Το σκυλί ήταν φοβισμένο. Ένιωθε τον φόβο, το κακό που προμηνύεται. Δεν έκανε λάθος. Η πρώτη σφαίρα ήταν αδέσποτη. Τα θύματα ήταν δύο, όλως παραδόξως, και το κάθε ένα ήταν από την αντίπαλη πλευρά του άλλου. Μια αψιμαχία τους στην μέση του δρόμου απέβη μοιραία. Οι διαπληκτισμοί τους, που ξέσπασαν μέσα στα άγρια χαράματα, έλαβαν τραγικά τέλος από μια αδέσποτη σφαίρα που χτύπησε καίρια τις καρδιές των θυμάτων αντιστοίχως. Δυο γεροδεμένοι νέοι χαμηλού σχετικά αναστήματος που η θανατηφόρα, όπως αποδείχθηκε, υψομετρική αντιστοιχία χάρισε μια ισορροπημένη θανατική καταδίκη.
Ο πυροβολισμός τρόμαξε το σκυλί και έφερε ταυτόχρονα την σιωπή, στην γειτονιά που πριν είχε ξεσηκωθεί από τις φωνές και την λογομαχία των δύο. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν μια θεία δίκη, αλλά τα τραγικά τετελεσμένα δεν άφηναν περιθώριο για συμπεράσματα κυρίως με το τι έμελλε να ακολουθήσει. Το άκουσμα της τραγικής είδησης σκόρπισε την αναστάτωση αλλά και την δυσφορία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Ήταν μια αδέσποτη σφαίρα; Ή κάτι άλλο; Κάποιος τρίτος ίσως; Κάποιος τέταρτος που συμμάχησε με τον τρίτο; Ή μήπως η έννομη τάξη ήταν υπεύθυνη για το διπλό αιματοκύλισμα, παράμετρος που η επιρρεπείς διαφθορά της έκανε το ζήτημα όλο και πιο πολύπλοκο; Η κατάσταση ήταν δύσκολη και δεν μπορούσαν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, μόνο ανασφαλή αισθήματα κατέκλυσαν όλη την χώρα.
Το διπλό φονικό μονοπώλησε όπως ήταν αναμενόμενο τους τίτλους των εφημερίδων, των ραδιοφώνων καθώς και των τηλεοπτικών ειδήσεων. Αποσβολωμένοι οι αναγνώστες, οι ακροατές και οι θεατές κυριεύτηκαν από την αμηχανία που έφερε η πληροφορία για τους πρώτους θανάτους αυτής της επικίνδυνης διαμάχης. Ήταν γνωστή η αντιπαλότητα, οι διαφορές, το μίσος ανάμεσά στα δύο στρατόπεδα, αν θέλουμε να τα ορίσουμε με στρατιωτικούς όρους, αλλά υπήρχε πάντα η ελπίδα για την εξίσου γνωστή, φιλία, ομοιότητες ακόμα και αγάπη ανάμεσα στις δύο πλευρές. Η ισορροπία μεταξύ τους, τον τελευταίο καιρό, έμοιαζε να ακροβατεί επικίνδυνα και το περιστατικό αυτό, δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα παραπάτημα. Αυτό που όλοι ήξεραν, και κάποιοι έμοιαζαν να ανησυχούν αλλά και κάποιοι να ελπίζουν για αυτό, είναι η πτώση που θα ακολουθούσε.
Όταν το επόμενο σούρουπο είχε πέσει για τα καλά, οι γειτονιές γέμισαν μυρωδιές από τις φρεσκοποτισμένες γλάστρες. Οι νοικοκυρές δρόσισαν τα διψασμένα άνθη απ’ την καυτή ζέστη του καλοκαιριού και πιστές στην καθημερινή τους συνήθεια ράντισαν τους σκονισμένους δρόμους. Η γη μύριζε χώμα, αλλά και θάνατο… Αυτή η ευχάριστη καθημερινή δραστηριότητα σήμερα καταλήφθηκε από ένα πέπλο σιωπής, μια αμηχανία επικοινωνίας ανάμεσα στις γειτόνισσες. Να κινδύνευαν ίσως; Να κινδύνευε ο γιος τους από το γιο μιας άλλης μάνας; Μάτια έμεναν κατεβασμένα και στόματα κλειστά. Μόνο τα αυτιά έμεναν ανοιχτά και διαθέσιμα να ακούσουν μια κουβέντα, αλλά και για να αφουγκραστούν, ποιος ξέρει τι, ίσως και τον κίνδυνο που ερχόταν από άλλη μια αδέσποτη σφαίρα. Πριν να πέσει κιόλας το βράδυ, οι γειτονιές άδειασαν, πόρτες έκλεισαν και τα παράθυρα σφραγίστηκαν.
