ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΣΑΜΠΑ: Η ΦΩΝΗ ΜΟΥ ΟΤΑΝ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΟΥΣΑ ΗΤΑΝ ΚΛΑΨΙΑΡΙΚΗ

Movie Magic Επεισόδιο - 5
Το MOVIE MAGIC στον κόσμο των ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ – ΜΕΡΟΣ Β
4 Δεκεμβρίου, 2019
Photo of the day 12052019
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ 05 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2019
5 Δεκεμβρίου, 2019

ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΣΑΜΠΑ: Η ΦΩΝΗ ΜΟΥ ΟΤΑΝ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΟΥΣΑ ΗΤΑΝ ΚΛΑΨΙΑΡΙΚΗ

Ο πιο μελαγχολικός ποιητής της Ιταλίας άκουγε στο όνομα Ουμπέρτο Σάμπα.

Γράφει ο Σκιάς.

Γεννημένος στη Τεργέστη στις 9 Μαρτίου 1883 από τον καθολικό Ούγκο Εντοάρντο Πόλι και την Φελίτσιτα Ραχήλ Κοέν, το πραγματικό του όνομα ήταν Ουμπέρτο Πόλι. Η οικογένειά του δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά, από παράδοση, με το εμπόριο μέσω του του εβραϊκού γκέτο της Τεργέστης. Αν και γεννήθηκε μέσα στα σύνορα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, στην οποία ανήκε η Τεργέστη εκείνη την εποχή, ο Ουμπέρτο Σάμπα πολιτογραφήθηκε Ιταλός χάρη στην ιθαγένεια του πατέρα του.

Ο Ούγκο Εντοάρντο Πόλι, χαρακτήρας εύθυμος και ελαφρών ηθών, εγκατέλειψε την σύζυγό του Φελίτσιτα στην αρχή της εγκυμοσύνης της και ο μικρός Ουμπέρτο αμέσως μετά την γέννησή του παραδόθηκε στις φροντίδες μιας Σλάβας παραμάνας, της Πέππα Σάμπατζ. Ο Σάμπα συναντήθηκε με τον πατέρα του μόνο μια φόρα κατά την διάρκεια της ζωής του και ως πλέον πετυχημένος ποιητής θα γράψει μετά από αυτή την συνάντηση: “ο πατέρας μου ήταν για μένα ο δολοφόνος”.

Uberto Saba - 2Ο μικρός Ουμπέρτο συνδέθηκε με την Σλάβα παραμάνα Πέππα με πολύ μεγάλη αγάπη και την θεωρούσε ως “μητέρα της χαράς” κι όταν η φυσική του μητέρα τον παίρνει βιαία από εκείνη, αισθάνθηκε από εκείνη την ημέρα και μετά απαρηγόρητος. Πολλά χρόνια αργότερα, γύρω στο 1929, τραγούδησε αυτή τη διαρκώς απειλούμενη αθωότητα της παιδικής του ηλικίας στα ποιήματα της συλλογής “Ο μικρός Μπερτό”.

Ως νεαρός ο Σάμπα παρακολουθεί μέχρι την Τετάρτη τάξη το Γυμνάσιο “Dante Alignieri” διότι αναγκάστηκε από την ιδιαίτερη εχθρότητα που του επίδειξε κάποιος καθηγητής – όπως αργότερα ο ίδιος αποκάλυψε – να εγκαταλείψει τις σπουδές του. Με την μεσολάβηση της μητέρας του προσλήφθηκε ως μαθητευόμενος σ’ ένα εμπορικό οίκο της Τεργέστης. Ο αυτοβιογραφικός ήρωας αυτής της περιόδου με το όνομα Ερνέστο, ξαφνιάζει την εποχή, όχι τόσο με τα πράγματα που ανακαλύπτει, όσο για το γυμνό του λεξιλόγιο, το θάρρος του στην επιλογή των λέξεων που χωρίς περιστροφές και λεκτικά τερτίπια, πηγαίνουν κατευθείαν στην ουσία των πραγμάτων. Πρόκειται για μια μύηση στην ζωή των ενηλίκων που περιλαμβάνει και τη ομοφυλοφιλική εμπειρία και αυτό φαίνεται στο ομώνυμο μοναδικό του (ημιτελές) μυθιστόρημα λόγω του “τολμηρού” του περιεχομένου το οποίο δημοσιεύθηκε πολλά χρόνια μετά το θάνατό του μόλις το 1975 από τις εκδόσεις “Einaudi”.

