Διέπρεψε, όμως, στην τραγωδία, με τη βαθιά φωνή της, το πάθος και τη λιτότητα στην κίνηση. Ήταν ευφυέστατη και ετοιμόλογη και γενικά μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της σύγχρονης Ελλάδας.
Η Μαρίκα Κοτοπούλη γεννήθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαΐου 1887, από γονείς ηθοποιούς, τον Δημήτριο Κοτοπούλη (1848-1919) και την Ελένη Κοτοπούλη (1851-1926), το γένος Σιλιβάκου. Είχε τρεις αδερφές, επίσης ηθοποιούς: τις δίδυμες Χρυσούλα Μυράτ ή Χρυσούλα Κοτοπούλη και Φωτεινή Κοτοπούλη – Λούη ή Φωτεινή Λούη και την Πόπη Κοτοπούλη.
Το βάπτισμα του πυρός στο θέατρο το πήρε βρέφος σαράντα ημερών στο έργο «Ο Αμαξηλάτης των Άλπεων», που ανέβασε ο θίασος των γονιών της. Σε ηλικία έξι ετών έπαιξε το ρόλο της μικρής μαθήτριας στην πρώτη ελληνική επιθεώρηση «Λιγ’ απ’ όλα» των Μίκιου Λάμπρου και Λάμπου Αστέρη. Μέχρι τα δέκα της είχε υποδυθεί το τέκνο του λοχία Γουλιέλμου στους «Δύο Λοχίας» των Ντομπινί, Μποντουέν και Μαγιάρ, το φάντασμα στον σεξπιρικό «Μάκβεθ», την Αδιαφορίδου στο «Παρθεναγωγείον» του Δεληκατερίνη και τον Έρωτα στο έργο του Καλοστύπη «Προμηθεύς εν Ολύμπω».
Από το 1897 έκανε θεατρικές εμφανίσεις με τον θίασο των γονιών της και εκτός Αθηνών – Θεσσαλονίκη, Σύρο, Ναύπλιο, Πάτρα και Σμύρνη – ερμηνεύοντας ρόλους, όπως την Κυρά-Γιάννενα στον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» του Κορομηλά, τη Μάγδα στο ομώνυμο δράμα του Ζούντερμαν και την κυρία Λάσκαρη στα «Μαλλιά Κουβάρια» του Νικολάου Λάσκαρη. Έκανε μεγάλη εντύπωση για τις υποκριτικές της ικανότητες και οι κριτικοί της εποχής, όπως ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, ο Άριστος Καμπάνης και ο Ιωάννης Κονδυλάκης, δεν φείσθηκαν κολακευτικών σχολίων για τις επιδόσεις της στο θεατρικό σανίδι. Τη χαρακτήρισαν «δόξα της ελληνικής σκηνής», «θαύμα σκηνικής σαγήνης», «αληθινή ενσάρκωση της μεγάλης τέχνης και ιδανικόν της ελληνικής σκηνής» και «μοναδική της Ελλάδος τραγωδό».
Το 1902 προσελήφθη στη «Νέα Σκηνή» του Χρηστομάνου, αλλά αποχώρησε γρήγορα, για να ενταχθεί στο νεοσύστατο «Βασιλικό Θέατρο Αθηνών». Στην πρώτη της εμφάνιση ερμήνευσε τον Μώμο στο σεξπιρικό «Όνειρον Θερινής Νυκτός» και συνέχισε με την Ιφιγένεια στην ομώνυμη τραγωδία του Γκαίτε και τη Μαργαρίτα στον «Φάουστ» του ιδίου. Σημαντική στιγμή στην καριέρα της νεαρής Κοτοπούλη υπήρξε η συμμετοχή της στην τριλογία του Αισχύλου «Ορέστεια», που ανέβηκε στη δημοτική το Νοέμβριο του 1903 από το Βασιλικό Θέατρο και προκάλεσε τη βίαια αντίδραση των οπαδών της καθαρεύουσας. Τα αιματηρά επεισόδια που ακολούθησαν είναι γνωστά ως «Ορεστειακά».
