Καταμεσής της κρίσης σε ένα μικρό καφέ του κέντρου της πρωτεύουσας συνέβη ό,τι θα ειπωθεί. Είναι αληθινό περιστατικό πέρα για πέρα που έτυχε σε κάποιον φίλο μας ο οποίος το αφηγήθηκε με τα δικά του απέριττα λόγια. Εμείς απλώς ο καταγράφουμε με το δικό μας ύφος, α.α. («αντ’ αυτού») όπως γραφόταν παλιότερα στα δημόσια επίσημα έγγραφα.
Μεσημεράκι καθημερινής κόσμο πηγαινόρχεται στις δουλειές του. Ευκαιρία για μια σύντομη ανάπαυλα κάθε βιοπαλαιστή, μικρού ή μεγάλου, χειρώνακτα και μη, είναι ένας καφές. Λιγοστά τα τραπεζάκια στο στενόχωρο καφενεδάκι που εξυπηρετεί εξ αποστάσεως πιο πολύ παρά στο καθιστό αναγκάζει τους πρόσκαιρους θαμώνες να μοιράζονται τον χώρο.
Το ιδιωτικό τραπέζι γίνεται αυτομάτως κοινόχρηστο. Οι άγνωστοι συμπεριφέρονται σαν γνωστοί. Ανταλλάσσουν λιγοστά λόγια μεταξύ τους, έτσι για να περάσει η ώρα. Λόγια μάλλον αδιάφορα, κοινότοπα και απογοητευτικά εξαιτίας της οικονομικής κρίσης η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο του αυθόρμητου θεματολογίου των ευκαιριακών συζητητών.
Ένα τέτοιο ζευγάρι συνομιλητών σχηματίζεται από δυο ενήλικους άντρες. Ο ένας είναι εμφανώς τρίτης ηλικίας παρά το νεανικό προφίλ του με λιγοστά λευκά μαλλιά, ματογυάλια, χαρτοφύλακα μαζί του κι αναγνώστης δωρεάν διανεμόμενης εφημερίδας της καφετέριας με διαφημίσεις και κουτσομπολιά μπόλικα.
Ο άλλος μοιάζει πολύ νεώτερός του, αν κι όχι νεαρός, μάλλον μεσήλικας, αν πούμε τον συνομιλητή του υπερήλικα. Ψηλός, λεπτός πρόχειρα ντυμένος για πρωινό περίπατο μάλλον κι όχι για δουλειά, με πυκνά σκούρα μαλλιά, εμφανώς επιμελημένα και οπωσδήποτε βαμμένα, ανήσυχος δείχνει να νιώθει άβολα.
Για να περάσει η ώρα και να διαλυθεί το βαρύ νέφος της αποπνικτικής ατμόσφαιρας των αγχωμένων θυμάτων της κρίσης που τρέχουν ολόγυρα τους παίρνεται η πρωτοβουλία της συνομιλίας. Πρωτοστατεί ο μεσήλικας που απευθύνει τον λόγο στον υπερήλικα ο οποίος αναγκάζεται από ευγένεια να διακόψει την ανάγνωση της εφημερίδας του.
-Καλημέρα σας! Αρχίζει δειλά κι ευγενικά ο νεώτερος συνομιλητής.
-Και σε εσάς καλημέρα! Απαντά δύσθυμα ο άλλος που ακουμπά κάτω το φύλλο κρατώντας με το δάχτυλό του το σημείο όπου διακόπηκε προφανώς απρόθυμος να πιάσει κουβέντα κι έτοιμος να συνεχίσει την ανάγνωση η οποία τον ενδιέφερε πιο πολύ από κάθε συζήτηση και μάλιστα με έναν τυχαίο άγνωστό του.
-Είστε κι εσείς άνεργος; Ερωτά δειλά και προσεκτικά ο σκουρομάλλης.
-Όχι ακόμα δεν είμαι άνεργος, κύριε μου. Γιατί εσείς είστε άνεργος;
-Δυστυχώς ναι κι από πολύ καιρό. Εργαζόμουν υπάλληλος σε ακριβό κατάστημα ανδρικών ενδυμάτων στο εμπορικό κέντρο της πόλης μας που λόγω κρίσης έκλεισε απότομα κι έτσι βρεθήκαμε στον δρόμο όλοι μας.
Τον πρώτο καιρό με κάλυπτε κάπως το επίδομα ανεργίας. Μετά με βοηθούσε η μητέρα μου με την σύνταξη κι ένα μειωμένο ενοίκιο που εισέπραττε. Καταλαβαίνετε λοιπόν την θέση μου…
-Ναι, ναι, καταλαβαίνω…Είπε δύσθυμα ο ασπρομάλλης φοβούμενος ότι πάλι κάποιος θα του ζητούσε οικονομική βοήθεια ή θα μοιρολογούσε την παλιοκατάσταση.