Το 1903 τον βρίσκουμε στην Πίζα, και από το 1905 έως το 1908 στην Φλωρεντία. Χρόνια οπωσδήποτε πολύ σημαντικά για τη διαμόρφωση της λογοτεχνικής του προσωπικότητας, για τα οποία όμωε δεν διαθέτουμε πολλά στοιχεία. Ο ίδιος εξάλλου, ήταν πάντα πρόθυμος να διαλευκάνει διάφορες στιγμές της ζωής και της ποίησης του, αυτήν την περίοδο σχεδόν την αποσιωπά.

Το 1908 υπηρέτησε ως εθελοντής την στρατιωτική του θητεία στο Σαλέρνο, και όταν επέστρεψε στην Τεργέστη παντρεύτηκε την Καρολίνα Βέφλερ η οποία αποτέλεσε την Λίνα Κάρμεν όλως των μετέπειτα ποιημάτων του. Ο Μοντάλε θα γράψει θα γράψει για τον Σάμπα πως “αποτελεί μια από τις πιο ζωντανές υπάρξεις της μοντέρνας ιταλικής ποίησης” και για την μούσα του Καρολίνα ως Λίνα Κάρμεν έγραψε πως: “η καταπληκτική, πνευματώδης, γήινη Λίνα, πάντα πιστή στον εαυτό της, ευσπλαχνική και γαλήνια”.

Στην ακροθαλασσιά

Uberto-Saba-3Γύρω στις έξι το απόγευμα, μια φωτεινή
γιορτινή μέρα. Πίσω απ’ το Φάρο, εκεί
που ακούγεται ευχάριστα ο ήχος μιας
σάλπιγγας, η φωνή κάποιου μικρού αγοριού
που παίζει ήρεμα γύρω στους σκελετούς
των παλιών καραβιών – καθισμένος κοντά
στην ανοικτή θάλασσα, μονάχος, άγγιξα αν δεν
σφάλλω το αποκορύφωμα του ανθρώπινου πόνου μου.
Μεσ’ στα χαλίκια που έπαιρνα για να
πετάξω στα κύματα (σημάδευα κάποια σανίδα),
βρήκα ένα πήλινο θραύσμα, ένα όμορφο καφέ
θραύσμα, χαρούμενη φόρμα χρήσιμη
κάποτε στην κουζίνα, με τα παράθυρά της
ανοικτά στον ήλιο και στο πράσινο του λόφου.
Ακόμη και σ’ αυτό ο άνθρωπος μέσα στην αγωνία του
μπορεί να μοιάσει.

Πέρασε μια βάρκα μ’ ένα κίτρινο πανί
που κίτρινη έβαφε από κάτω τη θάλασσα –
κι απόλυτη σιωπή τριγύρω. Επιθυμία
δεν αισθάνθηκα για το θάνατο, μα ντροπή
γιατί μοναδικό εκλεκτό δεν τον διάλεξα ακόμη,
αγαπώντας περισσότερο από κείνον
κάτι άλλο, που πάνω στη γη κινείται
και ξεγελά με το μειλίχιο πρόσωπο

Από το γάμο τους γεννήθηκε η πολυαγαπημένη τους κόρη, η Λινούτσια “με τα μεγάλα – του ουρανού το χρώμα – μάτια”, ενώ την ίδια χρονιά το 1911 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, “Ποιήματα”. Το 1912 ακολούθησε από τις εκδόσεις του περιοδικού “Voce” της Φλωρεντίας η συλλογή “Con i miei Occhi – Il mio secondo libro di versi, (Με τα μάτια μου – Το δεύτερο βιβλίο με στίχους) γνωστή πλέον συλλογή με το τίτλο “Trieste e una donn, (Η Τεργέστη και μια γυναίκα). Τα δύο αυτά βιβλία φέρουν για πρώτη φορά στο εξώφυλλό τους το όνομα του Ουμπέρτο Σάμπα καθώς προηγήθηκαν τα νεανικά Σοπέν και Ουμπέρτο ντα Μοντερεάλε ως ψευδόνυμα, κάνοντας έτσι πράξη το σεβασμό που έτρεφε στα πρόσωπα της αγαπημένης του τροφό Πέππα Σάμπατζ αλλά και προς την εβραϊκή καταγωγή της μητέρας του: Σάμπα στα Εβραϊκά θα πει “ψωμί”.

Απ’ τον ανήφορο

Απ’ τον μοναχικό ανήφορο που πέφτει
στη θάλασσα – πράσινη κι αφρισμένη
με το πλάι της σήμερα δέρνει την πόλη – φαίνεται
το άσπρο πανόραμα της Τεργέστης.

