ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ

Collateral Monologs-001
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ – ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΘΕΑΤΡΟΥ: Α’ ΜΕΡΟΣ #001
11 Νοεμβρίου, 2019
Σχετικώς με τις Τέχνες - Επεισόδιο 3
ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ | #003
12 Νοεμβρίου, 2019

ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ

Γιάννης Ρίτσος - Yiannis Ritsos - Ποιητής

Τεράστιο σε ποσότητα και πολύ σημαντικό σε ποιότητα είναι το έργο του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους της νεότερης ελληνικής ποίησης.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ᾿ άγρια γένια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα

ΜΙΑ ΖΩΗ ΜΕ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΣ:

Γιάννης Ρίτσος - Yiannis Ritsos - Ποιητής

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την πρωτομαγιά του 1909. Ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του μεγαλοκτηματία Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας Βουζουναρά. Τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια του ήταν η Νίνα (1898-1970), ο Μίμης (1899-1921) και η Λούλα (1908- 1995).

Το 1919 αποφοίτησε από το Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς και το 1921 γράφτηκε στο Γυμνάσιο του Γυθείου. Την ίδια χρονιά πέθαναν ο αδερφός του Μίμης και η μητέρα του Ελευθερία, και οι δύο από φυματίωση. Το 1924 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων» με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Όραμα».

Το 1925 ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γύθειο και έφυγε με την αδερφή του Λούλα για την Αθήνα. Είχε προηγηθεί η οικονομική καταστροφή του πατέρα του κι έτσι ο ποιητής αναγκάστηκε να εργαστεί για τα προς το ζην, αρχικά ως δακτυλογράφος και στη συνέχεια ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα. Το 1926 προσβλήθηκε και ο ίδιος από φυματίωση και επέστρεψε στη Μονεμβασιά ως το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, οπότε γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς να μπορέσει ποτέ να φοιτήσει. Συνέχισε να εργάζεται ως βοηθός βιβλιοθηκαρίου και γραφέας στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας.
Τον Ιανουάριο του 1927 νοσηλεύτηκε στην κλινική Παπαδημητρίου και τον επόμενο μήνα στο σανατόριο «Σωτηρία», όπου έμεινε τελικά για τρία χρόνια. Στη «Σωτηρία» ο Ρίτσος γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη και με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής του, ενώ παράλληλα έγραψε κάποια ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της Εγκυκλοπαίδειας «Πυρσός». Από το φθινόπωρο του 1930 και για ένα χρόνο έζησε στα Χανιά, αρχικά στο φθισιατρείο της Καψαλώνας και μετά από προσωπική του καταγγελία των άθλιων συνθηκών ζωής που επικρατούσαν εκεί σε τοπική εφημερίδα, μεταφέρθηκε μαζί με όλους τους τρόφιμους στο σανατόριο Άγιος Ιωάννης.

Τον Οκτώβριο του 1931 επέστρεψε στην Αθήνα κι ανέλαβε τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης. Εκεί σκηνοθέτησε και συμμετείχε σε παραστάσεις. Η υγεία του βελτιώθηκε σταδιακά, το ίδιο και τα οικονομικά του με τη βοήθεια της αδερφής του Λούλας, που είχε στο μεταξύ παντρευτεί και φύγει για την Αμερική. Τον επόμενο χρόνο, ο πατέρας του μπήκε στο Ψυχιατρείο στο Δαφνί (όπου πέθανε το 1938) και πέντε χρόνια αργότερα τον ακολούθησε η Λούλα, η οποία πήρε εξιτήριο το 1939.

Το 1933 συνεργάστηκε με το αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι» και για τέσσερα χρόνια ως ηθοποιός με τους θιάσους Ζωζώς Νταλμάς, Ριτσιάρδη, Παπαϊωάννου και Μακέδου. Το 1934 άρχισε να αρθρογραφεί από τις στήλες του Ριζοσπάστη κι εξέδωσε την πρώτη του συλλογή με τίτλο «Τρακτέρ» με το ψευδώνυμο Σοστίρ (αναγραμματισμό του επιθέτου του). Τον ίδιο χρόνο έγινε μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Το 1935 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Πυραμίδες» και προσλαμβάνεται ως επιμελητής κειμένων στις εκδόσεις «Γκοβόστη».

