηκαν παρόμοια θέατρα και σε άλλες πόλεις.
Το ελισαβετιανό θέατρο παρουσιάζει διάφορα είδη: ιστορικό δράμα, ρομάντσο, κωμωδία αλλά και την ιδιαίτερη τραγωδία εκδίκησης, ένα ιστορικό δράμα με μεγάλη ένταση και τιτάνιες συγκρούσεις και σημαντικότερους εκπροσώπους της τον Κρίστοφερ Μάρλοου (1564-1593) και τον κορυφαίο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616). Στα έργα του Άγγλου δραματουργού, με τον οποίο το ελισαβετιανό θέατρο γνωρίζει την κορύφωσή του, εμφανίζονται και πολλά στοιχεία από το ρεύμα του μπαρόκ. Το θέατρο αποκτά συνείδηση της σημασίας του και την ενσωματώνει σε θεατρικά έργα. Γίνεται δηλαδή λόγος για το θέατρο μέσα στο θέατρο. Η τραγωδία και η κωμωδία, είδη που παρέμεναν μέχρι τότε διακριτά, αρχίζουν να συνδυάζονται, καθώς, όπως και στη ζωή, το κωμικό δεν υπάρχει ξέχωρα από το τραγικό. Το θεατρικό ύφος χάνει τον στόμφο της αρχαίας τραγωδίας και το άτομο απομακρύνεται από την εξιδανικευμένη του εικόνα. Η ρευστότητα, η αλλαγή, οι μεταμφιέσεις ή οι μεταμορφώσεις, υπογραμμίζουν την αστάθεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Η υπερβολή και ο πλούτος στη φαντασία, προσφέρουν νέους τρόπους πρόσληψης της πραγματικότητας, ενώ η πολυπλοκότητα των θεμάτων και οι χωρικές εναλλαγές, αναπαριστούν τον νέο, πολυποίκιλο κόσμο και δίνουν νέα πνοή στο θέατρο, – τουλάχιστον μέχρι τον 17ο αιώνα, οπότε θα αναμετρηθούν με την αρμονία και την ισορροπία που θα έρθει να επιβάλλει ο κλασικισμός.
[1] Βάρσος Γιώργος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Α´, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σ. 308.
[1] Βάρσος Γιώργος , ό.π., σ. 221.
[1] Χάρτνολ Φύλλις, Ιστορία του Θεάτρου, Υποδομή, Αθήνα, 1980, σ. 58-61.
[1] Βάρσος Γιώργος , ό.π., σ. 308.:
[1] Στο ίδιο, σ. 314.
[1] Χάρτνολ Φύλλις, ό.π. σ. 82.
[1] Βάρσος Γιώργος , ό.π., σ. 314.
[1] Μπαρόκ ονομάζεται το καλλιτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε στην Ιταλία στα τέλη του 16ου αιώνα και κάνει χρήση έντονων στοιχείων με σκοπό τον εντυπωσιασμό.
[1] Βάρσος Γιώργος , ό.π., σ. 253-255.
ΠΗΓΕΣ: Emmy Mestropian