Εσύ τους γνώριζες ήδη – λες – αυτούς
τους δρόμους μου, όπου συναντάς το πολύ
μια γυναίκα να ανεβαίνει ασθμαίνουσα,
ένα αγοράκι, που αν η τραμουντάνα φυσάει
– βάζοντας σ’ όλα φτερά – πετάει για χάρη σου. Μετά
συνέρχεται, σε προσπερνάει αγέρωχο.

Ένας ολόκληρος κόσμος αγαπημένος, που
του είχα δοθεί και ξαναζεί σήμερα μόνο για σένα.

Τη διετία 1913-1915 παρέμεινε στην Μπολόνια, ασχολούμενος με το εμπόριο ηλεκτρικών ειδών. Το 1915 τον κάλεσαν στα όπλα μη λαμβάνοντας όμως μέρος στο μέτωπο του Α’ Παγκόσμιου πολέμου, εξασκώντας απλός χρέη γραφέα. Μετά τον Πόλεμο επέστρεψε στην Τεργέστη και αφού έκανε τον διευθυντή σ’ ένα κινηματογράφο, του οποίου ιδιοκτήτης ήταν ο κουνιάδος του, ο αδερφός της Λίνα, εποφελήθηκε την οικονομική βοήθεια κάποιας θείας του κια αγόρασε από το Τιουζέπε Μαϊλαντέρ ένα μικρό βιβλιοπωλείο ειδικευμένο σε παλιά και σπάνια βιβλία, στον αριθμό 30 της οδού Σαν Νικολό. Έτσι για την επόμενη εικοσαετία άφησε την Τεργέστη – μια από τις πιο γοητευτικές ευρωπαϊκές πόλεις του 20ου αιώνα που ήταν ήδη φορτισμένη από την χαρισματική παρουσία του Τζέημς Τζόυς – μόνο για σύντομα επαγγελματικά ταξίδια σχετικά με το εμπόριο των παλιών βιβλίων.

Ουρανός

Η ευγενική, η υπέροχη ΛίναUberto Saba - 5

ανοίγει διάπλατα το παράθυρο ώστε να βλέπω
τον απέραντο ουρανό.

 

Ήσυχος εδώ σε ανάπαυση, όταν σκέφτομαι
πως μάταια έδωσα, πως το τέλος πλησιάζει,
ακόμη πιο πολύ μ’ αρέσει αυτός ο ουρανός,
αυτά τα χελιδόνια, αυτά τα σύννεφα.

Άλλο δεν ζητώ.
Να καπνίζω
την πίπα μου σιωπηλά σαν ένας γέρος
θαλασσόλυκος.

Στην ακροθαλασσιά

Γύρω στις έξι το απόγευμα, μια φωτεινή
γιορτινή μέρα. Πίσω απ’ το Φάρο, εκεί
που ακούγεται ευχάριστα ο ήχος μιας
σάλπιγγας, η φωνή κάποιου μικρού αγοριού
που παίζει ήρεμα γύρω στους σκελετούς
των παλιών καραβιών – καθισμένος κοντά
στην ανοικτή θάλασσα, μονάχος, άγγιξα αν δεν
σφάλλω το αποκορύφωμα του ανθρώπινου πόνου μου.
Μεσ’ στα χαλίκια που έπαιρνα για να
πετάξω στα κύματα (σημάδευα κάποια σανίδα),
βρήκα ένα πήλινο θραύσμα, ένα όμορφο καφέ
θραύσμα, χαρούμενη φόρμα χρήσιμη
κάποτε στην κουζίνα, με τα παράθυρά της
ανοικτά στον ήλιο και στο πράσινο του λόφου.
Ακόμη και σ’ αυτό ο άνθρωπος μέσα στην αγωνία του
μπορεί να μοιάσει.

Με δικά του έξοδα – όπως εξάλλου και για τα δύο πρώτα βιβλία του – και με εκδοτική φίρμα το όνομα του βιβλιοπωλείου του, “Libreria antica e moderna” (Βιβλιοθήκη παλιά και καινούργια), το 1920 τύπωσε την τρίτη του ποιητική συλλογή”(Cose leggere e vaganti” (Πράγματα ελαφρά και ακαθόριστα), ενώ το 1921 τη συλλογή “L’ Amorosa Spina” (Το αγαπημένο αγκάθι) και τέλος την πρώτη οργανική συλλογή του μέχρι τότε έργου του “Il Canzioniere 1900-1921”.

Ένας ακόμα τίτλος εκδόθηκε ως “Συλλογή Τραγουδιών” ο οποίος γνώρισε αρκετές μεταβολές και μετά από αφαιρέσεις, διορθώσεις, προσθήκες συκεντρώθηκε σταδιακά στις επόμενες εκδόσεις του από το Einaudi 1945 & 1948, Gazarti 1951, πάλι Einaudi 1957, φτάνοντας μέχρι την οριστική έκδοση του “Il Canzioniere 1900-1954”.

