Ήταν γνωστός και με το παρατσούκλι Σάτσμο (Satchmo), παραφθορά της λέξης satchelmouth, δηλαδή «με στόμα σαν σακούλα», επειδή όταν ήταν μικρός συνήθιζε να βάζει τις πενταροδεκάρες που κέρδιζε στο στόμα του για να μην του τις κλέβουν οι συνομίληκοί του.
Ο Λούις Ντάνιελ Άρμστρονγκ (Louis Daniel Armstrong) γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη στις 4 Αυγούστου 1900. Το 1922 αφήνει τη Νέα Ορλεάνη και ταξιδεύει με το τρένο για το Σικάγο για να συναντήσει και να ενσωματωθεί στην ορχήστρα του ινδάλματός του, του κορνετίστα Τζο «Κινγκ» Όλιβερ, ξεκινώντας έτσι ένα καινούργιο κεφάλαιο της ζωής του που θα τον φέρει σύντομα στη Νέα Υόρκη, στην Καλιφόρνια και από εκεί στην Ευρώπη (για πρώτη φορά το 1932 στην Αγγλία) και σε ολόκληρο τον κόσμο. Καθόλου άσχημα για ένα αγόρι χωρίς πατέρα, που μεγάλωσε σε μία κακόφημη γειτονιά και κυκλοφορούσε ανάμεσα σε πόρνες, προαγωγούς, χαρτοπαίχτες και μικροεγκληματίες.
Αλητάκος του δρόμου και ο ίδιος, έμαθε μουσική στο αναμορφωτήριο. Έκανε δουλειές του ποδαριού, χαρτόπαιζε και όποτε του δινόταν η ευκαιρία έπαιζε με διάφορες μπάντες της Νέας Ορλεάνης σε γιορτές, παρελάσεις, κηδείες ή στα περίφημα honky- tonks (μπαρ, καμπαρέ, ή λέσχες, στα οποία έπαιζαν ορχήστρες μαύρων μουσικών). Η μητέρα του Μεϊάν (Μαίρη Aν) άλλαζε τους «πατριούς» σαν τα πουκάμισα και χανόταν για μέρες από το σπίτι, στάθηκε όμως ασπίδα σωτηρίας για τον Μικρό Λούι, όπως τον αποκαλούσαν για χρόνια στη γειτονιά του.
Ο Άρμστρονγκ κατόρθωσε να βρει τον δικό του τρόπο για το παίξιμο της τρομπέτας, «με αυτόν τον ολοστρόγγυλο και ολοκληρωμένο τόνο που φυσούσε με όλα τα χορευτικά μόρια του σώματός του» κι έτσι να ανοίξει νέους δρόμους στην εξέλιξη της τζαζ. Τις δεκαετίες του ‘20 και του ‘30 κατόρθωσε να διαφοροποιηθεί από κάθε άλλο μουσικό του είδους, ηχογραφώντας θαυμάσιους δίσκους και δίνοντας τον τόνο για τις ραγδαίες εξελίξεις που θα ακολουθούσαν.
Ως τότε, η τζαζ στηριζόταν στην πρωτοκαθεδρία τριών οργάνων, του κλαρινέτου, της τρομπέτας και του τρομπονιού. Τα ατομικά χαρίσματα κάθε μουσικού υποτάσσονταν στις απαιτήσεις του συνόλου. Ο Σάτσμο άλλαξε την αντίληψη αυτή κι εδραίωσε την υπεροχή του δεξιοτέχνη σολίστ με τα συγκροτήματά του «Hot Five» και «Hot Seven» στα μέσα της δεκαετίας του ‘20. Ο Άρμστρονγκ ανέδειξε τον φωνητικό αυτοσχεδιασμό, γνωστό ως scat, όπου η φωνή αντικαθιστά τις λέξεις με συλλαβές δίχως νόημα, μιμούμενος τις αποχρώσεις του ενόργανου αυτοσχεδιασμού.
Κατηγορήθηκε ότι από τη δεκαετία του ‘40 και μετά έμεινε στάσιμος, δεν ενσωμάτωσε νέα στοιχεία στο παίξιμό του, δεν δέχτηκε το μπίμποπ και τις μεταπολεμικές εξελίξεις και αφέθηκε να γλιστρήσει προς το σόου, τον κινηματογράφο, τη διασκέδαση και την ποπ για τους λευκούς, αποκαλούμενος μάλιστα και «Μπαρμπα-Θωμάς». Το σίγουρο είναι πως ο Άρμστρονγκ υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της τζαζ και ήταν ο πρώτος που κατόρθωσε να ξεπεράσει τα φυλετικά, κοινωνικά και μουσικά σύνορα της εποχής. Ως πετυχημένος μαύρος μουσικός με διεθνή αποδοχή βοήθησε πολύ περισσότερο τον αγώνα των μαύρων από το να παίρνει πολιτικές θέσεις ή να συμμετέχει σε κάποια οργάνωση.
Ο Λούις Άρμστρονγκ απεβίωσε στις 6 Ιουλίου 1971 στη Νέα Υόρκη, από καρδιακή προσβολή. Είχε παντρευτεί τέσσερις φορές, αλλά δε απέκτησε κανένα παιδί από τους γάμους του, παρά μία εξώγαμη κόρη από τη σχέση του με τη χορεύτρια του «Κότον Κλαμπ» Λουσίλ Πρέστον.