Στις 9 Μαΐου 1936 γίνονται στη Θεσσαλονίκη αιματηρές ταραχές, κατά τη διάρκεια της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας. Την επομένη, ο Ρίτσος βλέπει στο «Ριζοσπάστη» τη φωτογραφία μιας μάνας να θρηνεί το νεκρό παιδί της και παίρνει αφορμή για να γράψει ένα από πιο δημοφιλή ποίηματά του, τον «Επιτάφιο», που εκδίδεται σε 10.000 αντίτυπα. Με τη δικτατορία Μεταξά (1936-1940) τα τελευταία 250 καίγονται στους στύλους του Ολυμπίου Διός.

Το 1937 νοσηλεύτηκε στο σανατόριο της Πάρνηθας και τον ίδιο χρόνο, συγκλονισμένος από την αρρώστια της πολυαγαπημένης του αδελφής Λούλας, γράφει την ποιητική σύνθεση «Το τραγούδι της αδελφής μου», ένα από τα ωραιότερα λυρικά της νεοελληνικής ποίησης.

Το 1938 κυκλοφορεί η «Εαρινή Συμφωνία» και προσλαμβάνεται στο Εθνικό Θέατρο. Δύο χρόνια αργότερα, εκδίδει την «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» και προσλαμβάνεται ως χορευτής στη Λυρική Σκηνή.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες το 1942. Μετά την ήττα του ΕΛΑΣ στα «Δεκεμβριανά» ακολούθησε τις δυνάμεις του στη σύμπτυξη. Περνά από τη Λαμία, όπου συναντά τον Άρη Βελουχιώτη και φθάνει μέχρι την Κοζάνη, όπου ανεβάστηκε το θεατρικό του «Η Αθήνα στ’ άρματα». Το 1945 γράφει τη «Ρωμιοσύνη», ένα ακόμη δημοφιλές ποίημά του, που το μελοποίησε το 1966 ο Μίκης Θεοδωράκης.

Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου εξορίστηκε λόγω της αριστερής δράσης του στο Κοντοπούλι της Λήμνου (1948), στη Μακρόνησο (1949) και στον Άγιο Ευστράτιο (1950-1951). Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Έρη (1955). Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων και την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Όταν το διάβασε ο σπουδαίος γάλλος ποιητής και συγγραφέας Λουί Αραγκόν (1897-1982) αισθάνθηκε «το βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυΐας» και αποφάνθηκε πως ο δημιουργός του είναι «ο μεγαλύτερος από τους ποιητές του καιρού μας που βρίσκονται στη ζωή».

Γιάννης Ρίτσος - Yiannis Ritsos - Ποιητής

Το 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε τον «Επιτάφιο» και σηματοδότησε την περίοδο της διάδοσης της μεγάλης ποίησης στο πλατύ κοινό. Το 1962 ο Ρίτσος επισκέφθηκε τη Ρουμανία και συναντήθηκε με το Ναζίμ Χικμέτ, του οποίου μετέφρασε ποίηματα στα ελληνικά. Κατόπιν πήγε στην Τσεχία και τη Σλοβακία, όπου ολοκλήρωσε την Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών, την Ουγγαρία και τη Λ. Δ. της Γερμανίας. Το 1964 συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές με την ΕΔΑ.

Όταν ξέσπασε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, οι φίλοι του τον ειδοποίησαν να κρυφτεί, εκείνος όμως δεν έφυγε από το σπίτι του. Τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Στα τέλη Απριλίου μεταφέρθηκε στη Γυάρο και αργότερα στο Παρθένι της Λέρου. Το 1968 νοσηλεύθηκε στον «Άγιο Σάββα» και στη συνέχεια τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του στο Καρλόβασι της Σάμου. Το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα, μετά όμως από άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς του Παπαδόπουλου εξορίστηκε εκ νέου στη Σάμο ως το τέλος του χρόνου που μπήκε για εγχείρηση στη Γενική Κλινική Αθηνών. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

Μετά την πτώση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση έζησε κυρίως στην Αθήνα, όπου συνέχισε να γράφει με πυρετώδεις ρυθμούς. Το 1975 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τιμήθηκε με το μεγάλο γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινί». Τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» στη Μόσχα. Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια αναγορεύσεις του σε διάφορα ξένα πανεπιστήμια: Μπίρμιγχαμ (1978), Καρλ Μαρξ της Λειψίας (1984) και Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1987). Το 1986 του απονεμήθηκε το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ:

Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου επηρεάστηκε τόσο από τα βιώματά του, όσο και από τις κοινωνικές αναταραχές της χώρας. Μέσα στα ποιήματά του έχει βιώματα που αντλήθηκαν από τον Εμφύλιο Πόλεμο, τις εξορίες που υπέστη και από κάθε κοινωνικό, μικρό ή μεγάλο, έναυσμα που το δόθηκε, όπως για παράδειγμα το ποίημα του ο Επιτάφιος. Ο Ρίτσος μέσα στα ποιήματά του γίνεται άλλοτε ερωτικός κι άλλοτε βαθιά υπαρξιακός. Η Χρύσα Προκοπάκη αναφέρει: «Αν κάποιος θα ήθελε να διαβάσει την ιστορία του περασμένου αιώνα, θα την έβρισκε ακέραια στην ποίηση του Ρίτσου».