Στα καφενεία, οι τράπουλες αφημένες σαν μνήματα πάνω στο πράσινο γρασίδι της ταλαιπωρημένης τσόχας και η αλλοτινή φασαρία μετατράπηκε σε ένα βουητό ψιθύρων. Η είδηση του διπλού φονικού μονοπωλούσε των ψιθύρων ανάμεσα στους θαμώνες. Ένα σύννεφο καπνού από τα νευρικά τσιγάρα σκέπασε όλο το καφενείο που γέννησε ο προβληματισμός και η ανησυχία. Αυτό να ήταν μόνο η αρχή; Ή ένα τραγικό αλλά ευτυχές φινάλε; Ήταν μια προσωπική διαφορά; Ή η αναμενόμενη εξέλιξη της παράνοιας των δύο πλευρών όπως την είχαν τροχοδρομήσει οι αρχηγοί τους; Είχαν μήπως δώσει ραντεβού θανάτου ή κάποιος άλλος να κρυβόταν πίσω από το αιματηρό περιστατικό; Άραγε να του την είχαν στημένη του ενός και να πήγε το σχέδιο στραβά; Να μην υπολόγισαν τις συνθήκες; Να ήταν ένα μοιραίο λάθος τελευταίας στιγμής; Ποιος να έφταιξε; Εκείνοι ή ο άλλοι; Ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση; Ποιοι πραγματικά ήταν εκείνοι και ποιοι οι άλλοι;
Τα ερωτήματα δεν είχαν τελειωμό και η ανασφάλεια που είχε κυριέψει ολόκληρη την χώρα γεννούσε ακόμα περισσότερα. Οι θαμώνες άρχισαν να αμφισβητούν τους πάντες γύρω τους, τους γνωστούς, τους φίλους ακόμα και τους αδελφούς. Άραγε αυτός που μόλις μου άναψε το τσιγάρο να είναι με τους άλλους; Άραγε αυτός που μόλις τώρα με κέρασε είχε σκοπό να με κρατήσει λίγο ακόμα μέχρι να έρθουν εκείνοι; Ποιος να τράβηξε, άραγε, την σκανδάλη της σφαίρας που τελικά δεν ήταν και τόσο αδέσποτη; Το καφενείο σύντομα άδειασε, όπως και οι δρόμοι.
Η νύχτα έπεσε. Η σιωπή περηφανευόταν για την επικράτησή της, μα τα ουρλιαχτά κάποιων σκυλιών αποδείκνυαν το έκρυθμο της κατάστασης. Οι δύο πλευρές διψασμένες για εκδίκηση είχαν ήδη αρχίσει τις προετοιμασίες. Τίποτα δεν θα μπορούσε να σταματήσει το κακό που ερχόταν. Το χάραμα έφτασε, κανείς όμως δεν ξύπνησε από των κοκοριών το λάλημα. Η χώρα ήταν άγρυπνη, φοβισμένη, αλλά και μοιρασμένη, αναμένοντας ανήμπορη το αναπόφευκτο.
Ένα αδέσποτο κλαίει μα κανείς δεν ξέρει σε ποιον ανήκει. Σίγουρα σε εκείνους ή στους άλλους. Κανείς δεν νοιάζεται. Τώρα υπάρχει ο κίνδυνος, τώρα υπάρχει ο εχθρός. Έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Το αδέσποτο χώθηκε κάτω από μια λεμονιά, ελπίζοντας με το ένστικτό του να γλυτώσει. Το κακό κράτησε μέρες και άλλες τόσες νύχτες. Μπαρούτι και θάνατο μύριζε ο τόπος. Εκείνοι και οι άλλοι αντάλλαζαν τις ζωές τους, μα μόνο ο χάρος κέρδιζε.
Τα καφενεία έμειναν κλειστά. Οι γλάστρες ξέραναν. Σκόρπιοι, αραιοί πυροβολισμοί έστελναν το ελπιδοφόρο μήνυμα για το τέλος επιτέλους της μάχης. Ελπίδα που σκοτωνόταν με κάθε επόμενη σφαίρα. Άραγε να τέλειωνε το κακό όταν θα τέλειωναν οι σφαίρες ή όταν θα τέλειωναν εκείνοι ή οι άλλοι; Το αδέσποτο σταμάτησε να κλαίει. Το ένστικτό του για επιβίωση το εξανάγκασε να σωπάσει, να μην τραβάει την προσοχή ούτε εκείνων, ούτε των άλλων.
Η τελική μάχη θα εξελισσόταν με ένα μοναδικό στόχο την πλήρη εξολόθρευση του ενός από τον άλλον. Ακολούθησαν άλλοι τρεις και ένας ακόμα πυροβολισμός. Οι σφαίρες είχαν βαρεθεί να πηγαινοέρχονται άσκοπα. Εκείνοι είχαν σχεδόν σκοτωθεί και λιγοστοί άλλοι είχαν γλυτώσει. Μια σιωπή απλώθηκε παντού. Μια σιωπή που καμιά ήττα αλλά και μια νίκη δεν προσδοκάει να την υιοθετήσει, αφού οι απώλειες ήταν τεράστιες εκατέρωθεν. Οι πυροβολισμοί είχαν κοπάσει. Τώρα τίποτα δεν ακουγόταν. Ούτε το αδέσποτο που είχε κρυφτεί σιωπηλό, ούτε ουρλιαχτά τραυματιών, ούτε κραυγές για βοήθεια. Ο θάνατος είχε επικρατήσει βουβά. Ξαφνικά, ένας επικρουστήρας επιτυγχάνει μια τελευταία έκρηξη και η βολίδα ξεκινά την θανατηφόρα πτήση της από την θαλάμη στην κάνη και μετά διασχίζει το κενό ψάχνοντας ένα στόχο. Το αδέσποτο κούρνιασε, δίπλα στο κορμό της λεμονιάς. Τώρα το αδέσποτο δεν σαλεύει, από μια σφαίρα αδέσποτη.
#Διήγημα