Ο Πούσκιν είναι ένα φαινόμενο, σπάνιο, μοναδικό ίσως φαινόμενο του ρωσικού πνεύματος. Είναι ο κοινός Ρώσος στην πορεία της ανάπτυξής του, όπως θα παρουσιαστεί, πιθανόν, ύστερα από διακόσια χρόνια
είχε πει ο λογοτεχνικός του διάδοχος Νικολάι Γκόγκολ.
Στα πρώτα έργα του, που εντάσσονται στη ρομαντική λογοτεχνική παράδοση, είναι εμφανής η επίδραση του λόρδου Βύρωνα, αλλά πολύ γρήγορα ο Πούσκιν βρήκε το στίγμα του και άντλησε έμπνευση από τη ρωσική φύση και την ψυχή του ρωσικού λαού, όχι μόνο της πόλης, αλλά και του χωριού και της στέπας. Εκτός του Γκόγκολ, άσκησε τεράστια επίδραση σε σπουδαίους ρώσους συγγραφείς, όπως ο Τουργκένιεφ, ο Ντοστογιέφσκι και ο Τολστόι.
Ο Αλεξάντρ Πούσκιν γεννήθηκε στη Μόσχα στις 26 Μαΐου 1799 (6 Ιουνίου με το νέο ημερολόγιο). Ο πατέρας του Σεργκέι Πούσκιν καταγόταν από παλαιά οικογένεια βογιάρων και η μητέρα του Νάντια Χάνιμπαλ ήταν εγγονή του Αμπράμ Χάνιμπαλ, ενός αιθίοπα ευγενή που υιοθετήθηκε από τον Μέγα Πέτρο και πολέμησε μαζί του. Ο Πούσκιν απαθανάτισε τον προπάππου του στο ημιτελές μυθιστόρημά του «Ο Αράπης του Μεγάλου Πέτρου», που εκδόθηκε μετά τον πρόωρο θάνατό του.
Ο νεαρός Πούσκιν μεγάλωσε ακούγοντας από τη γιαγιά του διηγήσεις για τους προγόνους του και λαϊκά παραμύθια από την γκουβερνάντα του. Διάβαζε πολύ στη βιβλιοθήκη του πατέρα του και δέχτηκε πολλά ερεθίσματα από τους διανοουμένους που επισκέπτονταν συχνά την οικογένειά του.
Το 1811 άρχισε να φοιτά στο Αυτοκρατορικό Λύκειο του Τσάρσκογε Σελό (αργότερα μετονομάστηκε σε Πούσκιν), όπου η εκπαιδευτική αντίληψη διαπνεόταν από τις ιδέες του Διαφωτισμού και τις φιλελεύθερες τάσεις των πρώτων χρόνων της βασιλείας του Αλεξάνδρου Α’. Την εποχή εκείνη άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία, γράφοντας ποιήματα στο ύφος του ρομαντισμού.
Ενώ φοιτούσε ακόμη στο Λύκειο άρχισε να γράφει το πρώτο του μεγάλο έργο, το ρομαντικό ποίημα «Ρουσλάνος και Λουντμίλα», που εκδόθηκε το 1820 και αργότερα αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον συνθέτη Μόντεστ Μουσόργκσκι στην ομώνυμη όπερά του. Ο ήρωας του ποιήματος αντιμετωπίζει διάφορες περιπέτειες μέχρι να απελευθερώσει την αγαπημένη του Λουντμίλα, κόρη του πρίγκιπα του Κιέβου Βλαδίμηρου, η οποία τη νύχτα του γάμου της είχε απαχθεί από τον κακό μάγο Τσερνομόρ.
Το 1817 ο Πούσκιν αποφοίτησε από το Λύκειο και διορίστηκε ως γραμματέας στο Υπουργείο Εξωτερικών. Παράλληλα, συμμετείχε σε διάφορες λογοτεχνικές εταιρείες («Αρζαμάς», «Πράσινη Λάμπα»). Την περίοδο εκείνη κυκλοφόρησε διάφορα ποιήματα με πολιτικό περιεχόμενο και φιλελεύθερο προσανατολισμό. Το περιεχόμενο των ποιημάτων αυτών προκάλεσε την αντίδραση του τσαρικού περιβάλλοντος και ο νεαρός υπάλληλος μετατέθηκε στη Νότια Ρωσία τον Μάιο του 1820. Ουσιαστικά ήταν μία μορφή εξορίας για τον ενοχλητικό Πούσκιν.
Εκεί άντλησε υλικό για τα ποιήματά του «Ο δεσμώτης του Καυκάσου» (1821), «Οι ληστές αδελφοί» (1822) και «Η Κρήνη του Μπαχτσί Σαράι» (1823), που ενίσχυσαν τη φήμη του ως του μεγαλύτερου ποιητή της εποχής του και εκφραστή της ρομαντικής και φιλελεύθερης γενιάς του 1820.