Παλιά πόλη

Συχνά, για να γυρίσω σπίτι μου,
παίρνω ένα σκοτεινό δρόμο της παλιάς πόλης.
Κίτρινο, σε κάποια λακούβα με νερό, καθρεφτίζεται
ένα φανάρι και ο δρόμος είναι κατάμεστος.

Εδώ, ανάμεσα στον κόσμο που πάει κι έρχεται
απ’ την ταβέρνα στο σπίτι ή στο μπουρδέλο,
όπου εμπορεύματα κι άνθρωποι είναι τα υπολείμματα
ενός μεγάλου θαλασσινού λιμανιού,
ξαναβρίσκω διαβαίνοντας, το άπειρο
στην ταπεινότητα μέσα.
Εδώ πόρνη και ναύτης, ο γέρος
που βλαστημάει, η γυναίκα που τσακώνεται,
ο δραγώνος που κάθεται στην πιτσερία,
η αναστατωμένη κοπέλα ξετρελαμένη
απ’ τον έρωτα,
είναι όλοι τους πλάσματα της ζωής
και του πόνου –
σαλεύει μέσα τους, όπως σε μένα, ο Κύριος.

Εδώ, με συντροφιά τους ταπεινούς, νιώθω
να γίνεται η σκέψη μου
τόσο αγνότερη, όσο πιο άθλιος είναι ο δρόμος.

Το 1923 οι κριτικοί άρχισαν να εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους με πρώτο τον Τζιάκομο Ντεμπενεντέρι ο οποίος αφιερώνει πολλαπλά σημειώματα στο περιοδικό “Primo Tempo” (Πρώτη Εποχή). Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Σάμπα διέκρινε το αυξανόμενο ενδιαφέρον των κριτικών για την ποίηση του, ενδιαφέρον που βρήκε πιο ολοκληρωμένη έκφραση το 1928, όταν το περιοδικό “Solaria” του αφιέρωσε ένα ολόκληρο τεύχος με άρθρα των κριτικών Μοντάλε, Σόλμι, Ντεμπενεντέτι και άλλων.

Στα ποιήματα αυτής της περιόδου, “Αυτοβιογραφία” 1924, “Ετοιμοθάνατη Καρδιά” 1926, “Πρελούδιο και Φούγκες” 1928, “Ο μικρός Μπέρτο” 1929, ο Σάμπα εμφανίζεται απασχολημένος σε μια ιδεολογική τακτοποίηση της ποίησης του με το μοιραίο αποτέλεσμα: η αναζήτηση και η υπερήφανη – εγωιστική – διακήρυξη μιας “ποιητικής” τον απομάκρυναν από την πιο γνήσια αφορμή της ποίησης του, δηλαδή από την αμεσότητα του αυτοβιογραφικού στοιχείου. Το 1929, έπειτα από μια “νευρική κρίση” της οποίας η ένταση ξεπέρασε κατά πολύ τις προηγούμενες, ήδη αρκετά σοβαρές, κατέληξε στην ψυχαναλυτική θεραπεία με τον Ιταλό γιατρό Εντουάρντο Βέις, ο όποιος είχε μαθητεύσει κοντά στον Φρόιντ στην Βιέννη, και υπήρξε ο πρώτος διδάξας των θεωριών του στην Ιταλία μέσω του περιοδικού “Rivista Italiana di Psicoanalisi”, (Ιταλική Ψυχαναλυτική Επιθεώρηση).

Χειμωνιάτικο μεσημέρι

Εκείνη τη στιγμή που ήμουν ήδη ευτυχισμένος
(ο Θεός ας μου συγχωρήσει τη μεγάλη και φοβερή
κουβέντα), ποιος έσπρωξε σχεδόν στα δάκρυα
τη σύντομη χαρά μου; Θα πείτε: “Κάποια
ωραία κυρία που από κει περνούσε
και σου χαμογέλασε’. Ωστόσο όχι – ένα μπαλόνι ήταν,
ένα γαλάζιο μπαλονάκι που στριφογύριζε
στον αίθριο, οικείο ουρανό – όπως ποτέ φωτεινός –
εκείνο το κρύο μεσημέρι του Χειμώνα.
Ουρανός με κάποιο άσπρο συννεφάκι
και τα τζάμια των σπιτιών να αστράφτουν στον ήλιο
κι ο λεπτός καπνός από κάνα δυο φουγάρα
και πάνω απ’ όλα τα πράγματα, τα θεία
πράγματα, εκείνη η σφαίρα που έφυγε
απ’ το απρόσεχτο χέρι παιδιού (θρηνούσε
βέβαια αυτό μέσα στο πλήθος τον πόνο του,
το μεγάλο του πόνο), ανάμεσα στο κτίριο
του Χρηματιστηρίου και το Καφενείο,
εκεί που καθισμένος θαύμαζα πέρα απ’ τη τζαμόπορτα,
με μάτια υγρά να ανεβοκατεβαίνει η χαρά του.

