Διακρίθηκε, κυρίως, σε ρόλους ανθρώπων της πιάτσας και του υποκόσμου, τους οποίους ερμήνευσε με ζωντάνια και πειστικότητα.
Ο Νίκος Χατζηανδρέου, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1905 από αγροτική οικογένεια. Έμεινε ορφανός από μικρή ηλικία και η μητέρα του δούλευε σε πλουσιόσπιτα της Μυτιλήνης για να τον μεγαλώσει. Εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο κι άρχισε να δουλεύει σε μαγαζιά και γραφεία κάνοντας θελήματα, ώσπου προσελήφθη ως κλητήρας στο υποκατάστημα της «Τράπεζας Αθηνών» στη Μυτιλήνη.
Γρήγορα, όμως, εγκατέλειψε την πολλά υποσχόμενη δουλειά για εκείνη την εποχή, αφού δεν άντεχε τις τυπικότητες και τους ρυθμούς της. Για καλή του τύχη, το υποκριτικό του ταλέντο το ανακάλυψε ένας ηθοποιός, ο Δημήτριος Βερώνης, που προσπαθούσε να ορθοποδήσει στη Λέσβο, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να του αλλάξει το όνομα από Χατζηανδρέου σε Φέρμας, που τον ακολούθησε σ’ όλη του ζωή και με το οποίο έγινε γνωστός.
Μετά τη διάλυση του θιάσου Βερώνη, κατέβηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου και πρωτόπαιξε στο έργο «Επτά επί Θήβαις» του Αισχύλου, που ανέβασε το «Θέατρο Τέχνης» του Σπύρου Μελά. Τα επόμενα χρόνια διακρίθηκε σε έργα πρόζας και επιθεώρησης.
Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1948, σε ηλικία 43 ετών, στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» στο ρόλο του τρόφιμου φρενοκομείου. Έλαβε μέρος σε περίπου 150 ταινίες, πάντα σε δεύτερους ρόλους και καθιερώθηκε σε ρόλους μάγκα και ντόμπρου ανθρώπου.
Ο γνωστός σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος (1921-2003) περιέγραψε την πρώτη του γνωριμία με τον Νίκο Φέρμα στο βιβλίο του «Ένας σκηνοθέτης θυμάται»:
«Με πλησιάζει ένας μάγκας βαρύς με το αργό λικνιστικό του περπάτημα εκείνο το πρωινό στο γύρισμα. Είναι ο Νίκος Φέρμας. Συρτή φωνή, νωθρή κίνηση, ματιά θαμπή.
– Είσαι για μια τζούρα αφεντικό;
– Τι τζούρα, ρωτάω παραξενεμένος.
– Μια ρουφηξιά για.
– Δεν καπνίζω.
– Δεν είναι καπνός. Χόρτο είναι.
– Τα χόρτα με πειράζουν στο στομάχι.
– Τα λάχανα σε πειράζουν. Κι ετούτο δεν είναι λάχανο. Είναι ανθός. Τράβα μία και θα αρχίσεις να πετάς. Και τα πλάνα θα σου ’ρχονται το ένα μετά το άλλο σαν σύννεφα που τα κυνηγάει ο νοτιάς.»
Χαρακτηριστικοί είναι οι ρόλοι του σε γνωστές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60, που άφησαν εποχή και παίζονται συχνά και σήμερα από την τηλεόραση: «Ένας ήρωας με παντούφλες», «Λατέρνα φτώχεια και γαρύφαλλο», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Ποτέ την Κυριακή», «Καλώς ήλθε το δολάριο» και «Λόλα».
Ο Σωτήρης Μουστάκας είχε αναφέρει σε μία συνέντευξή του, πως ο Νίκος Φέρμας κάπνιζε στο κοινό τους καμαρίνι, σε μία θεατρική παράσταση που συνεργάστηκαν. Ο Μουστάκας έκανε τότε τα πρώτα του βήματα στην υποκριτική και ήταν αρκετά νέος σε ηλικία. Από το χασίς δεν ήξερε ούτε καν τη μυρωδιά του. Όταν ρώτησε τον Φέρμα τι ήταν αυτό που έβαζε μέσα στο τσιγάρο του, εκείνος απάντησε πως ήταν φάρμακο για το στομάχι!
Μετά από μερικές ημέρες ο νεαρός υπέφερε από έντονο πόνο στο στομάχι και ζήτησε από τον συνάδελφό του λίγο από το φάρμακο του. Ο Φέρμας έκπληκτος διαπίστωσε πως ο Μουστάκας δεν είχε καταλάβει ότι κάπνιζε χόρτο και χωρίς κανένα δισταγμό του είπε: «Μα καλά ρε Κύπριε, δεν κατάλαβες τι είναι; Χασίσι είναι». Τότε, ο νεαρός συνειδητοποίησε και τι εννοούσε ο θιασάρχης τους, Βασίλης Μπουρνέλης, όταν περνούσε από το καμαρίνι τους και έλεγε: «Αγιασμό έχουμε πάλι σήμερα;»
Ο Νίκος Φέρμας απεβίωσε στις 14 Αυγούστου 1972, σε ηλικία 66 ετών. Ήταν παντρεμένος με τη χορεύτρια και ηθοποιό Άννα Παντζίκα και λάτρευε το «χόρτο».