Τιμήθηκε το 1958 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για «το σημαντικό του επίτευγμα, τόσο στη σύγχρονη λυρική ποίηση, όσο και στον τομέα της μεγάλης ρωσικής επικής παράδοσης». Αν και αρχικά αποδέχτηκε το επίζηλο βραβείο, στη συνέχεια το αποποιήθηκε, κατόπιν πιέσεων των σοβιετικών αρχών.
Ο Μπόρις Λεονίντοβιτς Πάστερνακ γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1890 στη Μόσχα, στους κόλπους μιας καλλιεργημένης εβραϊκής οικογένειας. Ο πατέρας του Λεονίντ Πάστερνακ ήταν καθηγητής καλών τεχνών και είχε φιλοτεχνήσει τα πορτρέτα του Λέοντος Τολστόι, του Ράινερ Μαρία Ρίλκε και του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, οι οποίοι σύχναζαν στο σπίτι του, καθώς και του Λένιν. Μητέρα του ήταν η πιανίστρια Ρόζα Κάουφμαν.
Ο νεαρός Μπόρις σκόπευε να ακολουθήσει καριέρα μουσικού, παρότι ήταν ταλαντούχος ποιητής. Αφού σπούδασε θεωρία και σύνθεση επί έξι χρόνια, ξαφνικά διέκοψε τις σπουδές του για να μελετήσει φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια της Μόσχας και του Μαρβούργου στη Γερμανία. Λόγω της ασθενικής του κράσης απαλλάχθηκε από τη στρατιωτική θητεία και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εργάστηκε σε χημικό εργοστάσιο στα Ουράλια.
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917) εργάστηκε στη βιβλιοθήκη του Σοβιετικού Κομισαριάτου (Υπουργείου) Παιδείας. Όπως και πολλοί σύγχρονοί του διανοούμενοι αποδέχθηκε το νέο καθεστώς και αρνήθηκε να ακολουθήσει την οικογένειά του που εγκαταστάθηκε στην Αγγλία. Η αποδοχή του, όμως, δεν ήταν πλήρης και ξεκάθαρη.
Το 1914 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του, τη χρονιά που γνώρισε κι έγινε φίλος με τον φουτουριστή ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Την ίδια περίοδο επηρεάστηκε από τους Φουτουριστές της ομάδας «Τσεντριφούγκα». Μεγάλη αίσθηση προκάλεσε το 1917 με το έργο του «Πέρα από τα φράγματα» (Poverkh baryerov), ενώ το 1922 με το «Αδελφή μου ζωή» (Sestra moya zhizn) αναγνωρίστηκε ως ένας μεγάλος νέος λυρικός ποιητής. Τα ποιήματα αυτής της εποχής ήταν επηρεασμένα από τους συμβολιστές και γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, παρά το γεγονός ότι με τα ρωσικά μέτρα ήταν πολύ πρωτοποριακά και εσωστρεφή.
Η διάσταση ανάμεσα στο έργο του και στην επίσημη τάση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού την περίοδο 1933-1943 ήταν τόσο μεγάλη, που δεν του επέτρεπε να δημοσιεύει, και με τις δίκες και τις σταλινικές εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του ‘30 φοβόταν για την ασφάλειά του. Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο Στάλιν τον έσωσε, γιατί ο Πάστερνακ είχε μεταφράσει έργα των ποιητών της γενέτειράς του Γεωργίας. Για να κερδίζει τα προς το ζην μετέφραζε έργα των Σέξπιρ, Γκέτε, Βερλέν, Ρίλκε κ.ά.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος του έδωσε την αφορμή να συμφιλιωθεί με το καθεστώς, με τις συλλογές πατριωτικών ποιημάτων «Τα πρωινά τρένα» («Na rannikh poezdakh», 1943) και «Γήινες εκτάσεις» («Zemnoy prostor», 1945).