Ο Σάμπα όποτε υποβαλλόταν σε ανάλυση είχε ήδη μια θεωρητική κατάρτιση της προβληματικής της, και αν δεν υπήρξε ο πρώτος στην Τεργέστη που υπέκυπτε στην γοητεία της – διότι προηγήθηκε το μεγάλο ψυχαναλυτικό μυθιστόρημα “Η συνείδηση του Ζήνωνα” του συμπατριώτη του Ιταλού Σβέβο το 1923) ο οποίος ήταν ήδη ψυχαναλυτικός πριν την ψυχανάλυση (όπως είχε επισημάνει ο Τζιανφράνκο Κοντίνι) – ήταν οπωσδήποτε από τους πρώτους που πίστεψαν στην αυθεντικότητα των αποτελεσμάτων της. Η ψυχοθεραπεία αυτή διακόπηκε αρκετά νωρίς, λόγω της εγκατάστασης του Βέις στη Ρώμη .

Ο Σάμπα ήταν λοιπόν σε θέση να λάβει μια ήσυχη συνείδηση των εσωτερικών του συγκρούσεων και μπορούσε πλέον να κοιτάζει από κάποια απόσταση τα προσωπικά του βιώματα. Μια απόσταση που πρόσδιδε εκείνη την ήπια, “σοφή” αποδοχή του κόσμου, την ήρεμη θεώρηση των ανθρώπων και των πραγμάτων που μαζί με την νέα πυκνότητα της εικόνας και την ακαριαία σύλληψη των αναλογιών χαακτήρισαν τα ποιήματα της τρίτης υπέροχης περιόδου του με τις συλλογές “Λέξεις” 1934, “Τελευταία πράγματα” 1944, “Μεσογειακά” 1946, “Σχεδόν σαν αφήγημα” 1951.

Έπειτα από έναν περίπατο

Μέχρι το λόφο ή την παραλία όταν βγαίνουμε
κι εμείς τα όμορφα βράδια
να περπατήσουμε,
την ένωσή μας βλέπω όλοι
να βρίσκουν πράγμα σωστό.
Σ’ εμάς που η ζωή τόσο αίμα στοιχίζει
και τόσες απρόσμενες χαρές μας δίνει,
τίποτα δεν υπάρχει στην όψη που να προσβάλει
τον απλό λαό – είμαστε για όλους δυο πολίτες
φιλήσυχοι, που σκέφτονται ένα καλό ποτήρι.
Μόνον στις καρδιές αντηχούν σαλπίσματα,
ξεδιπλώνονται στον άνεμο σημαίες.

Και τις γιορτές, όσο παράξενο
κι αν είναι, ψάχνοντας το ερημικότερο
προάστιο, ποιος θα μας έβλεπε σαν κάτι άλλο
από ένα ζευγάρι που γευματίζει στην ύπαιθρο;
Ένας σύζυγος που ήδη θρηνεί φανερά
τη λευτεριά του και μια ζηλότυπη γυναίκα –
δεν υπάρχει – λέω – κάτι
απ’ τους πολλούς που να μας διακρίνει φίλη μου,

εμάς που κουβαλάμε στην καρδιά
τα δυο αντίπαλα πεπρωμένα
της τέχνης και της αγάπης.

Το 1939, φοβούμενος μην πέσει θύμα των ρατσιστικών νόμων που είχε προκηρύξει το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, εγκατέλειψε την Τεργέστη κι έπειτα από μια σύντομη παραμονή στο Παρίσι εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Εκείνη την περίοδο, ο Ουνγκαρέτι του υποσχέθηκε πως θα μεσολαβήσει στις αρχές ώστε να αποχρωματιστεί.

Οι ενέργειες του όμως δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα κι έτσι ο Σάμπα με τη Λίνα και τη Λινούτσια υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στη Φλωρεντία, όπου τους προσέφερε μεγάλη παρηγοριά και ανακούφιση η συντροφιά του Μοντάλε – ο οποίος τους επισκέπτονταν σχεδόν καθημερινά μιας και ο ίδιος απέφευγε τις εξόδους – καθώς και η φιλία που αναπτύθηκε με το ζωγράφο Κάρλο Λέβι (τον μετέπειτα συγγραφέα του “Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι”).

