Η τέχνη στην Ελλάδα από τον 7 έως τον 5 αιώνα π.Χ. θα μας απασχολήσει στα επόμενα επεισόδια.
Θα σε κάνουν να θαυμάσεις και να κατανοήσεις την διαχρονικότητά της.
Στα γόνιμα χρόνια του 7ου αιώνα π.Χ. βρίσκονται οι αρχές που γέννησαν την ελληνική πλαστική* και αρχιτεκτονική. Η τέχνη αυτού του αιώνα ονομάστηκε ανατολίζουσα, εξαιτίας της επίδρασης που άσκησαν σ’ αυτήν η Ανατολή και η Αίγυπτος. Το αποτέλεσμα ήταν η μείωση των γεωμετρικών σχημάτων στην αγγειογραφία, ή αντικατάσταση των γωνιωδών και ευθύγραμμων σχημάτων από καμπύλα και η επικράτηση μυθολογικών θεμάτων όπως λιονταριών, σφιγγών, γρυπών, καθώς και άλλων φυτικών διακοσμητικών στοιχείων από την τέχνη της Ανατολής. Ο μετασχημαπσμός των ξένων αυτών διακοσμητικών στοιχείων από την ελληνική τέχνη για τους δικούς της σκοπούς ονομάζεται “εξελληνισμός”.
Παρ’ όλες τις επιδράσεις που δέχτηκε από άλλους παλιτισμούς, η ελληνική τέχνη έθεσε τις δικές ης αρχές, γεγονός που την ξεχωρίζει από την τέχνη των άλλων λαών. Λίγο πριν από τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. άρχισε η παραγωγή μεγάλων έργων.
Στην αρχιτεκτονική οι ξύλινοι ναοί αντικαταστάθηκαν με λίθινους ενώ η αγγειογραφία άντλησε τα θέματά της από τη μυθολογία. Η αρχιτεκτονική των ναών και ο διάκοσμος θα μας απασχολήσουν σε επόμενο επεισόδιο της σειράς.
Με την ανάπτυξη των πόλεων αναζητήθηκαν νέες μορφές και τρόποι στην τέχνη, γεγονός που παρείχε υλική άνεση και ασφάλεια στους ανθρώπους και διάθεση προσωπικής προβολής. Οι ανώνυμοι τεχνίτες απέκτησαν συνείδηση της προσωπικότητάς τους και άρχισαν να υπογράφουν τα έργα τους, γλυπτά και κεραμικά (Έυθυκαρπίδης, Αριστόνοθος επόισεν”, “Καλλικλέας ποίασε”).
Το κυριότερο κέντρο κεραμικής (αγγειοπλαστικής και αγγειογραφίας) ήταν η Κόρινθος, που κατέκτησε τις αγορές της Δύσης και της Ανατολής, ιδιαίτερα μετά το 750 π.Χ., όταν οι Έλληνες δημιούργησαν αποικίες σε όλο το χώρο της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου. Η έντονη αγοραστική ζήτηση οδήγησε τους τεχνίτες σε καινούριους εκφραστικούς τρόπους. Η αρχαία παράδοση, όπως μας τη διασώζει ο Πλίνιος στο βιβλίο του Φυσική Ιστορία, θεωρεί την Κόρινθο ως γενέτειρα της ελληνικής ζωγραφικής.
Γύρω στο 625 π.Χ. στην Αθήνα, υπό την επιρροή της κορινθιακής τεχνικής, δημιουργήθηκαν τα μελανόμορφα αγγεία. Ονομάστηκαν έτσι διότι οι μορφές καλύπτονται με στιλπνό μαύρο χρώμα, ενώ η υπόλοιπη επιφάνεια του αγγείου διατηρεί το κόκκινο χρώμα του πηλού. Οι λεπτομέρειες τονίζονται με χάραξη, ενώ άλλα μέρη βάφονται με λευκό χρώμα ή βαθυκόκκινο μενεξεδί. Αυτή η τεχνική δημιουργεί τελείως διαφορετικές σχέσεις ανάμεσα στις μορφές και στο βάθος στο οποίο αυτές προβάλλονται. Η αττική αγγειογραφία άρχισε έτσι να ανταγωνίζεται στη διεθνή αγορά την κορινθιακή. Η μελανόμορφη αττική αγγειογραφία έφθασε στην ύψιστη τελειότητα με τον Εξηκία, αγγειογράφο και αγγειοπλάστη με φαντασία, ευρηματικότητα και μοναδική τεχνική, ο οποίος δημιούργησε και νέα σχήματα αγγείων.
Γύρω στο 525 π.Χ. εμφανίστηκαν τα ερυθρό μορφα αγγεία στο εργαστήριο του Εξηκία, από ένα μαθητή του, γνωστό ως “ζωγράφο του Ανδοκίδη”. Στην τεχνική αυτή, που εξαπλώθηκε ταχύτατα, οι μορφές κρατούν το χρώμα του πηλού, ενώ το βάθος βάφεται μαύρο. Έτσι, ο ζωγράφος μπορεί να αξιοποιήσει το βάθος, τους όγκους και τις επιφάνειες των ανθρώπινων σωμάτων, που είναι άλλωστε και το κυρίαρχο θέμα. Η τεχνική αυτή, με τις πολλές δυνατότητες που παρείχε ως προς τη σύνθεση, τη γραμμή και το σχέδιο, οδήγησε στην καλλιέργεια του σχεδίου και προετοίμασε το έδαφος για τη μεγάλη ελληνική ζωγραφική.
Ο 6ος αιώνας π.Χ. είναι εποχή ραγδαίων εξελίξεων στον ελληνικό χώρο. Οι πόλεις αναπτύχθηκαν αυτόνομα (πόλεις κράτη) με τη δική τους πολιτική, οικονομική και κοινωνική δομή. Το ίδιο συνέβη και στις αποικίες. Στην Ελλάδα οι πόλεις κράτη της Αθήνας και της Σπάρτης εξελίχθηκαν σε ισχυρές δυνάμεις, η πρώτη με κύρια χαρακτηριστικά την αγάπη για τη ζωή και την πρόοδο, που οδήγησε στις δημοκρατικές διακυβερνήσεις, η δεύτερη με τη λιτή και στρατιωτική δομή της κοινωνικής ζωής, με την τυφλή υποταγή στους νόμους, που οδήγησε σε ολιγαρχική διακυβέρνηση.
Ανάμεσα σ’ αυτά που ένωναν τους φαινομενικά διασπασμένους σε πόλεις – κράτη Έλληνες, δηλαδή τα κοινά ήθη και έθιμα, την κοινή θρησκεία, την ίδια γλώσσα, ήταν και η ενότητα στο χώρο της τέχνης και του πνεύματος. Τον 6ο π.Χ. αιώνα ο άνθρωπος γίνεται το κέντρο όλης της σκέψης και αναπτύσσεται το διδακτικό έπος (Θεογονία του Ησιόδου), η λυρική ποίηση (Σαπφώ, Αλκαίος, Σιμωνίδης), η φιλοσοφία (προσωκρατικοί φιλόσοφοι), αλλά και η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική (αγγειογραφία) και η γλυπτική*.