Ο Ρίτσος έδωσε την πρώτη του παρουσία στα γράμματα το 1924 με το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα», στο περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων». Η παρουσία αυτή άρχισε επίσημα το 1930 και τελείωσε με τον θάνατο του ποιητή, αφού δημιουργούσε μέχρι και το τέλος του.

Μητέρα Ποίηση, δέξου με• το σώμα μου σταυρός
και πάνω του καρφώσανε τη ζωή μου Ναζωραίο•
σε ανάξιους εμοιράστηκε ο δικός μου θησαυρός
κι έχω το φτύσμα ταπεινών στο πρόσωπο το ωραίο

— Τρακτέρ (απόσπασμα από το Διέξοδος)

1930 – 1935: Τα πρώτα βήματα:

Από το 1930 έως το 1935-36, ουσιαστικά, ήταν μια περίοδος προετοιμασίας και προεργασίας για τον ποιητή. Ο νεαρός τότε ποιητής, Γιάννης Ρίτσος εμφανίζεται επίσημα στα γράμματα με δύο ποιητικές συλλογές. Στο εναρκτήριο ποίημα των Τρακτέρ (1930-34), όπως και σε πολλά άλλα της συλλογής αυτής και της Πυραμίδες (1930-35). Ο Ρίτσος στις πρώτες του αυτές συλλογές, αναζητά τη λύτρωση, την παραμυθία και την αναγνώριση. Γράφει σε ένα ποιήματα του: «Απ’ την πληγή μου κοίταξα του κόσμου την πληγή». Ο προσωπικός πόνος, εδώ, γενικεύεται. Γίνεται καταγγελία. Γίνεται απόρριψη της κοινωνικής συνθήκης.
Άλλες φορές οργίζεται, στηλιτεύει, και με αιφνίδιες αντιστροφές εκτινάσσεται στα ύψη, άλλοτε αγέρωχος κι άλλοτε υπεροπτικός:

Μα όταν εσείς, ω τύραννοι κι άναντροι κ ευτελείς,
δε θάστε μήτε σκιά καπνού στης Ιστορίας τα χάη,
εγώ στη μνήμη των Καιρών θάμαι η λαμπρή σελίς
και στ’ όνομά μου ο αιώνας μας ακέριος θ’ αντηχάει.

Κι άλλες φορές γίνεται λυρικός, σατιρικός, σαρκαστικός. Οι αυτοσαρκαστικές του αναφορές τον φέρνουν πιο κοντά στο Καρυωτάκη, ενώ στα ποιήματά του ανιχνεύεται και ο Κώστας Βάρναλης. Κριτικοί της εποχής βρίσκουν μέσα στα ποιήματά του, επιρροές και από Τάκη Μπάρλα ή και Ορέστη Λάσκο. Βεβαίως, για τον Κώστα Βάρναλη, θα παραδεχτεί κι ο ίδιος, ο Ρίτσος, τις επιρροές που έχει από αυτόν, ειδικότερα, από το Το Φως που καίει (1922). Ωστόσο, ο καρυωτακισμός του Ρίτσου συνίσταται σε έναν διαρκή επίπονο διάλογο μαζί του.[64] «Οι δύο πρώτες συλλογές του, αναδρομικά κοιταγμένες, μας πείθουν πως ο Καρυωτάκης δεν ήταν ένα σπαραχτικό αδιέξοδο για την παραδοσιακή ποίηση, αλλά μια ηρωική αφετηρία για νεότερη», όπως επισημαίνει ο Γ.Π. Σαββίδης.