Μετά τον πόλεμο ο Σάμπα γνώρισε επιτέλους εκείνη τη “μυστηριώδη καθυστερημένη τιμή” όπως την ονόμασε ο Τζων Μπέρυμαν “που έρχεται να στεφανώσει τις δοκιμασίες μας κι είναι η τελευταία μνηστή”! Ο Σάμπα δέχεται διάφορες τιμητικές διακρίσεις και αναγορεύεται από την Ακαδημία “Dei Lincei” σε “επίσημο ποιητή”.

Με την ιδιότητα αυτή ταξίδεψε σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας• ιδιαιτέρα ευτυχισμένη όμως περίοδος αποδείχτηκε η παρατεταμένη του διαμονή στην Ρώμη (χαρακτηριστικό του ποιήμα η “Ευγνωμοσύνη”) και στο Μιλάνο. Το 1946 δημοσίευσε τους αφορισμούς “Scorciatoie e Raccontini” (Μονοπάτια και Διηγηματάκια), το 1948 τη “Storia e cronistoria del Canzoniere” (Ιστορία και χρονικοϊστορία της Συλλογής Τραγουδιών όπου εφευρίσκοντας ένα άλλο ψευδώνυμο υπέβαλλε το έργο του σε μια κριτική αποτίμηση δίνοντας διάφορες διασαφηνίσεις, μιλώντας για τον εαυτό του χρησιμοποιώντας πάντα τοτρίτο πρόσωπο).

Ευγνωμοσύνη

Ένας χρόνος που αυτή την εποχή ήμουν στη Ρώμη.Uberto Saba - 4
Είχα τη Ρώμη και την ευτυχία.
Τη μια γευόμουνα ελεύθερα, την άλλη
στα κρυφά, το κακό μάτι να ξορκίσω
Μα όλα
με ήθελαν μακάριο όλες τις ώρες.
Κι ενός δημιουργού Θεού η σκέψη μου ήταν.

Το Μιλάνο κάτω απ’ το χιόνι είναι πιο θλιβερό,
ίσως πιο όμορφο. Πολλά πέρασα,
που μέσα μου ακόμη ζουν,
σ’ αυτήν την ανθρώπινη κι οδυνηρή πολιτεία
Καταφεύγω στη θαλπωρή της κουζίνας’ ένας συγγενής
που ξαναβρίσκω και χάνω, σηκώνει τα μάτια
και τη φωνή απ’ τα δύσκολα τετράδια
Βλέπει τα λευκά λουλούδια’ βλέπει τη μάνα του,
σκυμμένη με τις ασχολίες της. Και λέει
στρέφοντας το φαιδρό του πρόσωπο σε κείνη: “Mητερούλα,
σαν ξεμυτήσεις θα σε φιλήσει το χιόνι’.

Κι η καρδιά δέχεται εκείνο το φιλί.

Το 1956 κυκλοφόρησε το πεζογράφημα “Riccondi-Riccorti” (“Ενθυμήματα – Αφηγήματα”) ενώ από το 1955 κουρασμένος και ψυχικά ταραγμένος από την βαριά αρρώστια της γυναίκας του – η οποία πέθανε τον επόμενο χρόνο – ο Σάμπα κατέφυγε σε μια κλινική στην Γκορίτσια, έξω από την Τεργέστη, για να κλείσει οριστικά τα μάτια του το πρωί της 25ης Αυγούστου του 1957.

Αγάπησα

Αγάπησα λέξεις φτηνές, που δεν τολμούσε
κανένας. Η ρίμα fiore/ amore *
με γοήτευσε
– η πιο παλιά και δύσκολη του κόσμου –

Αγάπησα την αλήθεια, που μένει στο βυθό
σαν ξεχασμένο όνειρο και φίλη την
ανακαλύπτει ο πόνος. Φοβισμένη η καρδιά
την πλησιάζει χωρίς να την εγκαταλείπει πια.

Αγαπώ εσένα που μ’ ακούς, και το καλό μου φύλλο
το φυλαγμένο για το τέλος της παρτίδας.
*(fiore/ amore: άνθος/ αγάπη)

Τελευταίο

Κοιτάζω γυναίκα το σκύλο σου που τον αγαπάς
και σ’ αγαπάει. Κι εγώ, αν σκεφτώ τη ζωή μου…
Διάφορα επινόησα, καλά ή άσχημα
δεν ξέρω – ένας Θεός το ξέρει, ίσως κανένας.
Ποτέ δεν ανήκα σε κάτι ή σε κάποιον.
Υπήρξα πάντα (“δικό σου σφάλμα’ μου απαντάς),
υπήρξα πάντα ένας φτωχός αδέσποτος σκύλος.

