Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωϊνό κι εγώ ξεφόρτωνα σαρδέλες.
Αίφνης, ένας μυστήριος τύπος μ’ ένα μπλε/κίτρινο πουλί στον ώμο με πλησιάζει και μου λέει ‘’θέλω ξηρά τροφή, αλάτι και κρεμμύδια’’.
‘’Μάλιστα’’, του απαντώ και τον μπάζω στα ενδότερα. Καθώς ετοίμαζα την παραγγελιά πήρε το μάτι μου ένα μεγάλο δερμάτινο σημειωματάριο από δέρμα κορκόδειλου που κρατούσε κι έγραφε. Συνήθως δεν είμαι περίεργος αλλά οι σημειώσεις του με έκαναν να ξεχάσω τη φυσική μου αρχοντιά και διακριτικότητα και να παρακολουθήσω από πιο κοντά.
Γιάννης με ένα Ν, επιστολές συμπαράστασης και λατρείας και Κιμ και πάτα το κουμπί, Ινφλουένζα όχι ινφλουένσερς με πόζες και παράξενες καταστάσεις ενός κι εκτός των τειχών. Και να γράφει συχνά πυκνά τη φράση αθάνατη Ελληνική επαρχία, μαζί μ’ ένα μυστηριώδες όνομα. Αρχιμήδης. Μπλουζ μπρόδερς, ο καιρός των τσιγγάνων κι εντός παρενθέσεως μήπως των Ρομά, γάμος και χαρά χωρίς τη Βασίλω.
Κεράσματα σπιτικά, κοινωνία ώρα μηδέν και να σου πάλι ο Αρχιμήδης. Χωμένος ανάμεσα στον Κώστα Γαβρά και τον Μπεν Άφλεκ να μου κλείνει θαρρείς το μάτι πίσω από το χαρτί.
Ετοίμασα την παραγγελία, τσουβάλια ολόκληρα σα να πήγαινε σε εκστρατεία, και αστειεύτηκα μαζί του. ‘’Κύριε τι θα τα κάνετε όλα αυτά; Μη μου πείτε ότι είστε από αυτούς που προετοιμάζονται για ο τέλος του κόσμου’’.
Έκλεισε το σημειωματάριο από δέρμα κροκόδειλου, με κοίταξε βαθιά στα μάτια και μου είπε. ’’ Όχι για το τέλος του κόσμου, για το τέλος μιας εποχής. Και την απαρχή μιας καινής’’.
Τα λόγια του μου έφεραν ρίγος στη ραχοκοκαλιά. ‘’Μιλάς παράξενα σενιόρ και με τρομάζεις. Αν κάτι είναι ν’ αλλάξει πες το μου κι εμένα να είμαι πιο έτοιμος’’.
Χαμογέλασε αινιγματικά, πλήρωσε, πήρε απόδειξη, φόρτωσε τα πράγματα σε ένα τρίκυκλο κι εξαφανίστηκε. Καθώς τακτοποιούσα τα κολλαριστά χαρτονομίσματα στο ταμείο, είδα εκεί ανάμεσά τους ένα διπλωμένο χαρτί. Το ξεδίπλωσα και πάνω του ήταν γραμμένες λίγες λέξεις….
‘’Αν θες να μάθεις κι άλλα, ακολούθησε το 7arts’’.