Γιάννης Ρίτσος - Yiannis Ritsos - Ποιητής

Από την άλλη, ποιήματα όπως: Στο Χριστό, Στο Μαρξ, ΕΣΣΔ, Γερμανία, που βρίσκονται στη συλλογή Τρακτέρ, εμπεριέχουν μια πιο εξωστρεφή τάση, και με τη φουτουριστική, μαγιακοφσκική προβολή, προϊδεάζουν και σηματοδοτούν τους νέους προσανατολισμούς του ποιητή. Οι επιδράσεις των Κωστή Παλαμά και Άγγελο Σικελιανό είναι εμφανείς, ωστόσο, και στις δύο συλλογές.
1935 – 1942: λυρισμός:

Αρχής γενομένης από το 1935, και με τις συνθέσεις π.χ., Ο ξένος και Ο λύχνος των φτωχών και ταπεινών, στην ποίησή του, ο Ρίτσος, υιοθετεί ελεύθερο στίχο, πράγμα που σηματοδοτεί τη στροφή του προς τον λυρισμό. Τα έργα αυτής της περιόδου έχουν υφολογικές διαφορές. Διακρίνονται από δύο κατευθύνσεις -πολύ σχηματικά. Η μία κατεύθυνση τείνει, όλο και περισσότερο, σε μια φωνή χαμηλών τόνων με ρυθμούς υπόγειους, που «πλησιάζει το πρότυπο της απλής συνομιλίας». Ο εκτεταμένος στίχος, από την άλλη, υπηρετεί την αφηγηματική ανάπτυξη. Στη δεύτερη κατεύθυνση, ο υπαίθριος χώρος εισβάλλει με φωτεινές, τολμηρές, και άλλοτε ονειρικές εικόνες. Διακρίνονται δε, τα έργα του Ρίτσου, από μικρές στροφικές ενότητες, μουσική ροή και έντονο ρυθμό. Υπάρχει ένας μοντέρνος λυρισμός πλέον, στον οποίον τα υπερρεαλιστικά στοιχεία καταλαγιάζουν τον ρυθμό αισθήματος και στοχασμού και τον πειθαρχούν.

Ο Επιτάφιος:

Κάποια τραγικά γεγονότα, θα υπαγορεύσουν στον ποιητή να γράψει ένα ποίημα, το 1936, με παραδοσιακό στίχο, και με ρίζες από το δημοτικό τραγούδι. Τον Επιτάφιο.[67] Το ποίημα είναι γραμμένο σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο, επηρεασμένο από μανιάτικο μοιρολόι. Στο ποίημα απηχεί, επίσης, ο ορθόδοξος Επιτάφιος Θρήνος, ενώ συναντιούνται και στοιχεία της Κρητικής Αναγέννησης. Ο Επιτάφιος έχει ευδιάκριτη συγγένεια με τη Μάνα του Χριστού του Κώστα Βάρναλη. Η μάνα του Επιταφίου όμως, ορθώνει το ανάστημά της, απέναντι στην κοινωνική αδικία και θα συνεχίσει τον αγώνα του υιού της και των συντρόφων του, έτσι, θα αναστήσει και τον γιο της.

(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουΐζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών — των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τί πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου,

Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσύ που μου ’φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κ’ είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.

Η αδελφή του Λούλα οδηγείται στο ψυχιατρείο, ο ποιητής βυθίζεται σε απόγνωση. Έτσι συνθέτει το Το τραγούδι της αδελφής μου:

Ό,τι αγάπησα μου το πήρε ο θάνατος και η τρέλα.
Έμεινα μόνος κάτω απ’ τα ερείπια του ουρανού μου να αριθμώ τους θανάτους.

Αυτό το ποίημα θα του χαρίσει το «χρίσμα» του Παλαμά: «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσης».. Η αρρώστια του υποτροπιάζει (φυματίωση). Κι έτσι εισάγεται σε σανατόριο της Πάρνηθας. Εκεί γράφει το Μια πυγολαμπίδα φωτίζει και την Εαρινή συμφωνία. Η Εαρινή συμφωνία (1937-38) έρχεται για την επούλωση πληγών και να απαλύνει τη μνήμη του δύσκολου παρελθόντος, εξ αιτίας του πρωτοφανέρωτου έρωτα. Στη σύνθεση επικρατεί κοφτός στίχος, μικρές στροφές, και η ιστορία που ξετυλίγεται, αποκαλύπτει ένα φανταστικό σύμπαν:

Κλείνω τα βλέφαρα, κάτω απ’ την ήρεμη νύχτα
κι ακούω να κελαϊδούν μυριάδες άστρα
εκεί όπου σύρθηκαν τα δάχτυλά σου, πάνω στη σάρκα μου.

