Η στράτευση του στην Αριστερά και η υποστήριξη του στον σοσιαλιστή πρόεδρο της χώρας Σαλβαδόρ Αλιέντε προδιέγραψαν το τέλος του. Αμέσως μετά την επικράτηση του στυγνού δικτατορικού καθεστώτος του στρατηγού Πινοτσέτ (11 Σεπτεμβρίου 1973), ο Βίκτωρ Χάρα συνελήφθη, βασανίστηκε απάνθρωπα και δολοφονήθηκε.
Ο Βίκτωρ Λίδιο Χάρα Μαρτίνες γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1932 στην πολή Λονκέν, που ανήκε στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας Σαντιάγο. Η αγροτική οικογένειά του δεν είχε τα μέσα για θρέψει αυτόν και τα αδέλφιά του και έτσι σε ηλικία 15 ετών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο μετά τον θάνατο της μητέρας του, με την οποία ουσιαστικά μεγάλωσε, αφού ο μέθυσος και αγροίκος πατέρας του τούς είχε εγκαταλείψει αρκετά νωρίς
Αρχικά φοίτησε σε εκκλησιαστική σχολή με την προοπτική να ενδυθεί το ιερατικό σχήμα, αλλά γρήγορα απογοητεύτηκε από τις πρακτικές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Άλλαξε γνώμη και εντάχθηκε στο στρατό, από το και να φοιτήσει σε εκκλησιαστική σχολή για να γίνει παπάς. Γρήγορα όμως άλλαξε κατεύθυνση και αποφάσισε να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία.
Μετά την αφυπηρέτησή του, κέρδισε μια υποτροφία και ξεκίνησε θεατρικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο. Μετά την αποφοίτησή του δούλεψε ως σκηνοθέτης, παράλληλα με το τραγούδι.
Η ενασχόλησή του με το τραγούδι ξεκίνησε το 1957, μετά την γνωριμία του με την Βιολέτα Πάρα, την ιέρεια του «Nέου Χιλιανού Τραγουδιού» («Nueva Canción Chilena»), που συνδύαζε την λαϊκή μουσική με τον πολιτικό και κοινωνικό στίχο. Το 1966 κυκλοφόρησε τον πρώτο δίσκο από το οποίο ξεχώρισε το τραγούδι «Canto a lo Humano» («Ύμνος στον Άνθρωπο»). Ακολούθησαν μεγάλες επιτυχίες που τον έκαναν ευρύτερα γνωστό και εκτός συνόρων: «Pongo en tus manos abiertas» («Θα βάλω (την κιθάρα μου) στα ανοιχτά σου χέρια», 1969), «Preguntas por Puerto Montt» («Ερωτήματα για το Πουέρτο Μοντ», 1969) «El derecho de vivir en paz» («Το δικαίωμα του να ζω σε ειρήνη», 1971), «Pregaria a un Labrador» («Προσευχή σ’ ένα εργάτη», 1971) και «La Poblacion» («Ο λαός», 1972).
Το ρεύμα του «Nέου Xιλιανού Tραγουδιού» ήλθε στο προσκήνιο, όταν η χώρα βρέθηκε στο επίκεντρο της μεγάλης πολιτικής κρίσης την δεκαετία του εξήντα, η οποία κορυφώθηκε τα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας με την άνοδο στην εξουσία του Σαλβαδόρ Αλιέντε-του πρώτου μαρξιστή σοσιαλιστή σε χώρα της Νοτίου Αμερικής- και την ανατροπή του από τον στρατηγό Πινοτσέτ. Το τραγούδι του Χάρα «Venceremos»(«θα νικήσουμε») έγινε ο ύμνος του κόμματος του Αλιέντε «Λαϊκή Ενότητα» και τραγουδήθηκε από χιλιάδες αριστερούς στην χώρα. Η φήμη του είχε φθάσει στα ύψη και καλλιτέχνες, όπως η Τζόαν Μπαέζ, ο Πιτ Σίγκερ και ο Φιλ Οξ, έκαναν γνωστά τα τραγούδια του στα πέρατα της οικουμένης.
Η πολιτική του στράτευση στην Αριστερά και η δημοφιλία του, τόν έβαλαν στο σκοπευτικό του Πινοτσέτ. Αμέσως μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος (11 Σεπτεμβρίου 1973), ο Χάρα συνελήφθη μαζί με άλλα μέλη της «Λαϊκής Ενότητας» και εγκλείστηκε στο Στάδιο του Σαντιάγο. Εκεί υποβλήθηκε σε φρικτά και απάνθρωπα βασανιστήρια. Οι βασανιστές του αφού του έσπασαν τα δάκτυλα του χεριού του, τού ζητούσαν περιπαικτικά να παίξει κιθάρα και να τραγουδήσει για τους συγκρατούμενούς του. Ο Χάρα απάντησε με όσες δυνάμεις τού είχαν απομείνει τραγουδώντας το «Venceremos». Η θαρραλέα στάση του εκνεύρισε τους βασανιστές του, οι οποίοι τον δολοφόνησαν με μια σφαίρα στο κεφάλι. Ήταν 16 Σεπτεμβρίου 1973.
Χρόνια αργότερα η Δικαιοσύνη μίλησε για την δολοφονία του Χάρα, πρώτα στις ΗΠΑ και στην συνέχεια στην πατρίδα του. Το 2016, δικαστήριο της Φλώριδας βρήκε ένοχο για συμμετοχή στην δολοφονία του έναν λοχαγό του χιλιανού στρατού που είχε βρει άσυλο στις ΗΠΑ και επιδίκασε στην οικογένειά του Χάρα, την βρετανίδα σύζυγό του Τζόαν και την κόρη του Αμάντα το ποσό των 28 εκατομμυρίων δολαρίων. Στις αρχές Ιουλίου του 2018 δικαστήριο του Σαντιάγο καταδίκασε 17 συνολικά άτομα ως ενεχόμενα στην δολοφονία του Χάρα σε ποινές κάθειρξης από 5 έως 15 χρόνια.