Το 1956 ο Παστερνάκ υπέβαλε με πολλές ελπίδες το χειρόγραφο του μυθιστορήματος «Δόκτωρ Ζιβάγκο» στο μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό της
Μόσχας «Novy Mir» («Νέος Κόσμος»), αλλά το έργο απορρίφθηκε, με την κατηγορία ότι συκοφαντούσε την Οκτωβριανή Επανάσταση, την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και τον σοβιετικό λαό.
Ένα χειρόγραφο του μυθιστορήματος έφθασε στη Δύση το 1957 και πρωτοκυκλοφόρησε στα Ιταλικά από τον εκδοτικό οίκο «Φελτρινέλι», ο οποίος είχε αγοράσει τα δικαιώματα από τον Πάστερνακ. Μέσα σ’ ένα χρόνο, μέχρι το 1958, οπότε εκδόθηκε στα Αγγλικά, το μυθιστόρημα είχε μεταφραστεί σε 18
γλώσσες. Το έργο είχε παγκόσμια επιτυχία, αλλά στην ΕΣΣΔ κυκλοφορούσε κρυφά και μάλιστα όχι στο πρωτότυπο, αλλά στις ξένες μεταφράσεις του.
Ο «Δόκτωρ Ζιβάγκο» ήταν ένα μυθιστόρημα περιπλάνησης, πνευματικής απομόνωσης κι ενός έρωτα, με ήρωα τον γιατρό και ποιητή Γιούρι Ζιβάγκο (άλτερ έγκο του συγγραφέα) και χρονικό ορίζοντα που ξεκινά από το 1900, περνά μέσα από τη Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1905, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Οκτωβριανή Επανάσταση, τον Εμφύλιο Πόλεμο και καταλήγει με το θάνατο του ήρωα το 1928. Σε αντίθεση με την επίσημη ιδεολογία ο Πάστερνακ, υπερβαίνοντας τους απλουστευτικούς σχηματικούς διαχωρισμούς σε «καλούς» και «κακούς», έδωσε μία συνθετική εικόνα της ζωής και της εξέλιξης της ρωσικής κοινωνίας, όπως τη βίωσε ένας καλλιτέχνης.
Η απονομή του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας ξεσήκωσε μία εκστρατεία συκοφάντησης εναντίον του. Ο Πάστερνακ εκδιώχθηκε από τη Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων κι έτσι στερήθηκε από τα μέσα επιβίωσής του. Οργανώθηκαν δημόσιες συγκεντρώσεις, στις οποίες ζητήθηκε η εκτόπισή του. Σε μία επιστολή του στο Νικήτα Χρουστσόφ, ο Πάστερνακ έγραψε ότι «το να φύγω από την πατρίδα μου θα είναι ο θάνατός μου».
Το 1959 έγραψε την τελευταία ποιητική συλλογή του «Όταν θα φτιάξει ο καιρός». Υπέφερε από καρκίνο και από καρδιοπάθεια και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο σπίτι του στο Περεντέλκινο, στα περίχωρα της Μόσχας, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 30 Μαΐου 1960, σε ηλικία 70 ετών. Ο Πάστερνακ είχε παντρευτεί δύο φορές και από τον πρώτο του γάμο απέκτησε ένα γιο, τον κριτικό λογοτεχνίας και ιστορικό Γεβγένι Πάστερνακ (1923-2012).
Το 1965 ο «Δρ Ζιβάγκο» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον άγγλο σκηνοθέτη Ντέιβιντ Λιν, με πρωταγωνιστές τον Ομάρ Σαρίφ και την Τζούλι Κρίστι. Η ταινία είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία και προτάθηκε για 10 Όσκαρ, κερδίζοντας τελικά 5.
Το 1987, στην εποχή της «περεστρόικα» και της «γκλάσνοστ» του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, η Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων αποκατέστησε τον Πάστερνακ και τα έργα του άρχισαν να κυκλοφορούν ελεύθερα στη Σοβιετική Ένωση. Η επιτροπή αποκατάστασης του Πάστερνακ, της οποίας επικεφαλής ήταν ο ποιητής Αντρέι Βοζνεσένσκι, πρότεινε να μετατραπεί το σπίτι του στο Περεντέλκινο σε μουσείο.