Το 1938, και αφού βγήκε από το σανατόριο, γράφει λίγο αργότερα, το Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού, σαφής αναφορά στο σαιξπηρικό Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας. Η σύνθεση αφιερώνεται στον μεταφραστή του Σαίξπηρ, Βασίλη Ρώτα. Στο ποίημα βρίσκονται πολλά υπερρεαλιστικά ευρήματα, που οικειώνονται το παράλογο του παραμυθιού και του θρύλου.

Το 1939 ο Ρίτσος γράφει τη σύνθεση Ο μικρός αδελφός των γλάρων, ένα τρυφερό μνημόσυνο, Του χαμένου αδελφού μου ΜΙΜΗ, αλλά και Το εμβατήριο του ωκεανού (1940). Τα ποιήματα αυτά έχουν την ίδια διάθεση της εξόδου η της ανακατάκτησης του παρελθόντος, δηλαδή τα θέματά τους συγγενεύουν. Το εμβατήριο του ωκεανού τρέφεται από την περίοδο της εφηβείας του ποιητή και απορρέει φως και θάλασσα, όπως επίσης τρέφεται και μέσα στην πολιτεία του ονειρικού ταξιδιού στο ανοιχτό πέλαγος, αλλά και από τον εφιάλτη της ναζιστικής απειλής.

Πόρτες χάσκουν στη νύχτα.
Ξίφη αστράφτουν.
Ένα φεγγάρι αποκεφαλισμένο.Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες,
με ανθρώπινα κόκαλα για ν’ ανέβουν.

Προς το τέλος της ποιητικής περιόδου 1935 – 1942 αρχίζει το πρώτο του ατόφιο θεατρικό έργο Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα.

1942 – 1955: η πρώτη ωριμότητα:

Την περίοδο αυτή υπάρχουν τα σημάδια της πρώτης ποιητικής ωριμότητας του ποιητή. Σε αυτήν την περίοδο ταυτίζεται με τον Εμφύλιο σπαραγμό και την εποποιία της Αντίστασης.
Πολλά έργα του Ρίτσου εκείνη την περίοδο κάηκαν, διότι τον είχαν απαγορέψει, και το πρόσωπο που τα φύλαγε φοβήθηκε και τα έκαψε. Παρόλα αυτά, η περίοδος εγκαινιάζεται με ένα μυθιστόρημα, που τιτλοφορείται ως Στους πρόποδες της σιωπής, το οποίο φτάνει τις 1.000 σελίδες. Ο Φραγκιάς, μέχρι πρόσφατα, το αποκαλεί πρωτοποριακό. Το 1942 προχωρά στη σύνθεση Η τελευταία Π.Α. Εκατονταετία, έργο το οποίο διασώθηκε και κυκλοφόρησε το 1961, στο οποίο αποτυπώνονται ρεαλιστικά η φρίκη και η εξαθλίωση της εποχής. Το ποίημα αποτελεί μια φοβερή απεικόνιση από τη μία της βαρβαρότητας των κατακτητών και από την άλλη της αλληλεγγύης μεταξύ των θυμάτων.

Το 1943 εκδίδεται ο συγκεντρωτικός τόμος Δοκιμασία, ο οποίος περιλαμβάνει έργα από την περίοδο 35 – 43. Τα ποιήματα είναι γραμμένα σε διαφορετικές εποχές και κοινωνικές συνθήκες, οπότε δεν παρουσιάζουν κάποια υφολογική ενότητα. Στις τελευταίες σειρές παρ’ όλα αυτά διαποτίζεται η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Προχωρώντας στην Κατοχή, υπαινίσσεται την καταπίεση και ακούγονται αντιστασιακά μηνύματα, αυτό θα έχεις ως αποτέλεσμα, να απαγορευτεί από την γερμανική λογοκρισία η τελευταία σύνθεση ονόματι Παραμονές ήλιου. Το 1944, μετά τα Δεκεμβριανά, ο Ρίτσος εγκαταλείπει την Αθήνα μαζί με οπαδούς του ΕΑΜ. Παρά την ψυχική και σωματική του ταλαιπωρία, βρίσκει το κουράγιο να γράψει το μονόπρακτο Η Αθήνα στ’ άρματα. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945), επιστρέφει στην Αθήνα. Θα αρχίσει να χρονογραφεί στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, υπό το ψευδώνυμο Πέτρος Βελιώτης.

