Γεννημένη την 13η Σεπτεμβρίου 1922 η Yma Sumac ήταν διάσημη κολορατούρα σοπράνο από το Περού.
Από μικρή άρχισε να μιμείται με τη φωνή της τους φυσικούς ήχους και να τραγουδά θρησκευτικά τραγούδια των προγόνων της. Η ίδια διαλαλούσε και περηφανευόταν για την καταγωγή της που προερχόταν από τους Ίνκας του Περού. Προτού κατακτήσει τον κόσμο με την φωνή της είχε γίνει ο θρύλος του τραγουδιού στα χωριά των Άνδεων, με τους συντοπίτες της να την θεωρούν πρόσωπο ιερό και να την αποκαλούν «Κόρη του Ήλιου», μαγεύοντας τους με την ασύλληπτη φωνής της.
Στη δεκαετία του 1950 αποτέλεσε μία από τις κυριότερες ερμηνεύτριες εξωτικής μουσικής. Το είδος της ήταν η Jazz με στοιχεία λατινοαμερικάνικης και πολυνησιακής μουσικής. H παγκόσμια επιτυχία της συνίσταται κυρίως λόγω του ακραίου φωνητικού εύρους της, που ξεπερνούσε τις τέσσερις οκτάβες (Σι 2 – Ντο# 7), καλύπτοντας έτσι μια έκταση από το φωνητικό φάσμα ενός βαρύτονου έως και αρκετά πάνω απ’ αυτό μιας συνηθισμένης σοπράνο.
Γερμανοί ειδικοί που μέτρησαν την έκταση της φωνής της, τη βρήκαν στις 4,5 οκτάβες. Αυτό βέβαια της δημιούργησε προβλήματα ρεπερτορίου, καθώς κανένας συνθέτης δεν έγραφε τραγούδια για τέτοιο εύρος φωνής. Αντιπροσωπευτική ανθολογία του έργου της με τίτλο Queen of Exotica κυκλοφόρησε το 2005. Όλη την απίστευτη έκταση της φωνής της μπορεί να την ακούσει κάποιος στο τραγούδι του 1950 Chuncho (The Forest Creatures).
Στη δεκαετία 50’ συνεργάστηκε με τους Λες Μπάξτερ και Μπίλυ Μέη κάνοντας πολλές ηχογραφήσεις, πολλές από τις οποίες θεωρούνται πλέον θρυλικές. Αυτό το υβριδικό ύφος της μουσικής τους, το ημι-χολυγουντιανό ημι-παραδοσιακό, σε συνδυασμό με την εξαιρετική φωνή της Yma και την εξωτική της παρουσία, κέρδισε αμέσως τους Αμερικανούς ακροατές αλλά και παραγωγούς. Το 1951, ερμηνεύει τον ρόλο της ξένης πριγκίπισσας στο μιούζικαλ Flahooley που ανέβηκε στο θέατρο Μπρόντγουεϊ. Το έργο γράφτηκε από τον Σάμυ Φέιν και τον Έντγκαρ Χάρμπουργκ, αλλά τα τρία κομμάτια που τραγουδούσε η Σουμάκ ήταν του συζύγου της, Βιβάνκο. Παράλληλα με το τραγούδι, εμφανίζεται και στις ταινίες “Secret of the Incas” (1954) και “Omar Khayyam” (1957). Στις 22 Ιουνίου 1955 θα πάρει την αμερικανική υπηκοότητα, ενώ το 1957 θα πάρει διαζύγιο από τον Βιβάνκο.
Το φοβερό είναι πως τον ίδιο χρόνο τον ξαναπαντρεύεται και τον χωρίζει ξανά οριστικά το 1965, πιστοποιώντας έτσι τον δυναμισμό μιας γυναίκας που θέλει και ξεχωρίζει.
Το 1961, η Yma και το Inka Taky Trio κάνουν μια πενταετή παγκόσμια περιοδεία, παίζοντας σε 40 πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης, και σε όλη την Ευρώπη, την Ασία και τη Λατινική Αμερική. Η ηχογράφηση από τη συναυλία στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας αποτέλεσε και το μοναδικό της “live” δίσκο, με τίτλο “Recital”, ενώ το υπόλοιπο της δεκαετίας του 1960 εμφανίζεται μόνο σποραδικά.
Το 1971 κάνει έναν δίσκο με ροκ μουσική, τιτλοφορείται “Miracles” και επιστρέφει μόνιμα στο Περού. Σε όλη την δεκαετία του 1970 οι εμφανίσεις της είναι περιορισμένες, κυρίως στο Περού και την Νέα Υόρκη. Εντούτοις την επόμενη δεκαετία επιστρέφει στο προσκήνιο έχοντας ατζέντη τον Άλαν Άισλερ, για να δώσει αρκετές συναυλίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, Ευρώπη και Ασία.
Το 1987 τραγουδά το “I Wonder” για την ταινία της Ντίσνεϋ “Ωραία Κοιμωμένη” και ηχογραφεί έναν δίσκο με γερμανική τέκνο μουσική, με τίτλο “Mambo ConFusion”. Οι εμφανίσεις της συνεχίζονται τόσο στην Αμερική όσο και την Ευρώπη και το 1990 παίζει την Χάϊντι στο θεατρικό έργο του Στέφεν Σόντχάιμ “Follies”.
Η Yma Sumac έφυγε από τη ζωή την 1η Νοεμβρίου 2008, καταβεβλημένη από τον καρκίνο, που την ταλαιπωρούσε από τις αρχές του χρόνου.
ΠΗΓΕΣ: ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, YMA SUMAC