Γράφει ο Εμμανουήλ Γ. Μαύρος
Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο, είναι τα μέσα που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους, στη σημασιολογική και σημειολογική κατασκευή του εκάστοτε μηνύματος, στην κατανάλωση και στην κριτική ανάλυση τους, από το πρωτοφανές μεγάλο κοινό που προσελκύουν ειδικότερα η τηλεόραση. Παγκοσμίως από τους πολιτικούς, μέχρι τους ακαδημαϊκούς δασκάλους, όλοι συμφωνούν πως η τηλεόραση και το ραδιόφωνο – ως συστήματα δημόσιας επικοινωνίας – αποτελούν μορφές της μαζικής κουλτούρας, διχάζοντας πολλούς κριτικούς συγγραφείς, περισσότερο στις δυο δεκαετίες της μεταπολεμικής περιόδου έως σήμερα. Το σίγουρο είναι πως σήμερα η τηλεόραση και το ραδιόφωνο, από τη μια πλευρά έχουν ξεκάθαρα μια σειρά χαρακτηριστικών κοινών με ευρύτερες περιοχές της παραγωγής βιομηχανικών προϊόντων και εντάσσονται στο γενικό πλαίσιο μιας βιομηχανικής δομής. Από την άλλη πλευρά όμως, είναι στο ίδιο βαθμό είναι ξεκάθαρο ότι τα προϊόντα που παράγουν – τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό πρόγραμμα – παίζουν ένα ρόλο προς την κατεύθυνση της οργάνωσης του «ΛΟΓΟΥ», του «ΗΧΟΥ» και της «ΕΙΚΟΝΑΣ», μέσω των οποίων το κοινό προσεγγίζει την πραγματικότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, θα αρκεστούμε πρώτα στην κατανόηση των κοινωνικών φαινομένων μέσα στα οποία κινείται η έννοια της μαζικής κουλτούρας σε αλληλεξάρτηση με την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το κοινό. Σπουδαίο παράδειγμα γι’ αυτά που ζει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια ειδικά αυτές τις τελευταίες μέρες και ώρες. Στόχος δεν υπάρχει, άρα και αποτέλεσμα και αυτό δεν μπορεί να υπάρξει σε έδαφος τέτοιο όπου οι ηγερπείς μιας μπουρζουαζίας απαιτούν θέση σε μια αγορά πεθαμένη και σε ένα κοινό που ο μέσος όρος του ξεπερνά την υποκουλτούρα του απόπατου. Δεν παύει όμως αυτός να είναι ένας μέσος όρος, με αποτέλεσμα να υπάρχει κάπου εκεί έξω ένα αριθμός ικανός να βρει το λάθος. Προς αυτή την κατεύθυνση κατανόησης, είναι η καταγραφή μιας συντηρητικής πολιτικής και μιας αριστερής πολιτικής κριτικής θεώρησης των μέσων τηλεόραση – ραδιόφωνο, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα, πριν οδηγηθούμε στην ανίχνευση κι εύρεση του λάθους!
Η εμφάνιση και η ευρεία διάδοση της ιδιωτικής τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, αποτέλεσαν την σταδιακή αλλαγή της πολιτισμικής αγοράς και ως μέσα διάβρωσαν την παραδοσιακή κουλτούρα των λαϊκών στρωμάτων, φθείροντας τα ήθη και τις αξίες τους.
Η τηλεόραση με την δύναμη της εικόνας και την αποδοχή της από το κοινό, τα διαφορετικά μηνύματά της και το τηλεοπτικό πρόγραμμα, έφεραν την ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης μορφής βιομηχανίας, ανασυνθέτοντας τις παραδοσιακές κοινωνικές σχέσεις, οδηγώντας ο μέσο κοινό στην απομόνωση. Ενώ η «υπόσχεση» της ελευθερίας που προσέδωσε στο κοινό της, η τηλεόραση – σε μια ακμάζουσα γι’ αυτήν περίοδο – έχει μεταμορφωθεί σε ζωντανό εφιάλτη της ανομίας, στο βαθμό της ασυδοσίας και της αλλοτρίωσης – σε θεσμούς και αξίες. Τα ΔΕΛΤΙΑ ΕΙΔΗΣΕΩΝ, οι εκπομπές λόγου και η κάθε είδους πολιτικής φύσεως εκπομπές, ενημερωτικές ή ψυχαγωγικές, μεταμόρφωσαν τη δημοκρατία στο αντίθετό της καθώς έχουν εγκαθιδρυθεί νέες μορφές τυραννίας, κάνοντας εκμετάλλευση τον φόβο, τις ανάγκες, την ελπίδα και την πίστη, ενός κοινωνικά ατομικοποιημένου κοινού. Παράλληλα η προβολή κάποιων πολιτιστικών εκπομπών για τη διάδοση του πολιτισμού και μιας γενικής πολιτισμικής γνώσης, οδήγησε στον εκφυλισμό του πολιτισμού και σ’ ένα ηθικό και αισθητικό βαρβαρισμό.