Τον Οκτώβριο του 1906 αναχώρησε για το Παρίσι, συνοδευόμενη από τον εξάδελφό της ηθοποιό Πέτρο Νικολάου. Στη γαλλική πρωτεύουσα παρέμεινε επί τετράμηνο, όπου παρακολούθησε πλήθος παραστάσεων κι ενημερώθηκε για τις τρέχουσες θεατρικές εξελίξεις. Αμέσως μετά την επάνοδό της στην Αθήνα εμφανίσθηκε για είκοσι μέρες στη Σύρο με τον θίασο της μητέρας της, παίζοντας μεταξύ άλλων στα έργα «Μάγδα» του Ζούντερμαν, «Κυρά της Θάλασσας» του Ίψεν και «Αρχισιδηρουργός» του Ονέ. Μετά την περιοδεία αυτή επέστρεψε στην Αθήνα και, όπως έγραψε ο ιστορικός του νεοελληνικού θεάτρου Γιάννης Σιδέρης, έστησε τον θρόνο της στην ελληνική πρωτεύουσα, ο οποίος παρέμεινε έκτοτε ασάλευτος.
Η θιασαρχική της σταδιοδρομία άρχισε το 1908, όταν ίδρυσε θίασο με τον κωμικό Κωνσταντίνο Σαγιώρ και παρουσίασαν το έργο του Μπράκο «Μητέρα». Στη συνέχεια ανέβασαν τη «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου (10 Ιουνίου 1909), το μονόπρακτο του Νιρβάνα «Όταν σπάση τα δεσμά του» (Αύγουστος 1909) και «Τα χαμίνια» του Δεληκατερίνη (Σεπτέμβριος 1909). Τον χειμώνα του ίδιου χρόνου, ο θίασός της περιόδευσε στην Κωνσταντινούπολη, τη Σύρο και τον Βόλο.
Το 1908, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για περιοδεία, η Κοτοπούλη ερωτεύτηκε τον πολιτικό και στοχαστή Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος υπηρετούσε στην εκεί ελληνική πρεσβεία. Η πολύκροτη σχέση τους βάστηξε μέχρι τη δολοφονία του αγαπημένου της, στις 30 Ιουλίου 1920, από υποστηρικτές του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Το 1911 ίδρυσε νέο θίασο σε συνεργασία με τον κωμικό ηθοποιό του μουσικού θεάτρου Ιωάννη Παπαϊωάννου και παρουσίασε στο «Αττικόν» της οδού Σταδίου την «Ηλέκτρα» του Χόφμανσταλ. Τον Απρίλιο του 1912 συγκρότησε τον πρώτο προσωπικό της θίασο και απέκτησε δική της θεατρική στέγη στην πλατεία Ομονοίας, στο θέατρο της «Νέας Σκηνής», που ανακαινίσθηκε και μετονομάστηκε σε «Θέατρον Μαρίκας Κοτοπούλη». Εκεί, έπαιξε επί σειρά ετών σπουδαίους ρόλους, όπως την «Ηλέκτρα» του Αισχύλου, την «Ηρώ» του Γκριλπάτσερ, τη Δεισδαιμόνα στον «Οθέλλο» του Σέξπιρ, τη Στρίγκλα στο «Ημέρωμα της Στρίγκλας» του Σέξπιρ, τη Φραγκίσκα στον «Αμαξά Ένσελ» του Χάουπτμαν, την Πορκία στον «Έμπορο της Βενετίας» του Σέξπιρ, τη Φαύστα στην ομώνυμη τραγωδία του Βερναρδάκη και την Αγαθή στον «Νικηφόρο Φωκά» του ιδίου.
Το 1921 τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’ και το 1923 με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας. Το 1924 παντρεύτηκε τον αιγυπτιώτη επιχειρηματία Γιώργο Χέλμη (1891-1975), με τον οποίο έζησε για το υπόλοιπο της ζωής της. Το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά. Το 1926 έκτισε το εξοχικό της στην περιοχή του Ζωγράφου, το οποίο σήμερα στεγάζει του Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη.
Ένας από τους πολλούς σταθμούς της θεατρικής της σταδιοδρομίας, υπήρξε η παράσταση της «Εκάβης» του Ευριπίδη, που δόθηκε στο Παναθηναϊκό Στάδιο στις 18 Σεπτεμβρίου 1927, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη, ο οποίος έγραψε τότε: «Η παράσταση της Εκάβης, οφείλεται αποκλειστικά στο μεγάλο ενθουσιασμό της Μαρίκας Κοτοπούλη και στη θερμή αγάπη της για την αρχαία τραγωδία. Μία τόσο εξαιρετική καλλιτέχνις δεν είναι δυνατό, παρά να νοιώθη βαθειά, πως τελικός προορισμός της είναι να ζωντανεύη τις αρχαίες ηρωίδες».