Διακρίθηκε και στο λαϊκό τραγούδι από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Μεγάλες της επιτυχίες τα τραγούδια «Σε βλέπω στο ποτήρι μου», «Σ’ αγαπώ», «Μα αύριο κύριε», «Αγόρι μου», «Χίλιες βραδιές», «Σκλάβα», «Ερωτά μου ανεπανάληπτε», «Αν είναι η αγάπη αμαρτία», «Κι έκλαιγε μαζί μου ο θεός» και «Θέλω κοντά σου να μείνω».
Η Ευγενία Βραχνού, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 1939. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια μετά το χωρισμό των γονιών της και μεγάλωσε με τη γιαγιά της. Στα 14 της αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, επειδή ο πατέρας της δεν της επέτρεπε να βλέπει τη μητέρα της.
Αρχικά σκόπευε να σπουδάσει στη Φυσικομαθηματική Σχολή. Μετά όμως τη γνωριμία της με τον συνθέτη Μίμη Πλέσσα, τον οποίο θεωρούσε μέντορά της, αποφάσισε να ασχοληθεί με το τραγούδι, παρά την αντίδραση του πατέρα της. Με προτροπή του Πλέσσα έδωσε εξετάσεις στο ΕΙΡ και προσλήφθηκε το 1959 ως τραγουδίστρια της ορχήστρας ελαφράς μουσικής του κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού. Το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο με το οποίο έχτισε την καριέρα της ήταν ιδέα του μαέστρου και συνθέτη Γεράσιμου Λαβράνου, με τον οποίο συνεργάστηκε στα πρώτα της βήματα.
Το τραγούδι που την καθιέρωσε ήταν το «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου» του Μίμη Πλέσσα, ο οποίος στη συνέχεια υπέγραψε και τον πρώτο μεγάλο της δίσκο, που περιλάμβανε και τη μεγάλη επιτυχία της «Σε βλέπω στο ποτήρι μου». Μάλιστα, με το κομμάτι «Τώρα» του μουσικοσυνθέτη κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1964. Μέλος της κριτικής επιτροπής ήταν ο ηθοποιός Δημήτρης Χορν, ο οποίος ψήφισε «Τζένη Βάνου» και όταν του ζητήθηκε από τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής να ψηφίσει τραγούδι και όχι πρόσωπο αυτός απάντησε προφητικά: «Μα τα επόμενα 50 χρόνια γι’ αυτήν θα μιλάμε».
Σύντομα καθιερώθηκε ως τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού και ερμήνευσε ντουέτα, κυρίως με τον Γιάννη Βογιατζή. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 ο Νίκος Μαμαγκάκης της ζήτησε να τραγουδήσει το «Σ’ αγαπώ» («Ο ήλιος βγαίνει μες στα μάτια σου») για την ταινία του Νίκου Φώσκολου «Λεωφόρος του μίσους». Το τραγούδι γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ο Μάνος Χατζιδάκις της πρότεινε να συνεργαστούν. Αυτή αρνήθηκε, επειδή δεν ήθελε να «προδώσει» τον Μίμη Πλέσσα, που την ανέδειξε.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 πραγματοποιεί τη μεγάλη στροφή της καριέρας της και με τη βοήθεια του Τόλη Βοσκόπουλου περνά στο λαϊκό τραγούδι. Μόλις είχε επιστρέψει από την Αμερική, όπου δούλευε για περίπου μία διετία, χωρισμένη και μόνη με δύο μικρά παιδιά (τον Μιχάλη και την Αθηνά από τον γάμο της με τον επιχειρηματία Βασίλη Ρηγόπουλο), χωρίς δουλειά και χωρίς λεφτά. Σε αυτή τη δύσκολη φάση της ζωής της συνάντησε μια μέρα τον Τόλη Βοσκόπουλο, ο οποίος τη βοήθησε να ξεκινήσει και πάλι από την αρχή. Της έγραψε δύο λαϊκά τραγούδια («Αγόρι μου» και «Σε παρακαλώ, σήκω και φύγε»), που έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Ο Πλέσσας της γράφει το σουξέ «Σε βλέπω στο ποτήρι μου» και το 1984 παίρνει χρυσό δίσκο με το «Τρένο της ζωής» του Τάκη Μουσαφίρη.
Στην πολύχρονη καριέρα της υπήρξε μούσα πολλών συνθετών. Ερμήνευσε τραγούδια των Μίμη Πλέσσα, Μίκη Θεοδωράκη, Γιώργου Μουζάκη, Κώστα Γιαννίδη, Ζακ Ιακωβίδη, Τάκη Μωράκη, Κώστα Καπνίση κ.ά. Εμφανίστηκε στα μεγαλύτερα κέντρα της παραλιακής, δίπλα σε μεγάλα ονόματα, αλλά ανήκε σ’ εκείνους του καλλιτέχνες που δεν έβγαλαν πολλά λεφτά. «Στις οικονομικές συμφωνίες που έκανα ήμουν χάπατο, χαζή. Ο καθένας μπορεί να με εκμεταλλευτεί» είχε πει με ειλικρίνεια. Βραβεύτηκε για τη δουλειά της στην Ισπανία, την Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση.
Η Τζένη Βάνου άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά στις 5 Φεβρουαρίου 2014, νικημένη από τον καρκίνο.