Τουλάχιστον στα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου μέχρι την ίδρυση της ιδιωτικής τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, κυρίως όπου η τηλεόραση κυριαρχεί ως μέσο, η διάκριση μεταξύ ελίτ και μαζών [κοινού], είναι σαφώς διαρθρωμένη και η κουλτούρα είναι σαφώς στρωματοποιημένη. Ενώ, ο λαός καθίσταται γνωστικός μάλλον με το δικό του τρόπο, παρά με το να σπάει την δύναμή του χωρίς ανταπόκριση στην προσπάθειά του να υιοθετήσει τις κληροδοτημένες παραλλαγές της υψηλής κουλτούρας των ελίτ, παρέμενε αυθεντικός. Ωστόσο και το ραδιόφωνο ως μορφή της μαζικής κουλτούρας και ως μέσω επικοινωνίας, αποτελεί απλώς μια ιδιορρυθμία των σύγχρονων πολεομορφικών και εκβιομηχανισμένων κοινωνιών, που ως μέσω είναι προσανατολισμένο προς την ευρεία αγορά, που στόχο έχει την υπερκατανάλωση, [μηνυμάτων λόγου ή διαφήμισης και κατευθυνόμενης μουσικής (play list)].
Έφτασε λοιπόν σήμερα η τηλεόραση και το ραδιόφωνο – μέσα παρασιτικά, κίβδηλα, μαζικά κατασκευασμένα από αδαείς ανθρώπους, να αποτείνονται στο χαμηλότερο κοινό παρανομαστή του ακροατηρίου τους – του κοινού – στο οποίο αυτά διαμόρφωσαν. Το ραδιόφωνο και η τηλεόραση είναι λαϊκά μέσα τα οποία προκαλούν «φτηνές, σχεδόν μηχανικές συναισθηματικές αντιδράσεις» και προτρέπουν το κοινό στην «επιλογή των πιο άμεσων ηδονών που αποκτώνται με την ελάχιστη προσπάθεια», απόψεις του F. R. Leavis του 1933 τόσο διαχρονικές που γίνονται καθρέφτης του σήμερα.
Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο κατάφεραν μέσα στο χρόνο να διαφθείρουν τα αισθήματα – σe προβολές πορνογραφικών εικόνων, διαφορετικών υπο-αισθητικών αντιλήψεων, της αντι-φιλίας και της εχθρότητας – εκχυδαΐζοντας την γλώσσα, εκμεταλλευόμενοι τις γενικές και συναισθηματικές ανάγκες και τους φόβους του κοινού, ( 1. Γνωστικές ανάγκες, για την απόκτηση πληροφοριών και γνώσεων, 2. Συναισθηματικές ανάγκες, για συγκινησιακές κι αισθητικές εμπειρίες, έρωτα και φιλία – η επιθυμία να βλέπει κανείς ωραία πράγματα 3. Ανάγκες προσωπικής ολοκλήρωσης, ανάγκη για αυτοπεποίθηση, σταθερότητα, κοινωνική θέση, επιβεβαίωση 4. Ανάγκες κοινωνικής ενσωμάτωσης, ενίσχυση των οικογενειακών, φιλικών και άλλων δεσμών 5. Ανάγκες χαλάρωσης, ανάγκη φυγής από την καθημερινότητα και ψυχαγωγία). Ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο την απληστία, το σνομπισμό και την κοινωνική ομοιομορφία, (ελλιπής συντροφικότητα και κοινωνική χρησιμότητα).
