Γράφει ο Σκιάς.
Ο Ντέιβιντ Ρόμπερτ Τζόουνς (David Robert) Jones γεννήθηκε στο Brixton, στις 8 Ιανουαρίου του 1947. Σε ηλικία 13 χρόνων, εμπνευσμένος από την μουσική jazz, ξεκινά μαθήματα σαξόφωνου. Τα πρώτα συγκροτήματα στα οποία συμμετείχε – The Kon Rads, The King Bees, The Mannish Boys, The Lower Third – τον εισήγαγαν στον κόσμο της μουσικής ποπ και το 1966 αποφασίζει να ξεκινήσει την δική του καριέρα με κάπος ανορθόδοξο τρόπο, που μόνο αυτός θα το τολμούσε. Ένα βράδυ δεν δίστασε να αντικαταστήσει στο μικρόφωνο κάποιον τραγουδιστή που την τελευταία στιγμή δεν βρέθηκε επί σκηνής. Η τυχαία αυτή ανάληψη των φωνητικών εκ μέρους του είχε επιτυχία και άνοιξε νέους ορίζοντες στον νεαρό κύριο Τζόουνς, ο οποίος έσπευσε να στρέψει τις φιλοδοξίες του στο τραγούδι, και την σύνθεση φυσικά, και να προβεί συνάμα στην πρώτη του μείζονα αλλαγή, αυτήν του ονόματός του: προκειμένου να μην τον μπερδεύουν με τον Ντέιβι Τζόουνς των τότε δημοφιλών «Monkees», μετονομάστηκε από μόνος του σε Ντέιβιντ Μπόουι, αντλώντας έμπνευση από τον ήρωά του, τον Τζιμ Μπόουι, έναν Αμερικανό πιονέρο και επαναστάτη του 19ου αιώνα που σκοτώθηκε στη Μάχη του Άλαμο κάνοντας ξακουστό με το όνομά του το μαχαίρι του που δεν το αποχωριζόταν ποτέ.
Το 1969 αποτέλεσε χρονιά ορόσημο στην πορεία του Μπόουι, καθώς κυκλοφόρησε το θρυλικό πλέον τραγούδι του «Space oddity», που «σκαρφάλωσε» μέχρι το Νο 5 του βρετανικού chart. Ήταν εξάλλου εκείνη την εποχή που ο καλλιτέχνης πειραματιζόταν με τα μίντια, τον κινηματογράφο, την μιμητική τέχνη, τον βουδισμό, την ηθοποιία και την αγάπη. Ακολούθησε, μετά από το τραγούδι “Space oddity”, το album, με τίτλο τ’ όνομά του ( τ’ οποίο στην συνέχεια μετονομάστηκε “Man of words, Man of music”), που αντλούσε την έμπνευσή του από τις λονδρέζικες καλλιτεχνικές επιρροές του Μπόουι και αναδείκνυε έκδηλα την μεγάλη συνθετική του φλέβα, καθώς λίγο αργότερα, θα έγραφε μερικές από τις ωραιότερες σελίδες του rock’n’roll.
Το άλμπουμ “The man who sold the world” ηχογραφήθηκε με την συμμετοχή του κιθαρίστα Mick Ronson, η τεχνική του οποίου αποτέλεσε την απαρχή του heavy metal ύφους. Κυκλοφόρησε το 1971, με τον Μπόουι να ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Αμερική. Ακολούθησαν τα άλμπουμ “Hunky dory” (στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν και οι επιτυχίες “Changes” και “Life on Mars”) και “The rise and fall of Ziggy Stardust & The Spiders from Mars”, που αμέσως έγιναν κλασσικά.
Το 1972 με το τραγούδι Starman και το ανδρόγυνο alter ego Ζίγκι Στάρνταστ, ένα όχημα το οποίο αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους μουσικούς του Γκλαμ Ροκ. Στη συνέχεια άλλαξε το μουσικό του στυλ και το 1975 έγινε διάσημος στην Αμερική με το το άλμπουμ Young Americans και το τραγούδι Fame, που έφτασε στο νούμερο 1.