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
— Ρωμιοσύνη

Στην Αγρυπνία, αντήχηση του σολωμικού «Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου», το οποίο χρησιμοποιείται ως επιγραφή της συλλογής, αποτυπώνεται η περίοδος αυτή και η ελληνική περιπέτεια (1941 – 1953). Δύο από τα μείζονα έργα του ποιητή, η Ρωμιοσύνη και Η Κυρά των Αμπελιών (1945-47) θα ενταχθούν στην Αγρυπνία. Εδώ ο ποιητής αναβιώνει τη ρυθμολογία της προφορικής παράδοσης, η οποία συμπλέει με τον υπερρεαλισμό. Στη Ρωμιοσύνη ο ποιητής ανακαλεί τον άνυδρο βράχο της Μονεμβασιάς.

Πολιορκημένος από στεριά και θάλασσα:

Ο ποιητής φορτώνει το έργο του με μνήμες από επάλληλα ιστορικά, πολιτισμικά στρώματα. Γίνεται το θέατρο του αγώνα και όλων των αγώνων του Ελληνισμού, εναντίον οποιουδήποτε κατακτητή. Στη Ρωμιοσύνη πολεμούν Ακρίτες, ήρωες του ’21 και αντάρτες. Στο έτερο ποίημα Η Κυρά των αμπελιών, παρουσιάζονται όλες οι γωνιές της Ελλάδας μαζί με την ιστορία τους. Η Κυρά διασχίζει τον τόπο και τον χρόνο. Είναι μια παναγία, μια Μπουμπουλίνα, μια Περσεφόνη, τέλος, μια μάνα. Είναι και περήφανη αγωνίστρια:

Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στον κόσμο
κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί την άγια σπάθα
είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα.

Εξορία:

Ο ποιητής εξορίζεται το 1948 στο Κοντοπούλι της Λήμνου. Εκεί γράφει ασταμάτητα, όχι για να ξεχαστεί, αλλά για να καταγγείλει ανοιχτά τους βασανισμούς και τα μαρτύρια του σώματος.

Εκεί, στον τόπο εξορίας του, γράφει τα Ημερολόγια Εξορίας Ι και ΙΙ. Σίγουρα ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της εποχής του γράφει εκεί, τον Φλεβάρη του 1949, το Καπνισμένο τσουκάλι, μερικούς μήνες πριν την ήττα της Αριστεράς στον Γράμμο. Ο Ρίτσος ήταν βέβαιος για τη δικαίωση του αγώνα:

Ξέρουμε πως ο ίσκιος μας θα μείνει πάνου στα χωράφια
πάνου στην πλίθινη μάντρα του φτωχόσπιτου
πάνου στους τοίχους των μεγάλων σπιτιών που θα χτίζονται αύριο […]
Ευλογημένη ας είναι η πίκρα μας.
Ευλογημένη η αδελφοσύνη μας.
Ευλογημένος ο κόσμος που γεννιέται.

Κατόπιν μεταφέρεται στη Μακρόνησο το 1949. Εκεί συγγράφει τον Πέτρινο χρόνο. Στο έργο αυτό περιγράφει το άνυδρο τοπίο, τις πέτρες, την αναλγησία των ανθρώπων, τα βασανιστήρια, τις αγγαρείες, τον τρόμο κλπ. Συγγράφει και το Ημερολόγια της εξορίας ΙΙΙ, ενώ παράλληλα συγγράφει και ένα ποίημα που κυλάει σαν ποταμός, το Οι γειτονιές του κόσμου.

Το 1952 εκτελούνται ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του, ο Ρίτσος, αμέσως θα γράψει το ποίημα ο Άνθρωπος με το γαρύφαλλο.

Λογαριάζαμε στα δάχτυλα:/
μεθαύριο Απρίλης και το Πάσχα/
θα φιληθούνε οι άνθρωποι/.
Τους σκότωσαν.

Την ίδια χρονιά απολύεται. Βλέπει την Αθήνα και δυσανασχετεί. Σαν να ξέχασε τα γεγονότα. Έτσι γράφει το Η Ανυπόταχτη πολιτεία. Την ονομάζει συνεχώς έτσι μέσα στο έργο, χρησιμοποιώντας πολλές προστατικές: Θυμηθείτε, Ελάτε, Προχωρείτε, Τραγουδήστε. Ζητά να ανατρέψει την πραγματικότητα, αυτός, ο προτρεπτικός λόγος. Προχωρώντας στη δεκαετία, παντρεύεται, και έρχεται στη ζωή η κόρη του, Έρη, το 1955, θα γράψει το τρυφερό Πρωινό άστρο, με υπότιτλο «Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών για την κορούλα μου». Το ποίημα εκφράζει την μεγάλη χαρά που νιώθει ένας πατέρας, ώστε κι αν έχει βιώσει τόσο βάσανα.