Αποσπάσματα από πεζά, σημειώσεις και γραπτές σκέψεις του Umberto Saba:

Η ΤΕΧΝΗ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ μέσω της μορφής. Ζει και πεθαίνει για το περιεχόμενο. Ο στίχος «Στον ουρανό της ταπεινότητας υπάρχει η Μαρία», δεν λέει σήμερα πλέον αυτό που θα μας έλεγε, πριν εξακόσια χρόνια. Κι όμως ο στίχος είναι πάντα ο ίδιος. Αλλά για να αποσιωπήσουμε τα υπόλοιπα, ακόμη και η γαλάζια λέξη ουρανός έχει άλλη έννοια, αφού τον οργώνουν πλέον αεροπλάνα και βρέχει βόμβες. Δημιουργεί άλλες
συσχετίσεις.

ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ όπως και για να καταλάβουμε την τέχνη, ένα πράγμα πάνω απ’ όλα είναι απαραίτητο: να έχουμε διατηρήσει μέσα μας την παιδικότητα, που όλη η διαδικασία της ζωής εξάλλου τείνει να την εξοντώσει, ο ποιητής είναι ένα παιδί που μένει έκπληκτο από τα γεγονότα που του συμβαίνουν ως ενήλικος. Όμως, μέχρι ποιου σημείου ενήλικος: Αγγίζουμε εδώ μια από τις διαφορές που ξεχωρίζουν τη μείζονα από την ελάσσονα ποίηση. Μόνον εκεί όπου το παιδί και ο άντρας συνυπάρχουν σε όσο το δυνατό ακραίες μορφές, μέσα στο ίδιο άτομο, γεννιέται – βοηθούντων πολλών άλλων περιστάσεων- το θαύμα: γεννιέται ο Δάντης. Ο Δάντης είναι ένα μικρό παιδί που εκπλήσσεται συνεχώς με όσο συμβαίνουν σε ένα μεγάλο άντρα: ένα πράγματι «δύο σε έναν». Δείτε πως ο μικρός Δάντης ανασκιρτά, φωνάζει, φωτίζεται από χαρά, τρέμει από οργή και (προσποιητό) τρόμο, ενθουσιάζεται, εκτίθεται, ταπεινώνεται από φιλαρέσκεια, εξυψώνεται μέχρι τα άστρα μπροστά στα εξαιρετικά γεγονότα τα οποία, με ενδιάμεσο τον ίδιο, γεννούν τον Δάντη με την τήβεννο και την γενειάδα στο πρόσωπο! Αχ, πόσο τον διασκεδάζουν εκείνες οι αμοιβές και οι τιμωρίες (κυρίως οι τιμωρίες) εκείνοι οι διάβολοι και οι άγγελοι, εκείνοι οι «ευγενείς θυρωροί» εκείνοι οι ζωντανοί και οι νεκροί που είναι πιο ζωντανοί από τους ζωντανούς! Τι απίθανο ταξίδι! Πώς να ελπίζουμε σε μεγαλύτερες γιορτές και φωτοχυσίες; και απέναντί του, εχθρός και σύμμαχος ταυτοχρόνως ο Δάντης με όλα τα φοβερά πάθη της εποχής τους και της ώριμης ηλικίας του, να αγωνίζεται μόνος εναντίον όλων (λιγότερο κατά του ίδιου του εαυτού του ) να τον διαψεύδουν συνεχώς τα γεγονότα, κι αυτός πάντα σίγουρος πως έχει δίκιο κι επομένως πάντα παραληρηματικός και πάντα με τα μάτια πεταμένα έξω από μίσος κι αγάπη. Ενώ ο άντρας υπερτερεί σε σχέση με το παιδί (ο Μοντάλε μας υπέδειξε για αυτήν την περίπτωση το δοξασμένο όνομα του Γκαίτε), ο ποιητής (ως ποιητής) μας αφήνει αδιάφορους. Εάν πάλι υπάρχει το παιδί, ένα πάνω στο μίσχο του αναπτύχθηκε μόλις ένας υποτυπώδης άντρας, έχουμε τον «ποιητή Puer» (τον Πάσκολι) και αισθανόμαστε ανικανοποίητοι και κάποια ελαφρά ντροπή.