Το 1975 ο Ντέιβιντ Μπόουι κυκλοφορεί το άλμπουμ “Young Americans”, στο οποίο συνεργαζόταν με τον John Lennon, στο τραγούδι “Fame”, που ήταν και το πρώτο του Νο 1 στην Αμερική. Λίγο αργότερα εγκαθίσταται στο Los Angeles, πρωταγωνιστώντας και στην ταινία επιστημονικής φαντασίας «Ο Άνθρωπος που Έπεσε στη Γη» του Νίκολας Ρεγκ (φωτογραφία). Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας επιστρέφει αμέσως στο στούντιο, κυκλοφορώντας το άλμπουμ “Station to station”. Ακολούθησε η White Light περιοδεία του και το 1976 κυκλοφορεί το άλμπουμ “Changes one Bowie”, με επιλογή του υλικού του από την συνεργασία του με την εταιρεία RCA.
Ο Μπόουι και πάλι αλλάζει τόπο διαμονής, επιλέγοντας αυτή την φορά το Βερολίνο. Τα άλμπουμ “Low” και “Heroes” ηχογραφήθηκαν κατά την διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία, με την συνεργασία των Brian Eno και Tony Visconti. Το “Low” κυκλοφόρησε το 1977, με το single “Sound and vision” να «χτυπά» το Νο 2 του βρετανικού chart. Την ίδια εποχή, στο Βερολίνο, βρισκόταν και ο φίλος του Iggy Pop, μαζί με τον οποίον συνεργάστηκαν στην παραγωγή, κυκλοφορώντας το άλμπουμ του Iggy Pop “The idiot” και λίγο αργότερα το άλμπουμ “Lust for life”. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, κατόρθωσε ν’ αποβάλει τον φόβο της πτήσης με τ’ αεροπλάνα, συνοδεύοντας τον Iggy, σαν πιανίστας, στην περιοδεία του.
Στο “Heroes” συνεργάζεται με τον κιθαρίστα Robert Fripp (King Crimson), σ’ ένα άλμπουμ που περιελάμβανε και τ’ ομότιτλο τραγούδι επιτυχία, που αφορούσε, στιχουργικά, την αγάπη ενός ζευγαριού κοντά στο τείχος του Βερολίνου. Η επόμενη εμφάνιση του, στον χώρο της 7ης τέχνης, έρχεται με την ταινία “Just a gigolo” και το 1978 αρχίζει και πάλι να περιοδεύει. Σ’ ένα διάλειμμα της περιοδείας του, βρίσκει τον χρόνο ν’ αναλάβει τον ρόλο του αφηγητή στο album “Peter and the wolf”, μαζί με την Philadelphia Orchestra, αποτέλεσμα των πολλών πρωτοβουλιών του που αφορούν τα παιδιά.
Το άλμπουμ “Stage” κυκλοφόρησε το 1978, με υλικό από τις περιοδείες του στην Αμερική και των χρόνων που βρισκόταν στην Γερμανία. Τοπογραφικά, επανατοποθετείται στην Ελβετία που αργότερα εγκαταλείπει για να εγκατασταθεί στην εξωτική Ινδονησία. Το 1979 ηχογραφεί το άλμπουμ “Lodger” και το 1980 ανεβάζει, στο Broadway, μέσα σε διθυραμβικές κριτικές, το “Elephant man”. To 1980 κυκλοφορεί το άλμπουμ “Scary monsters”. Δύο χρόνια αργότερα εμφανίζεται στις ταινίες “The hunger”, “Merry Christmas Mr. Lawrence”, ενώ συνέθεσε και το βασικό θέμα της ταινίας “Cat People”.
Το 1982 κυκλοφορεί η συλλογή “Changes two bowie” και το 1983 υπογράφει συμβόλαιο με την εταιρεία EMI, στην οποία κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Let’s dance”, σε παραγωγή Nile Rodgers (Chic). Ακολούθησε το 1984 το άλμπουμ “Tonight”, η συμμετοχή του στο Live Aid, η Glass Spider περιοδεία του – με επικεφαλής κιθαρίστα τον Peter Frampton – ένα ντουέτο του με τον Mick Jagger ενέργειες που διατηρούσαν ζωντανή την εικόνα του στο κοινό του, σ’ όλη την διάρκεια των 80’s. Το 1988 σχηματίζει το συγκρότημα Tin Machine, με την συμμετοχή των Sales Brothers, κυκλοφορώντας δύο πολυπλατινένια άλμπουμ, στα οποία δοκίμασαν κάθε τι εναλλακτικό, μέχρι και διασκευή σε τραγούδι των Pixies! Οι Tin Machine διαλύθηκαν το 1992.
