Τις πρώτες μέρες δεν κατάλαβε τίποτα. Ένιωθε ξεκούραστη και αναζωογονημένη αλλά το απέδωσε στο ότι πλέον μπορούσε να κοιμηθεί όσο ήθελε. Όσο περνούσαν οι μέρες, αισθανόταν όλο και καλύτερα. Δεν ήταν συνηθισμένη σε κάτι τέτοιο.
Ένα πρωί, αφού είχε ανοίξει όλες τις μπαλκονόπορτες για να μπει ήλιος και έκανε την καθημερινή της βόλτα από το σαλόνι μέχρι την κουζίνα, την έπιασε φαγούρα στο αριστερό της χέρι. Στον γυρισμό, την έπιασε φαγούρα και στο δεξί της πόδι.
Το απέδωσε σε κάποια αλλεργία και δεν έδωσε σημασία. Την επόμενη μέρα, ενώ έπινε καφέ όρθια μπροστά από το παράθυρο, έπιασε ασυναίσθητα τον αριστερό της καρπό και είδε ότι είχε φυτρώσει ένα μικρό κλαδάκι. Δεν της φάνηκε περίεργο. Μέχρι το βράδυ, το κλαδάκι είχε μεγαλώσει κι άλλο και μέχρι το επόμενο πρωί είχαν φυτρώσει φυλλαράκια πάνω του.
Αισθανόταν όμορφα και ήρεμα και περίμενε ανυπόμονα κάθε μέρα που περνούσε να δει πού θα πήγαινε όλο αυτό. Σε δύο μέρες είχε φυτρώσει και από το δεξί της χέρι κλαδί με φύλλα, σε μια βδομάδα είχαν φυτρώσει και τα πόδια της.
Ένα βράδυ, έπεσε για ύπνο με μια φαγούρα στην κοιλιά της.
Όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί, είδε ότι από την κοιλιά της είχε φυτρώσει μια μικρή τριανταφυλλιά. Κλείδωσε το διαμέρισμά της και βγήκε έξω στον δρόμο. Περπάτησε αρκετά και δεν συνάντησε κανέναν στη διαδρομή. Έφτασε σε ένα πάρκο. Ξάπλωσε δίπλα από μια νεραντζιά, έκλεισε τα μάτια της και περίμενε την ανοιξιάτικη βροχή να κάνει τη δουλειά της.
#Διήγημα