Uberto Saba - 6

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΑ ΗΛΙΚΙΑ δεν μπορείς να συζητάς. Μπορεί μόνον να διδάσκεις ή να μαθαίνεις. Να μαθαίνεις θα ήταν – για άλλη μια φορά ευχής έργον. Όμως ποιος μπορεί να διδάξει σε ένα γέρο; πρέπει να μάθει από μόνος του ή να εξαφανισθεί.

ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΝΑ ΠΩ στους φιλοσόφους. Ούτε εκείνοι έχουν να πουν κάτι σε μένα. Καθώς τους προσεγγίζω, γίνονται ρευστοί: διαστέλλονται στο οικουμενικό για να μην τους αγγίξω σε ένα και μόνο νευραλγικό σημείο. Όλα τα συστήματα τους είναι μπαλώματα που κρύβουν μια «ρήξη της πραγματικότητας». Οι ποιητές υπόσχονται λιγότερα και αποδίδουν περισσότερα.

Η ΡΙΜΑ μπορεί να είναι τετριμμένη όπως fiore / amore, ή να δημιουργεί αναπάντεχες συσχετίσεις. Όμως, τότε μόνον είναι σωστά τοποθετημένη όταν, μετατρέποντας τη σύνθεση σε πρόζα, δεν μπορείς να αντικαταστήσεις τις λέξεις που ομοιοκαταληκτούν χωρίς να βλάψεις την σημασία τους.

ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ – εκ φύσεως επαναστάτης. Είμαι συντηρητικός του πιο σπάνιου είδους. Κατάλαβα εξαρχής, πως πολλά πρέπει να θυσιάσει όποιος θέλει να διατηρήσει την ουσία. Ένας πούρος συντηρητικός δεν σκέφτεται έτσι, ή καλύτερα δεν σκέφτεται καθόλου. Απλώς υποφέρει από δυσκοιλιότητα.

Ο ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ φαίνεται να διακατέχεται μόνον από μια επιθυμία: να φτάσει το γρηγορότερο δυνατόν στο δύο χιλιάδες.

Η ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗ – προάγγελος της εκτύπωσης- προκάλεσε στην ποίηση και στους ποιητές μια ευεργετική επίδραση διαβρωτική του περιττού. Ήταν όμορφο να κτυπάς στην γραφομηχανή ένα ποίημα του Ουνγκαρέτι της πολεμικής περιόδου. Άλλα ένα μεγάλο αισθηματικό ποίημα!

ΓΙΑΤΡΟΙ. Δεν υπάρχει σχεδόν άλλη διαφορά ανάμεσα σε έναν καλό και έναν κακό γιατρό παρά αυτή: ο πρώτος είναι ερωτευμένος με την ίαση, ο δεύτερος με την νόσο. Ο κακός γιατρός «δεν επιθυμεί» να θεραπεύσει ριζικώς τον άρρωστο. Αλλά να τον ανακουφίσει από τους πόνους. Έτσι, ο πελάτης ευγνώμων ξαναγυρίζει. (Ο διαλογισμός μου είναι – προφανώς – ασύνειδος. Ή περίπου…)

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. Γιατί οι καλλιτέχνες, ακόμη και εκείνοι που έχουν την πιο βαθειά, εσωτερική και δικαιολογημένη συνείδηση της αξίας τους, είναι τόσο απαρηγόρητοι μπροστά στην αποτυχία.; «Μα δεν σου αρκεί» ρωτούσε μια γυναίκα κάποιον από αυτούς τους απαρηγόρητους «δεν σου αρκεί να ξέρει αυτό που έκανες;» Προφανώς, δεν αρκούσε. Το έργον τέχνης είναι πάντα μια εξομολόγηση και όπως κάθε εξομολόγηση, επιζητεί την άφεση. Μη επιτυχία ισοδυναμεί με άρνηση και άφεση. Φαντάζεσθε τι επακολουθεί.

ΤΟΣΟ ΟΜΟΡΦΟΤΕΡΟΣ είναι ο Ρακίνας, όσο περισσότερο είναι Γάλλος. Και ο Λεοπάρντι άλλο τόσο, όσο είναι Ιταλός. Υπάρχει κάποιος μεγάλος Γερμανός για τον οποίον θα μπορούσε να ειπωθεί κάτι παρόμοιο; Οι μεγάλοι Γερμανοί συγγραφείς – ο Γκαίτε, ο Χάινε, ο Νίτσε και άλλοι επίσης – είναι περισσότερο από οποιουσδήποτε άλλους άλλων χωρών γεμάτοι βρισιές για την πατρίδα τους. Σίγουρα την αγαπούν, όμως διαφορετικά απ’ ό,τι οι Ιταλοί και οι Γάλλοι.: δεν επιθυμούν να της μοιάσουν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *