-Σταμάτα να γαβγίζεις. Με ξεκούφανες!
– Κυνηγάς τις κότες. Η Δουλειά μου είναι να ειδοποιώ τον αφέντη μου.
– Χα χα δούλος και κορόιδο.
-Δεν είμαι τίποτα από τα δυο. Έχω εξασφαλίσει το φαγητό μου.
– Με τίμημα να είσαι δεμένος μπροστά σε ένα βαρέλι. Είσαι ευχαριστημένος με τα ξεροκόμματα και τα αποφάγια που σου πετάνε? Έχω δει πως κοιτάς τις κότες… Δεν τις πολυσυμπαθείς.-
– Η αλήθεια είναι ότι με εκνευρίζουν. Όλη μέρα κοκο.κοκο. Μπορούν να πηγαίνουν όπου θέλουν ,αυτές όμως εδώ, να τσιμπολογούν το φαγητό μου.
– Έχεις δοκιμάσει φρέσκια ζουμερή κοτούλα?
– Όχι ,φυσικά όχι. Φύγε είσαι αλεπού , είμαι σκύλος, είμαστε εχθροί.-
– Πλανάσαι οικτρά. Ξαδέλφια ήμαστε, κοκκινοτρίχης , ίδιος με εμένα. Άνοιξε το μυαλό σου. Θυμήσου.
-Έχεις δίκιο βλέπω εικόνες! Τραγούδια στη πανσέληνο, κυνήγι, μυρωδιές, για στάσου νοιώθω ένα παράξενο συναίσθημα. Υπέροχο! Τι είναι?
– Η Ελευθερία φίλε, η ελευθερία. Θα κόψω το σχοινί με τα δόντια μου. Θα σε ελευθερώσω. Θα σου δώσω μεζέ.
-Αυτό θα πει νοστιμιά. Ωχ μας είδε ο αφέντης μου! Τώρα τι κάνω?
-Τρέχα έλα μαζί μου.
– Φιλενάδα πονώ! Ζαλίζομαι.
-Τα ίδια νοιώθω και εγώ. Σου είπα να μη φάμε εκείνο το κρέας. Παραήταν εύκολο… Μας δηλητηρίασαν! Που είσαι?
– Κύλισα, κάτω από το φράκτη. Δεν μπορώ να έρθω κοντά σου. Πεθαίνω.
– Σου ζητώ συγγνώμη. Ίσως ήταν καλύτερα να σε είχα αφήσει στην άγνοια. Θα ήσουν τουλάχιστον ασφαλής.
– Οι μήνες που τρέχαμε οι δύο μας, κυνηγώντας σε βουνά και λαγκάδια, ήταν χρόνος που έζησα πραγματικά. Σε ευχαριστώ. Αντίο φιλενάδα.
-Γεια σου φίλε. Σε λίγο θα σε συναντήσω στα λιβάδια του ουρανού. ΑΧ αυτοί οι άνθρωποι!
#Διήγημα