Αοριστία.
Την επιδιώκω.
Δεν ανήκω.
Ούτε εδώ, ούτε εκεί, ούτε παραπέρα.
Κι ας ανήκω σε όλους.
Κι ας ανήκω παντού.
Περπατώ σε ευθεία πορεία
Δαχτυλογραφώντας στίχους
Απ’ άκρη σ’ άκρη του μυαλού.
Ζωγραφίζω ουρανούς -γαλανούς-
Κολυμπάω μέσα τους
Κάνω κουπί με τα μικρά δαχτυλάκια των ποδιών.
Αναπνέω θαλασσινό νερό
Με καίει
Γουλιά και ξυραφιά
Μου πετσοκόβει τον οισοφάγο
Γουλιά και βαθύτερα.
Χορεύω
Λικνίζω το κορμί μου
Έχοντας πάντα σε κάθε χέρι
Από έναν τσιμεντόλιθο.
Και οι μύες των χεριών μου
Φουσκώνουν, κοκκινίζουν κι ύστερα εκρήγνυνται.
Μιλώ για ασφάλεια
Και νιώθω σαν φελλός
Κακοανοιγμένος, μισοσκισμένος
Να επιπλέω
Σ’ ένα περιβάλλον αιματοβαμμένο, πνιγηρό
Εξαϋλώνομαι, καταπίνομαι.
Μιλώ για θάνατο
Και σκέφτομαι
Ένα λευκό ολοστρόγγυλο βότσαλο
Κάπου δίπλα στη θάλασσα.
Ένα αμίλητο λευκό βότσαλο.
Καταλαβαίνεις (;)
Αοριστία, ναι.
Δεν γράφω ποιήματα.
Όχι.
Μόνο άρρυθμες σκέψεις
Σε τσαλακωμένες σελίδες.
Δεν επέλεξα τίποτα.
Από ανάγκη κι από φόβο
Όλα
Γι’ αυτό μπορώ και μιλώ τώρα.
Επιδιώκω τη λατρευτή αοριστία.
Σ’ ένα μέλλον ορισμένο, καθορισμένο, προκαθορισμένο.
Μιλούν πολλοί για τον έρωτα.
Κι εγώ θυμάμαι -μόνο- δυο κλαδιά μιας ελιάς.
Τυχαίας ελιάς.
Μπλεγμένα, κουλουριασμένα
Το ένα μέσα στο άλλο.
Καλοκαίρι προς Φθινόπωρο ήταν θυμάμαι.
Είχε ανθίσει -ανάμεσά τους-
Ένας μαύρος, χοντρός και σκληρός καρπός.
Κι ύστερα
Ο καρπός κόπηκε βίαια
Μόνος του (;)
Κείτονταν κάτω
Σε μια απ’ αυτές τις τρυπητές φυλακές.
Κι έτρεξε γρήγορα κάποιος
Και τον μάζεψε
Διατάζοντας
Να περάσει γρήγορα απ’ τη μηχανή πολτοποίησης.
Ακούς;
Πολτός.
Φάρμακο λένε βγάζει
Το μαύρο διαμάντι που βλέπεις
Μα εγώ λέω πως βγάζει φαρμάκι.
Και η διαφωνία είναι αναπόφευκτη
Μα συμβιβασμούς δεν κάνω.
Όχι πια.
Μια νύχτα μένει μόνο
Κι ύστερα όλοι ξένοι
Ποιο καταφύγιο
Και ποιος παραδεισένιος έρωτας (;)
#Ποίηση
1 Comment
Μπράβο Λεωνίδα ,πολύ ωραία έκφραση τις σκέψεις σου , συνέχισε να γράφεις , και εμείς θα διαβάζουμε .