Μια καλή θεώρηση του ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού μέσου, έχει ως αρχή το περιεχόμενό τους υποστηρίζει η αριστερή κριτική θεώρηση. Οι τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, δεν αποτελούν και δεν είναι ποτέ δυνατόν να αναδειχθούν σε μορφές τέχνης που διαθέτουν και εμπορευματική διάσταση, αλλά είναι αποκλειστικά και μόνο εμπορεύματα και οι συντελεστές τους είναι δέσμιοι των κανόνων και των περιορισμών που υπαγορεύει η λογική της εμπορευματοποίησης. Η απειλεί που εμπεριέχουν τα μέσα ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΚΑΙ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ, είναι ότι παρεμποδίζουν την σκέψη αυτή καθ’ αυτή, παρασέρνοντας το κοινό – πνευματικά – σ’ έναν κόσμο ναρκωτικών (αποβλακωτικών), ορισμών και αυτομάτων ιδεολογικών εξομοιώσεων, που αποκλείει κάθε αποτελεσματική παρέμβαση από την πλευρά του.
Αναφορικά με τα προγράμματα του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, κατάφεραν να φέρουν τον κόσμο της σοβαρής (υψηλής), κουλτούρας περισσότερο προσιτό στο κοινό με αποκλειστικό αντίτιμο την στέρηση της κριτικής και της λογικής της ουσίας.
Το κοινό κατευθυνόμενο, από τις εκπομπές του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, με πρόσβαση στα εύκολα μηνύματά της «σοβαρής» κουλτούρας, απολαμβάνει το θέαμα της εικόνας, αδυνατεί να συνεργαστεί με τη λογική και σε συνεργασία με τα ίδια τα μέσα, τα οποία εισβάλλουν και υπονομεύουν την παραδοσιακή υψηλή κουλτούρα, κάνοντάς την ευρύτερα προσιτή με ένα δήθεν εκλαϊκευμένο τρόπο, αποτελεί στην ουσία μια προσπάθεια να ισοπεδωθούν οι λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν τα μεγάλα πνευματικά έργα. Και αυτό, γιατί φέρνοντας τον πολιτισμό στην καθημερινή ζωή, τον απέσπασαν από την παράδοση που είχε εγγυηθεί την ιδιαιτερότητα του, ακριβώς, όπως οι τεχνικές της μαζικής παραγωγής στέρησαν το έργο τέχνης από την αίγλη – την λάμψη αν θέλετε – της μοναδικότητας του, στην οποία θα μπορούσε αποκλειστικά να αποδοθεί η κριτική του λειτουργία.
Παράλληλα, το κοινό πράττει μια αντι-τέχνη, καθώς ο καθαρά εμπορευματικός ρόλος της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, επιτάσσει την τυποποίηση και την ομογενοποίηση των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών προϊόντων, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να λειτουργήσει στο κοινό η προσωπική έκφραση, η κριτική σκέψη και η αισθητική. Ένας σκεπτόμενος άνθρωπος εύκολα κατανοεί πως η τέχνη, όταν παρουσιάζεται από τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις, χάνει την αντιστασιακή της λειτουργία και είναι έτοιμη να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα. Δηλαδή, είναι ανίκανη να επηρεάσει τη συνείδηση αυτών, των οποίων τα μυαλά διαμαρτύρονται στο πλαίσιο μιας συμβιβασμένης πραγματικότητας.
Η ουσιώδεις συγκέντρωση όλων των παραπάνω συνίσταται, ότι τα μέσα – ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΚΑΙ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ – αναστέλλουν ή καλύτερα μπερδεύουν την εννοιολογική σκέψη, ενθαρρύνοντας το κοινό να ζει σε ένα κόσμο ονειρικών ή καλύτερα υπνωτικών ορισμών, καθώς αρνούνται την άσκηση κάθε αποτελεσματικής νοητικής αξιολόγησης.