Φτάνουμε έτσι στο 1993 και την επιστροφή στα προσωπικά άλμπουμ για τον Μπόουι, με το Νο 1 στο βρετανικό chart, “Black tie white noise” (σε παραγωγή και πάλι του Nile Rodgers) και την κυκλοφορία ενός από τα πρώτα cd roms, στον χώρο της μουσικής rock, με τίτλο Jump. Το 1994 συνεργάζεται και πάλι με τον Brian Eno, στο concept άλμπουμ “Outside” και το 1996 ξεκινά μία περιοδεία στην Αμερική, μαζί με τους Nine Inch Nails, Neil Young και Pearl Jam. Ακολουθεί το νέο του τραγούδι “Little wonder” και το album “Earthling”. Το 1997 κυκλοφορεί, μαζί με τον Brian Eno, το τραγούδι “I’ m afraid of Americans”, που πρωταγωνίστησε στα Αμερικάνικα charts για περισσότερους από τρεις μήνες, με το video clip να εμφανίζει τον Trent Renzor να κυνηγά τον Bowie στους δρόμους του Greenwich village.
Τον Ιανουάριο του 1997, γιόρτασε τα 50 του γενέθλια, με μία φανταστική εμφάνισή του στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης, με την συμμετοχή των φανατικών φίλων και οπαδών του Lou Reed, Sonic Youth, Robert Smith, Billy Corgan, Foo Fighters, Frank Black. Πάντα πρωτοπόρος, κυκλοφόρησε, μέσω του internet, το τραγούδι “Telling lies”.
Το 1998 δημιουργεί το bowieNet (www.davidbowie.com), που είναι και το πρώτο στο κόσμο που δημιουργήθηκε από καλλιτέχνη, με σκοπό την παροχή υπηρεσιών, χρησιμοποιώντας την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, απρόσκοπτη επαφή με το internet, μουσικά και οικονομικά νέα, σπορτς και πολύ καλή μουσική, ειδικά για τους ακροατές του, που μπορούν πλέον να έχουν πρόσβαση σε ακυκλοφόρητο υλικό, φωτογραφίες, video clips και κριτικές από κάθε μουσικό είδος.
Τον Οκτώβριο του 1999 κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Hours”, 23ο στην δισκογραφική του καριέρα, επιστρέφοντας στους ήχους της εποχής του “Hunky dory”.
Τον Μάρτιο του 2002, η εταιρεία Columbia, ανακοίνωσε την υπογραφή του David Bowie, καταλήγοντας σε μία συμφωνία που περιλαμβάνει την κυκλοφορία των άλμπουμ του Μπόουι, που ηχογραφούνται στην προσωπική του εταιρεία ISO Records. Το “Heathen” βρίσκει τον σημαντικό καλλιτέχνη να συνεργάζεται και πάλι (μετά από διάστημα δύο δεκαετιών) με τον παραγωγό Tony Visconti, με τον οποίον είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν σε κλασσικά άλμπουμ, όπως τα Young Americans, Low, Heroes, Scary monsters.
To 2003 κυκλοφορεί το “Reality” και παράλληλα πραγματοποιεί μία μίνι περιοδεία στην Ευρώπη που φτάνει ως την Αμερική. Η κακή κυκλοφορία στις αρτηρίες της καρδιάς τον οδήγησαν σε εγχείρηση το 2004 που τον κάνουν να αναστείλει λίγο τα μουσικά του σχέδια. Τον Φεβρουάριο του 2006 στην απονομή των βραβείων Grammy του δίνεται βραβείο για τη συνολική του προσφορά στη μουσική. Στις 8 Ιανουαρίου του 2016, την ημέρα των γενεθλίων του, ο David Bowie κυκλοφορεί το 25ο άλμπουμ του με τίτλο Blackstar ένα “δώρο αποχωρισμού” για τους φίλους και θαυμαστές του..
Η ιδιοφυΐα τη μουσικής, ο ευαίσθητος, αιχμηρός, σκοτεινός δούκας του μεγάλου νησιού, ο εκκεντρικός διαστημάνθρωπος με τις ανδρόγυνες μεταμφιέσεις, μας άφησε στις 10 Ιανουαρίου του 2016 δυο μέρες μετά τα 69α γενέθλιά του. Ο κόσμος χωρίς αυτόν είναι ένας κόσμος μικρός…
ΠΗΓΗ: tvxs, wikipedia, lifo, sansimera.gr