Ο ίδιος δεν ήταν ευχαριστημένος από τις έως τότε λογοτεχνικές επιδόσεις του και τον Μάιο του 1823 άρχισε να γράφει το έμμετρο μυθιστόρημα «Ευγένιος Ονέγκιν», που θεωρείται το αριστούργημά του και αργότερα έγινε όπερα από τον Τσαϊκόφσκι. Το έργο του αυτό αποτελεί μία πανοραμική εικόνα της ρωσικής ζωής της εποχής του, με ήρωες τον απογοητευμένο σκεπτικιστή Ονέγκιν, τον ρομαντικό και φιλελεύθερο ποιητή Λένσκι και την Τατιάνα «το ανεκτίμητο ιδανικό», όπως τη χαρακτήριζε ο ίδιος.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Κισνόβιο της Μολδαβίας έζησε έντονα την τοπική κοσμική ζωή, η οποία περιστρεφόταν γύρω από εφήμερους έρωτες, μεθύσια και χαρτοπαιξία. Στην Οδησσό, ο Πούσκιν ερωτεύτηκε με πάθος τη σύζυγο του κυβερνήτη της επαρχίας κόμη Βοροντσόφ, Ναταλία και ενεπλάκη πολλές φορές σε μονομαχίες, με αποτέλεσμα ο κυβερνήτης να ζητήσει τη λήξη της εξορίας του. Μία επιστολή του προς ένα φίλο του, την οποία υπέκλεψε η αστυνομία, προκάλεσε την εκ νέου εξορία του, αυτή τη φορά στα κτήματα της μητέρας του στο Πσκοφ.
Κατά την εκεί παραμονή του ολοκλήρωσε το ποίημα «Τσιγγάνοι», έγραψε κάποια επεισόδια του «Ευγένιου Ονέγκιν» κι έγραψε ένα από τα σημαντικότερα έργα του, την ιστορική τραγωδία «Μπόρις Γκοντούνοφ». Το έργο γράφτηκε λίγο πριν από την Εξέγερση των Δεκεμβριστών (1825) και διαπερνά το καυτό θέμα των σχέσεων ανάμεσα στην άρχουσα τάξη με επικεφαλής τον τσάρο και τις λαϊκές μάζες.
Μετά την καταστολή της εξέγερσης, ο νέος τσάρος Νικόλαος Α’, έχοντας επίγνωση της δημοτικότητας του Πούσκιν, του επέτρεψε να επιστρέψει στη Μόσχα το φθινόπωρο του 1826. Παρά την υπόσχεση του τσάρου για επείγουσες μεταρρυθμίσεις, η λογοκρισία έγινε πιο πιεστική, όπως και ο περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας του ποιητή. Επιπλέον είχε να αντιμετωπίσει και τις κατηγορίες φίλων του ότι είχε αποστεί από τις ιδέες του. Τότε αναγκάστηκε να τους απαντήσει με το ποίημα «Στους φίλους μου» (1828).
Το 1831, ύστερα από ένα πολυτάραχο δεσμό και παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του, νυμφεύτηκε τη Ναταλία Γκοντσάροβα (1812-1863), με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη και ο Πούσκιν διορίστηκε και πάλι σε δημόσια θέση, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να γράψει τη βιογραφία του Μεγάλου Πέτρου. Παράλληλα, συνέχισε τη λογοτεχνική του παραγωγή. Σημαντικότερα έργα αυτής της περιόδου ήταν το μυθιστόρημα «Η Κόρη του Λοχαγού» (1836) και τα θεατρικά «Μότσαρτ και Σαλιέρι» (1831) και «Ντάμα Πίκα» (1834) που μεταφέρθηκε στην όπερα από τον Τσαϊκόφσκι.
Εν τω μεταξύ, φήμες που κυκλοφορούσαν στο παλάτι ήθελαν τη σύζυγό του να έχει σχέση με τον γάλλο αξιωματικό Ζορζ Ντ’ Αντέ, θετό γιο του πρεσβευτή της Ολλανδίας. Η τιμή του Πούσκιν θίχτηκε κι έστειλε ένα υβριστικό γράμμα προς τον ολλανδό διπλωμάτη. Μόλις έλαβε γνώση της επιστολής ο Ντ’ Αντέ ζήτησε σε μονομαχία τον Πούσκιν, την οποία αποδέχθηκε.
Η μονομαχία έγινε στις 27 Ιανουαρίου 1837. Από την ανταλλαγή των πυροβολισμών ο Πούσκιν τραυματίστηκε σοβαρά στην κοιλιακή χώρα και δυο ημέρες μετά, στις 29 Ιανουαρίου 1837 (8 Φεβρουαρίου με το νέο ημερολόγιο) εξέπνευσε σε νοσοκομείο της Αγίας Πετρούπολης, σε ηλικία 37 ετών. Ο Ντ’ Αντέ με επιπόλαια τραύματα επέζησε και πέθανε το 1895.