Η λέξη ιδιωτική τηλεόραση και ραδιόφωνο στην Ελλάδα έως το 1989, δεν ήταν στα χείλη κανενός. Το 1989 ήταν η χρονιά ορόσημο πρωτοφανούς ενίσχυσης των εκδοτών στους οποίους η συγκυβέρνηση ΝΔ και του τότε ενιαίου Συνασπισμού αποφάσισε να δημιουργήσει ένα φτωχό νομικό πλαίσιο περί ιδιωτικής τηλεόρασης και να οριστικοποιήσει την ιδιωτικοποίηση του ραδιοφώνου . Όλοι συμφώνησαν στη συνεδρίαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1989, πλην του Κωστή Στεφανόπουλου, τότε προέδρου της ΔΗΑΝΑ και μετέπειτα προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας. Μέχρι σήμερα οι δέκτες γέμισαν με πολλά πανελλαδικά και τοπικά δίκτυα δημιουργώντας ένα πανζουρλισμό προσφοράς – ζήτησης του παραγόμενου προγράμματος. Αλόγιστες σπατάλες, χρήμα, αναξιοκρατικά υπέρογκοι μισθοί, σκηνικά που θα ζήλευαν και οι πιο ελίτ οίκοι ανοχής, δημιούργησαν ένα ασφυχτικό πλαίσιο που αποδείχτηκε πως αν μη τι άλλο, η επένδυση δεν αφορούσε ποτέ το παραγόμενο προϊόν αλλά τον έλεγχο της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας και του κοινού.
Αποτέλεσμα της αλλοτριωτικής κατεύθυνσης της τηλεόρασης αλλά και του ραδιοφώνου (όπου στο μουσικό ραδιόφωνο το παραγόμενο προϊόν δεν ήταν δημιουργία του παραγωγού αλλά της εκάστοτε δισκογραφικής εταιρείας ), είχε ως αποτέλεσμα με βάση στατιστικών στοιχείων το 2015 να χαθούν 1.500.000 θεατές, με την οικονομική κρίση ήδη σε έξαρση και την διαφημιστική αγορά σε πτωτική τάση. Η ενημέρωση και το γλωσσικό επίπεδο είχε ξεπεράσει τον πάτο αφού πλειοψηφικά αρκούσαν τα δελτία τύπου των υπουργείων και ήταν λογικό, αφού το ενημερωτικό παραγόμενο υλικό προσαρμοζόταν στην κρίση του υπέρ ή του κατά της εκάστοτε εξουσίας. Επένδυση δεν υπήρξε και ούτε διαφαίνεται να υπάρξει και σε αυτό ευθύνες δεν έχουν μόνο οι ιδιοκτήτες των τηλεοράσεων και των ραδιοφώνων αλλά και τα διοικητικά στελέχη όπου τα περισσότερα βρίθουν μέσα στην υποκουλτούρα, τον παραλογισμό, την ανευθυνότητα, την ανικανότητα, την ανυπαρξία και την άγνοια των μέσων ως επιχειρήσεις. Ακόμα και σήμερα καθώς οδεύουμε τους τελευταίους μήνες του 2016 και μετά από 27 χρόνια ιδιωτικής τηλεόρασης και ραδιοφώνου, οι ίδιοι άνθρωποι ομιλούν για διαφημιστική πίτα όταν τριάντα χρόνια πριν όλα τα δίκτυα περνούσαν στο επόμενο στάδιο, όπως της επένδυσης προγράμματος και πώλησης αυτού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τηλεοπτικής σειράς σε επίπεδο και ποιότητα εφάμιλλης του δικτύου ΗΒΟ που προβλήθηκε από “μεγάλο” κανάλι πανελλαδικής εμβέλειας, που τα οικονομικά προβλήματα μπορεί να του επιφέρουν την χρεοκοπία, δεν το εκμεταλλεύτηκε όσο θα έπρεπε εμπορικά στην παγκόσμια αγορά, ενώ είχε όλες τις προοπτικές να το πετύχει, αν είχαν βέβαια γίνει οι σωστοί χειρισμοί, θα είχε σωθεί το δίκτυο από την καταστροφή.