1956 – 1966: περίοδος υψηλών συλλήψεων

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα,
μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.
Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
— Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (απόσπασμα)

Ο Ρίτσος απαγγέλλει Ρίτσο – “Η Σονάτα του Σεληνόφωτος”:

Την περίοδο αυτή έρχεται η Τέταρτη διάσταση, και μαζί της οι υψηλές συλλήψεις και η ευρηματικότητα ποιητικών μορφών, η οποία εγκαινιάζεται με τη Σονάτα του Σεληνόφωτος (1956, ΄Α Κρατικό Βραβείο Ποίησης).Το έργο αυτό σηματοδοτεί μια νέα ποιητική, που ελλοχεύει από νωρίτερα, αλλά οι ώριμες αντικειμενικές συνθήκες το συνεπικουρούν, ώστε να βρει γόνιμο έδαφος και να λειτουργήσει. Κατά κάποιον τρόπο αυτό το έργο αίρει, μέχρις ενός σημείου, προκαταλήψεις που δέσμευαν του αριστερούς διανοούμενους, απελευθερώνοντας μια πολύτιμη ύλη στο έργο του Ρίτσου, που θα το οδηγήσει στην αιχμή της σύγχρονης ποίησης. Ο Λούις Αραγκόν, προλογίζοντας το έργο, στο περιοδικό Les Lettres Françaises, θα γράψει ότι του έδωσε το τράνταγμα της μεγαλοφυΐας.

Στις 2 Μαρτίου 1957 ο αγωνιστής της ΕΟΚΑ Γρηγόρης Αυξεντίου πυρπολείται στο καταφύγιό του, ύστερα από δώδεκα ώρες μάχης με τις βρετανικές δυνάμεις. Ο Ρίτσος, εξ αιτίας του περιστατικού αυτού, γράφει τον Αποχαιρετισμό. Το ποίημα προβάλει την ανθρώπινη διάσταση του ηρωισμού, δηλαδή το δίλημμα του αγωνιστή: να παραδοθεί ή να πεθάνει;
για μια ζωή / που πια δε θα απαιτεί καμιά θυσία — Το ποίημα είναι η πρώτη επίσημη κατάθεση του ποιητή για το κυπριακό δράμα.

Τέταρτη διάσταση:

Στα πολύστιχα έργα της Τέταρτης διάστασης ο ποιητής θα μιλήσει για τη μοναξιά, για την ερωτική στέρηση, για το γήρας (π.χ.: Σονάτα του Σεληνόφωτος) και μέσα από το έργο του θα αναδείξει την αξία της απλής ζωής, όπου συντελείται το θαύμα (Ισμήνη), θα ανατάμει τις συνειδησιακές συγκρούσεις, της κοινωνικής πράξης του ατόμου (Ορέστης). Στο έργο αυτό περιλαμβάνονται δεκαεπτά θέσεις: 3 με τη μορφή σύγχρονων μονολόγων και 12 αρχαιόθεμων.

Έχει ειπωθεί πως ο Ρίτσος εφαρμόζει τεχνικές του Καβάφη και του Έλιοτ, χρησιμοποιώντας την αρχαιότητα. Η πρωτοτυπία του έργου, ωστόσο, είναι φανερή, καθώς ο Ρίτσος κάνει διάφορους αναχρονισμούς, που αναφέρονται στο σύγχρονο κόσμο. Αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία κατασκευάζουν μιαν ιδιότυπη σύνθεση.

Από εκεί κι έπειτα μετά τον νεο-συμβολιστη και νεο-ρομαντικό Ρίτσο, αλλά και τον πρώτης ωριμότητας , τα εκφραστικά του μέσα απελευθερώνονται από τον Πόλεμο, από την Αντίσταση και την Εξορία και καθιζάνουν στην αστική δημοτική της καθημερινής ομιλίας. Ωστόσο, το λακωνικό ποίημα, συνεχίζει να το ασκεί συστηματικά, το οποία φαίνεται ως παύση, στις μεγαλόπνοες συνθέσεις του ποιητή.
Κατά το τέλος της περιόδου αυτής, ο Ρίτσος θα ταξιδέψει στο εξωτερικό και θα αρχίσει, γυρίζοντας, τις μεταφράσεις ξένων ποιητών. Θα συγκροτήσει και θα μεταφράσει δύο μεγάλα ανθολόγια: της ρουμανικής ποίησης και της τσέχικης και σλοβακικής ποίησης. Αργότερα, το 1966, θα ταξιδέψει και στην Κούβα. Εκεί θα γνωρίσει τον Νικόλα Γκιλλιέν και θα μεταφράσει το βιβλίο του Ο Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος.

