Ο Μανώλης Καλομοίρης άντλησε πολύτιμα διδάγματα από το έργο του, επιζητώντας ένα νέο ελπιδοφόρο μήνυμα μιας καινούριας εθνικής και πνευματικής ανάστασης του Έθνους.
…Το έργο του στάθηκε για μένα φάρος αληθινός της τέχνης που φώτισε και θα φωτάη στους αιώνες τις Ελληνικές ψυχές μέσα στα σκοτάδια που μας δέρνουν ολούθε.
συνόψισε τη σχέση του με το παλαμικό έργο ο συνθέτης.
Την άνοιξη του 1955 ο Καλομοίρης ολοκλήρωσε την τρίτη Συμφωνία του, την οποία ονόμασε «Παλαμική», προς τιμή του πνευματικού του μέντορα. Το έργο αποτελείται από τέσσερα μέρη:
Στη ροή του έργου παρεμβάλλεται ένας εξάγγελος, ο οποίος απαγγέλει στίχους του Παλαμά από τα έργα του «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι» (Μοντεράτο) και «Δωδεκάλογος του Γύφτου» (Σκέρτσο, Αγάπη-Λέντο μαν νον τρόπο και Φινάλε). «Ότι καλλίτερο, ότι αγνότερο έχω γράψει είναι τις περισσότερες φορές δεμένο με τον Παλαμικό στίχο, με την Παλαμικήν Ιδέα. Και σήμερα στη δύση του βίου και της δράσης μου και πριν τραβήξω για το μεγάλο, το αγύριστο, ταξίδι θέλησα μιαν ακόμη φορά να τραγουδήσω κάτω από της θείας του λύρας τους αχούς. Κ’ έστησα την Παλαμική Συμφωνία, βωμό και μνημείο της πίστης μου στην αθάνατη Ελληνική Τέχνη και τον Ποιητή που τη συμβολίζει» έγραψε ο Καλομοίρης στο προλογικό του σημείωμα για την έκδοση του έργου το 1961.
Η πρεμιέρα της «Παλαμικής Συμφωνίας» δόθηκε στις 22 Ιανουαρίου του 1956 στην Αθήνα από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με μαέστρο τον διακεκριμένο αρχιμουσικό Ανδρέα Παρίδη (1910-2000), στον οποίο ο Καλομοίρης αφιέρωσε το έργο και εξάγγελο τον ηθοποιό Θάνο Κωτσόπουλο.
Το έργο έγινε ενθουσιωδώς δεκτό από την κριτική, θεωρήθηκε ένα από σπουδαιότερα της ελληνικής συμφωνικής μουσικής, αλλά σήμερα σπανίως παίζεται έως και καθόλου.