-Εσείς λοιπόν δεν είστε άνεργος. Ευτυχώς. Μήπως είστε συνταξιούχος σαν την μητέρα μου, κύριε;
-Όχι ακόμα, δεν είμαι συνταξιούχος κι ούτε συνομίληκος της μητέρας σας ίσως, παρόλο που εσείς φαίνεστε νεώτερος μου μα όχι και τόσο που να δείχνετε σαν γιος μου… Ανταπάντησε ο ασπρομάλλης συζητητής απρόθυμα κι ελαφρά ενοχλημένος από την υπονοούμενη διαφορά ηλικίας σε βάρος του.
-Δεν εννοώ ότι είστε γέρος ούτε καν μεγάλης ηλικίας, αλλά απλώς ενδιαφέρομαι για την εργασία σας. Τέτοια ώρα καταμεσήμερο να πίνετε άνετα τον καφέ σας σημαίνει ότι δεν έχετε δουλειά, άρα είστε άνεργος ή συνταξιούχος, απολυμένος από την δουλειά σας ή εκτός υπηρεσίας. Αυτό εννοώ και τίποτε άλλο. Συγγνώμη κιόλας αν είπα κάτι που δεν θα έπρεπε…
-Καλά, καλά, όλα καλά, αγαπητέ μου κύριε. Δεν παρεξηγήθηκα καθόλου. Ούτε άνεργος είμαι κι ούτε συνταξιούχος ακόμα τουλάχιστον κι έχω κάμποσο καιρό μέχρι τότε.
-Είστε λοιπόν εργαζόμενος; Απόρησε ο μεσήλικας σαν να ανακάλυπτε την Αμερική μετά τον Κολόμβο.
-Μάλιστα, ακριβώς αυτό. Είμαι εργαζόμενος ακόμα κανονικά. Αποκρίθηκε ο ασπρομάλλης με εύθυμο τόνο στην φωνή του για να διασκεδάσει την ατμόσφαιρα κάπως και να χαλαρώσει τον συνομιλητή του.
-Τι εργασία κάνετε, κύριε; Αν επιτρέπετε βέβαια και χωρίς να γίνομαι αδιάκριτος. Ρώτησε δειλά και με αρκετή δόση περιέργειας ο μαυρομάλλης συζητητής.
-Είμαι δάσκαλος! Απάντησε απλά και σκέτα ο υπερήλικας με σταθερό τόνο φωνής, νέτα – σκέτα, σχεδόν ξερά.
-Δάσκαλος σε σχολείο βέβαια…
-Δάσκαλος είσαι πάντα σε σχολείο φυσικά.
-Φυσικά δάσκαλος θα πει σχολείο! Έχετε δίκιο, ναι έτσι είναι, μονολόγησε ο διψασμένος για κουβέντα άγνωστος συνομιλητής του φίλου μας.
-Σε ποιο δημοτικό σχολείο είστε δάσκαλος; Συνέχισε την συνομιλία ο νεώτερος άνεργος που δεν άντεχε την σιωπή κι ακόμα πιο πολύ υπέφερε από την απροθυμία του συζητητή του.
-Σε δημόσιο κι όχι σε δημοτικό σχολείο είμαι δάσκαλος.
-Δηλαδή σε δημόσιο δημοτικό σχολείο, διευκρίνισε μονολογώντας ο σκουρομάλλης για να μην τελειώσει η άχρωμη κουβέντα τους.
-Όχι σε δημοτικό, σας είπα, κύριε, αλλά σε δημόσιο. Καταλαβαίνετε την διαφορά των λέξεων «δημόσιο» και «δημοτικό». Το ένα είναι του κράτους και το άλλο ανήκει στον δήμο, στην τοπική αυτοδιοίκηση που λέμε κι όχι στην κεντρική κυβέρνηση της χώρας.
-Μάλιστα εσείς λοιπόν είστε δάσκαλος σε δημοτικό σχολείο του δημοσίου τομέα, κρατικό κι όχι ιδιωτικό; Αυτό εννοείτε; Γιατί αυτό κατάλαβα εγώ…
-Λάθος καταλάβατε, καλέ μου άνθρωπε, ανταπάντησε κάπως εμφαντικά ο ασπρομάλλης κι ίσως λίγο υπεροπτικά ή ακατάδεκτα μάλλον.
-Δηλαδή δεν είστε δάσκαλος δημοσίου δημοτικού σχολείου; Επανέλαβε την ερώτηση του ο μαυρομάλλης γεμάτος απορία κι έκπληξη.
-Βεβαίως όχι δεν είμαι κι ούτε ποτέ στην ζωή μου υπήρξα δημοδιδάσκαλος, δηλαδή δημοτικού σχολείου, δημοσίου, ιδιωτικού, ή οποιουδήποτε άλλου είδους, φίλτατε μου! Αποκρίθηκε πανηγυρικά ο υπερήλικας φίλος μας.
-Σας παρακαλώ πολύ, καλέ κι ευγενικέ μου κύριε, πείτε μου τέλος πάντων ποια είναι η εργασία σας; Τι δουλειά κάνετε επιτέλους; Τι επαγγέλεσθε τελικά; Ρώτησε περίπου απελπισμένος ο νεώτερος συνομιλητής με ύφος όλο απόγνωση κι ανείπωτη απορία.
-Είμαι πανεπιστημιακός δάσκαλος, αγαπητέ μου κύριε. Απάντησε αργά και σταθερά ο άλλος συζητητής με ύφος αρειμάνιο περίπου σαδιστικό απέναντι στο απορούντα συνομιλητή του.
-Δηλαδή καθηγητής πανεπιστημίου που λέμε; Ξαναρώτησε δειλά και διστακτικά σαν να μην πίστευε ότι επιτέλους τόχει λύσει το αίνιγμα του επαγγέλματος του τυχαίου καφενόβιου γνωστού του.
-Πανεπιστημιακός δάσκαλος είναι η πιο όμορφη για μένα και πιο αληθινή ιδιότητα του καθηγητή πανεπιστημίου. Στο εξωτερικό ονομαζόμαστε συλλήβδην «ακαδημαϊκοί άνδρες» και στο εσωτερικό από την Μεταπολίτευση κι έπειτα αποκληθήκαμε «πανεπιστημιακοί» ή επίσημη «μέλη ΔΕΠ» , δηλαδή Διδακτικού Επιστημονικού Προσωπικού ενός ΑΕΙ (Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος).
-Επιτέλους τώρα μιλήσατε καθαρά κι εγώ ο κακομοίρης φωτίστηκα ο αδαής στην εκπαίδευση. Αντέδρασε με ανακούφιση στην φωνή του ο μαυρομάλλης ταλαιπωρημένος συζητητής τελειώνοντας τον καφέ του αλλά και το ποτήρι το νερό που τροφοδοτούσε τόσην ώρα το στεγνωμένο στόμα του και το ξερό λαρύγγι του λόγω πολυλογίας αλλά και αγωνίας να καταλάβει τι γινόταν.
-Μεταξύ μας αποκαλούμαστε ειρωνικά «παιδιά του ιδρύματος» παίζοντας με την λέξη «ίδρυμα» ανάμεσα σε ΑΕΙ κι οποιοδήποτε άλλο ίδρυμα, σωφρονιστικό, αναμορφωτικό ή ορφανοτροφείο, πτωχοκομείο, γηροκομείο κλπ. Συνέχισε ο υπερήλικας για να διασκεδάσει όπως-όπως τον σαστισμένο γνωστό του άγνωστο ομοτράπεζο καφενόβιο της ώρας εκείνης.
-Πράγματι είστε δάσκαλος, κύριε μου. Μού δώσατε ένα μάθημα τι θα πει η λέξη δάσκαλος, μου θυμίσατε την παλιά ξεχασμένη λέξη «δημοδιδάσκαλος» και μου μάθατε ότι ο καθηγητής είναι κι αυτός δάσκαλος. Ο καθηγητής πανεπιστημίου είναι και λέγεται πανεπιστημιακός δάσκαλος επίσης.
-Είμαι δάσκαλος στ’ αλήθεια και για έναν άλλο λόγο, καλέ μου κύριε. Είμαι σχολαστικός στον λόγο, όπως όλοι οι δάσκαλοι που ρέπουν στον «ακαδημαϊσμό», τον «βυζαντινισμό» και τον «σχολαστικισμό». Είναι επαγγελματική νόσος, συνήθεια κι έξη, σχεδόν βίτσιο. Οι ψυχολόγοι λένε πώς δάσκαλος γίνεται κάθε ταλαιπωρημένο παιδί. Μάλλον ισχύει αυτό, νομίζω…
-Εννοείτε πως κι εσείς τώρα εμένα με ταλαιπωρήσατε για να απαντήσετε στην απλή ερώτηση ενός απλού ανθρώπου σαν εμένα «τι δουλειά κάνετε;» …
-Ακριβώς, φίλε μου. Ο δάσκαλος παιδεύει και παιδεύεται. Η παιδεία είναι παιδεμός, βασανιστήριο ίσως με μια κάποια δόση υπερβολής. Ο δάσκαλος είναι παιδονόμος ή, όπως λεγόταν στην αρχαιότητα, «παιδοτρίβης». Παιδεύει όσο εκπαιδεύει. Σαν τον φύλακα που μας φυλάει και μας φυλακίζει. Πού τελειώνει την δουλειά του ο σωματοφύλακας και πού αρχίζει την δική του δουλειά ο δεσμοφύλακας;
-Δίκιο έχετε, δάσκαλε! Αναφώνησε αυθόρμητα ο νεώτερος συνομιλητής κι έσπευσε να αποχαιρετήσει τον μεγαλύτερο του σε ηλικία μη αντέχοντας άλλο πια το μάθημα που πήρε στο καφενείο τυχαία κι αυθόρμητα.
#Διήγημα