Το ζητούμενο όμως δεν ήταν αυτό, διότι αν ήταν, οι καταστάσεις για τα μέσα (τηλεόραση – ραδιόφωνο) θα ήτο εντελώς διαφορετικά. Έπραξαν λοιπόν με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να αποτελούν ακριβώς αυτά που απαιτούν εκ του αποτελέσματος η συντηρητική και η αριστερή κριτική θεώρηση των μέσων. Έκοψαν την σωστή ενημέρωση με το επιχείρημα τον υψηλό προϋπολογισμό, μεταλλάσσοντας την σε άψυχη και χαμηλού γλωσσικού επιπέδου προπαγάνδας σχολιαστών. Ρεπορτάζ, έρευνες, αποστολές, «ζωντανά» προγράμματα, ειδησεογραφικά ντοκιμαντέρ, αποτέλεσαν άγνωστες λέξεις για τους επιχειρηματίες και κυρίως για τους ανίδεους διοικητικούς υψηλούς υπαλλήλους των. Γι’ αυτούς το μοναδικό αποτέλεσμα ήταν σανό, καφρίλα, χυδαιότητα, βλακεία, αποβλάκωση και εξευτελισμός της ελληνικής γλώσσας. Αυτό είναι το μεγαλύτερο κακό, διότι αυτός ο εξευτελισμός της ελληνικής γλώσσας πέρασε στην κοινωνία, την διέφθειρε εγκεφαλικά και λεκτικά, παρασέρνοντας γράμματα και τέχνες στο ίδιο ραδιοτηλεοπτικό μοτίβο: σανό, καφρίλα, χυδαιότητα, βλακεία, αποβλάκωση. Προσεγγίζοντας την μυθοπλασία τα πράγματα έγιανα ακόμα χειρότερα. Σενάρια που γράφονται 30 σελίδες μπούρδες, σκηνική καταραμένη φτώχεια, “ηθοποιούς” που λένε πώς παίζουν, ανύπαρκτη φωτογραφία, καταστροφική προχειρότητα στη σκηνοθεσία και τηλεθεατές που να προσμένουν να δουν το βυζί της ηρωίδας με τις γυναίκες για να το κρίνουν και τα αρσενικά για να τον παίξουν.
Ας αναλογιστεί ο καθείς από εμάς σε αυτά τα χρόνια πόση σαχλαμάρα και αθλιότητα έχουν αντέξει οι τηλεοπτικοί δέκτες και τις ευθύνες μας – οι εξαιρέσεις ελάχιστες.
Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο είναι ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα και η δουλειά που κάνουν είναι προϊόν ανθρώπινων επιλογών, πολιτισμικών αποφάσεων, επιχειρηματικών και πολιτικών πιέσεων. Τα μέσα ανταποκρίνονται στις συνθήκες εντός των οποίων υπάρχουν. Ο τρόπος που η τηλεόραση και το ραδιόφωνο αναπαριστούν την πραγματικότητα δεν είναι φυσικός, όπως δεν είναι φυσικός ο τρόπος που την αναπαριστά η γλώσσα. Τόσο η γλώσσα όσο και τα μέσα διαμεσολαβούν την πραγματικότητα – ο κοινωνικός άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοήσει καμιά καινούργια εμπειρία χωρίς τις πολιτισμικά καθιερωμένες δομές, τελετουργίες και έννοιες που του παρέχονται μέσω της γλώσσας. Η γλώσσα είναι το μέσο με το οποίο οι άνθρωποι μετέχουν στην κοινωνία για να παράγουν την πραγματικότητα, (μέρος της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ζουν μαζί σε μια γλωσσική κοινότητα). Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο ενισχύουν την ικανότητα αυτή και η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αυτά δομούν και παρουσιάζουν τη δική τους εικόνα της πραγματικότητας, μπορεί να μας βοηθήσει σημαντικά να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η κοινωνία – συνεπαγόμενος καθρέφτης της ιδιωτικής τηλεόρασης ο καταληκτικός απόπατος της κοινωνίας.
Μετά από 27 χρόνια λοιπόν φτάνουμε στο σημείο οι προσωρινές άδειες των τηλεοπτικών μέσων να γίνουν νόμιμες άδειες με βαρύ οικονομικό κόστος. Ο ορισμός των τεσσάρων νομίμων αδειών είναι λάθος, είναι συνταγματικά λάθος, είναι πολιτικά λάθος, από εκεί και πέρα συζητάμε για τον παραλογισμό.
Πολιτική εξουσία και επιχειρηματίες συνεχίζουν να ομιλούν για διαφημιστική πίτα σε μια αγορά νεκρή κι ένα παραγόμενο προϊόν που όσο πάει και φτωχαίνει. Κανείς δεν μιλά για επένδυση, παρά μόνο για πολιτική συνέχεια ή σκοπιμότητα. Οι επιχειρηματίες που κέρδισαν την πολυπόθητη άδεια εθνικής εμβέλειας προετοιμάζονται για την αρένα της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας, οι υπόλοιποι μιλούν για πολυετή παρουσία στις κρατικές συχνότητες και αποζητούν επί ίσοις όροις άδεια εθνικής εμβέλειας. Οι δυο πλευρές παίζουν ένα πικ πονγκ στις πλάτες απλών εργαζομένων, που ουχί έχουν την οποιαδήποτε σχέση με την διοικητική πλέμπα των ανίδεων που υπάρχουν από πάνω τους και βέβαια συντηρούν τους εκάστοτε επιχειρηματίες. Παραλογισμός στον καθρέφτη των επιχειρηματιών, παραλογισμός και στις απαιτήσεις.
Η Μεγάλη Βρετανία με πληθυσμό 61.000.000 εξαιρώντας το BBC που είναι εθνικό δίκτυο, οι υπό κατοχή άδειες εθνικής εμβέλειας έχουν πέντε τηλεοπτικά δίκτυα (ITV 1,2,3, Channel 4 (all 4) και Channel 5 (all 5) – List of DTT channels in the United Kingdom) με απόλυτα ανεξάρτητο BBA (British Broadcasting Authority) το αντίστοιχο ΕΣΡ, με την χώρα να έχει ρυθμούς ανάπτυξης $2.849 τρις και 0,2% άνοδο το 2016. Όπου το παραγόμενο πρόγραμμα δεν στηρίζεται στο μοίρασμα της διαφημιστικής πίτας αλλά στην μεταπώληση του. Η χώρα μας με πληθυσμό 11.000.000, με μη ανεξάρτητο ΕΣΡ (διότι μια ανεξάρτητη αρχή δεν στηρίζεται από πολιτικές παρατάξεις), με ρυθμούς ανάπτυξης $237.970 δις (χρεωμένα) και πτώση 0,9% το 2016 νομιμοποιεί τέσσερις άδειες εθνικής εμβέλειες και αποζητούν ισότιμη μεταχείριση άλλα τέσσερα τηλεοπτικά δίκτυα που δεν πήραν άδεια εθνικής εμβέλειας. Με το παραγόμενο πρόγραμμα κάτω του μετρίου, μηδενική ενημέρωση, απευθυνόμενο σε μια πλειοψηφούσα αλλοτριωμένη κοινωνία που λειτουργεί ως συνεπαγόμενος καθρέφτης, αποζητά οικονομική λύση στα έσοδα της διαφημιστικής πίτας.
Βρες το λάθος…
Αλλά ας μην παίζουμε με τις λέξεις. Εκείνο που μας ενδιαφέρει πάντα είναι το περιεχόμενο. Όταν ο Μακ Λούαν έλεγε ότι το «μέσο» έχει περισσότερη σημασία από το «περιεχόμενο», μπορούμε να αμφιβάλουμε. Δεν μπορούμε όμως να αμφιβάλουμε πως, προκειμένου να κάνουμε ένα ταξίδι και να φτάσουμε σίγουρα στον προορισμό μας, πρέπει πρώτα να βεβαιωθούμε για την ασφάλεια που μας παρέχει το μεταφορικό μας μέσο. Αν θέλουμε να πετύχουμε μια κοινωνική αποστολή με την τεράστια δύναμη που μας προσφέρουν οι συχνότητες της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, είναι καιρός να σιγουρευτούμε γι’ αυτά τα μέσα, από το οποία εξαρτάται η θετική διεκπεραίωση της αποστολής μας, των μηνυμάτων και του περιεχομένου τους. Τα μέσα μας ανησυχούν. Αλλά είναι τα μηνύματα, το περιεχόμενό τους και η σωστή εκπομπή και λειτουργία ενός τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού προγράμματος, που μας ενδιαφέρει εξίσου. Μας ενδιαφέρουν οι άνθρωποι, οι παλιοί και μελλοντικοί τηλεοπτικοί θεατές και ραδιοφωνικοί ακροατές, να έχουν μια ορθολογική τηλεόραση, ένα υγιές ραδιόφωνο, που στοχεύει στη βελτίωση της ψυχαγωγίας τους, στην έγκυρη και ποιοτική ενημέρωσή τους και στη σωστή χρήση της γλώσσας. Όλα αυτά δηλαδή που συνιστούν ένα καλύτερο επίπεδο ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής και μηνυμάτων. Οι επαγγελματίες στο χώρο της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου πρέπει να καταλάβουν πως: τα μέσα έχουν πάψει πια ν’ αποτελούν μια απλή αναπαράσταση μύθων!
© 2016 Emmanuel G. Mavros