1967 – 1971: Εγκαθίδρυση δικτατορίας:

Ο Γιάννης Ρίτσος, μαζί με άλλους αριστερούς θα συλληφθεί και θα οδηγηθεί στον Ιππόδρομο, από όπου θα οδηγηθεί σε τόπους εξορίας. Παρόλα αυτά, η συγγραφή του δε θα σταματήσει. Αρχίζει την πρώτη σύνθεση: Χρυσόθεμις, ενώ ένα χρόνο πριν είχε αρχίσει τον Αγαμέμνονα. Και οι δύο αυτές συνθέσεις θα προστεθούν στην Τέταρτη διάσταση. Παράλληλα συγγράφει και ένα χορικό, τις Μαντατοφόρες. Τον Αύγουστο ξεκινά τον μονόλογο Αίας, ο οποίος και αυτός θα περιληφθεί στην Τέταρτη διάσταση, και τον Νοέμβρη αρχίζει ποιήματα, τα οποία θα περιληφθούν, με τη σειρά τους, στη συλλογή Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη και θα την συγκροτήσουν.

Το 1968, εν μέσω πολιτικών κρίσεων και προβλημάτων υγείας (καρκίνος), τον στέλνουν στη Λέρο. Εκεί πέρα θα προχωρήσει στην συγγραφή της συλλογής Πέτρες. Στο έργο αυτό επικρατεί νεκρό τοπίο, επικρατεί στειρότητα και μια έντονη αίσθηση βρόμας και αποσύνθεσης. Σίγουρα και σε αυτή τη συλλογή διαφαίνεται η καταπίεση που ένιωθε ο ποιητής για το καθεστώς. Κατόπιν, αφού τον στέλνουν στη Σάμο, γράφει τη συλλογή Κιγκλίδωμα. Σε αυτό το έργο η καταπίεση είναι το κύριο συστατικό. Προηγουμένως είχε γράψει και τις Επαναλήψεις, αυτές οι 3 συλλογές θα κυκλοφορήσουν σε μία δίγλωσση έκδοση στο εξωτερικό.
Το 1969 γράφει τον Αφανισμό της Μήλος. Ένα χορικό εμπνευσμένο από τον Θουκυδίδη. Το έργο αυτό συγγενεύει με ένα παλαιότερό του, Οι γερόντισσες και η Θάλασσα, όμως ο Αφανισμός σκοπεύει αλλού, καθότι γραμμένο στη δικτατορία. Το ποίημα είναι αλληγορικό και στοχεύει στη βία των ισχυρών και στο στρατιωτικό καθεστώς. Το εν λόγω έργο κυκλοφόρησε στον αντιδικτατορικό τόμο Νέα Κείμενα 1, τα οποία αποτελούσαν συνέχεια των δεκαοχτώ Κειμένων, και εκδόθηκαν το 1970, αφού πρώτα ήρθη η προληπτική λογοκρισία. Τα ποιήματα, γενικότερα, που έγραψε κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας, είναι ποιήματα μνήμης και αναδίπλωσης.

Το 1970, πεθαίνει η αδελφή του, Νίνα, για την οποία θα γράψει το ποίημα Ελένη,[85] συνεχίζοντας έτσι τη χρήση αρχαίων ονομάτων και προσωπικοτήτων, όπως “Ισμήνη” και “Χρυσόθεμις”. Το μοτίβο αυτό θα συνεχιστεί και μεταξύ το 1971 και 1972, ολοκληρώνει το έργο του Επιστροφή της Ιφιγένειας, το οποίο θα συμπεριληφθεί στην Τέταρτη Διάσταση. Παράλληλα με το προαναφερθέν έργο, ο Ρίτσος, γράφει και μεγάλες συνθέσεις όπως Το Δίχτυ, τις οποίες χαρακτηρίζουν η διαφορετική μορφή και ύφος, σε τέτοιο βαθμό, που θα μπορούσε να προσθέσει κανείς ότι πρόκειται για μία νέα φάση του έργου του. Η πολύ ελεύθερη ανάπτυξη τα χαρακτηρίζει, ενώ συχνές είναι και οι μετατοπίσεις στον χώρο και τον χρόνο ή οι εναλλαγές στο πραγματικό και το φανταστικό, όπου καμιά φορά αγγίζουν το παράλογο.

ΠΗΓΕΣ: ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, WIKIPEDIA, UOA,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *