Γράφει η Κατερίνα Στάμου
Ερωτεύονται, χαίρονται και λυπούνται παράφορα, όλα με την ίδια ταχύτητα: η ζωή βρυχάται πιο δυνατά μέσα τους απ’ ό, τι σε άλλους. Ένα τέτοιο αγόρι λένε πως ήταν και ο Τιμ Μπάκλεϋ (Tim Buckley), αυτό το λεπτό παιδί με τα ανάκατα μαλλιά και τα μάτια που στις φωτογραφίες κοιτάζουν θλιμμένα ακόμα κι όταν ολόκληρο το πρόσωπο χαμογελάει. Ένα πλάσμα που του άρεσε να οδηγεί «ξέφρενα» στην Πόλη των Αγγέλων και που εξιστορούσε χαριτωμένες ψευτιές από δω κι από κει, μεταξύ των οποίων κι ότι τάχα κάποτε ήταν ταξιτζής.
Γνώρισα τη μουσική του Τιμ Μπάκλεϋ όταν ήμουν δεκατριών χρονών: άκουγα το Goodbye and Hello ?έναν δίσκο ποίησης και σπάνιας μελωδικότητας- με την πόρτα κλειστή στο παιδικό μου δωμάτιο. Τα βράδια ξενυχτούσα ακούγοντας άλμπουμ αδικοχαμένων καλλιτεχνών απ? τη δεκαετία του ?60. Η φωνή του Μπάκλεϋ άνοιγε μέσα μου χώρους πρωτόγνωρους, προορισμένους για τα πιο τρυφερά και αιώνια συναισθήματα. Δεν εκλογίκευα τίποτα -μέσα στους τέσσερις τοίχους ήμουν σαν τον Οδυσσέα που τον καλούσαν οι Σειρήνες.
Ο Τιμ γεννήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1947 στην Ουάσινγκτον και ήταν το δεύτερο παιδί ενός βετεράνου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και συνάμα αποτυχημένου συγγραφέα. Φύση ιδιόρρυθμη κι ενίοτε αυταρχική, ο πατέρας του δεν κατάφερε ποτέ να του προσφέρει το είδος της αγάπης και της αφοσίωσης που του πρόσφερε η μητέρα του, με την οποία είχε μια ιδιαίτερα στενή σχέση μέχρι και το πρόωρο τέλος της ζωής του. Ο μοναχογιός του ζεύγους Τίμοθι και Ελέν Μπάκλεϋ έδειξε από νωρίς την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία και την κλίση του προς τη μουσική, με αποκορύφωμα ίσως τη μέρα εκείνη που, όντας δεκατεσσάρων χρονών και παρακολουθώντας μαθήματα κιθάρας επί ενάμιση μήνα, ο δάσκαλος τον απάλλαξε απ? τη διδασκαλία λόγω των εντυπωσιακών του ικανοτήτων.
Στα χρόνια του λυκείου στην Καλιφόρνια, ο Τιμ δημιούργησε στενή φιλία με το στιχουργό και ποιητή Λάρυ Μπέκετ με τον οποίο ήταν συμμαθητές. Ο δεύτερος, ο οποίος έτρεφε μεγάλη αγάπη για σπουδαία ονόματα της αγγλόφωνης ποίησης, όπως είναι ο Κητς, ο Σαίξπηρ αλλά και ο Ντύλαν Τόμας, έντυσε με στίχους του τρία ολόκληρα άλμπουμ του Μπάκλεϋ στα χρόνια που ακολούθησαν (Tim Buckley, Goodbye and Hello, Starsailor), ενώ έβαλε και την «πένα» του σποραδικά σε μερικά ακόμη. Οι στίχοι του ήταν στίχοι αγνότητας, μελαγχολίας και κατάνυξης, μια τέλεια αντιστοιχία, νομίζω, για τη φωνή του Μπάκλεϋ, ο οποίος σαν άνοιγε το στόμα του να τραγουδήσει, απελευθερωνόταν προς τα έξω ουράνια και μεγαλόπρεπη η ψυχή του.
Όταν ο Τιμ πήγε στη Νέα Υόρκη το 1966 για να τραγουδήσει στο Night Owl, συστημένος από το μάνατζερ των Mothers Of Invention, Χερμπ Κοέν, ήταν δεκαεννιά χρονών και είχε μόλις υπογράψει το πρώτο του συμβόλαιο με την εταιρία Elektra Records. Θαύμαζε τον Fred Neil, τον Duke Ellington, τον Pete Seeger. Είχε ήδη εγκαταλείψει κάπως άχαρα την πρώτη του, σχολική, αγάπη, τη Μαίρη, η οποία τότε κυοφορούσε το γιο του Τζεφ, ο οποίος με τη σειρά του, δεκαετίες αργότερα, θα σφράγιζε με τη δική του ζωή την αλλόκοτη ταύτιση πατέρα και γιού. Το 1969, ωστόσο, στο δίσκο Happy Sad, ο 22χρονος Τιμ τραγουδά ένα κομμάτι αβάσταχτης ευαισθησίας για το γιο του, το πανέμορφο Dream Letter.
Με την επιστροφή στο Λος Άντζελες υλοποιείται η ηχογράφηση του πρώτου δίσκου. Τον ήχο της Πόλης των Αγγέλων εκείνα τα χρόνια τον συνέθεταν ονόματα όπως οι Doors, οι Love, ο Paul Butterfield, οι Buffalo Springfield. Μέσα σε αυτή την πανδαισία ήχων και χρωμάτων, ζούσε και ο Τιμ, ο οποίος αν και πολύ ευαίσθητος, ήταν συχνά καυστικός και πορευόταν με τρόπο μοναχικό και ανικανοποίητο. Ο Τιμ που εξ αρχής μπέρδευε τους κριτικούς σε ό, τι αφορά το μουσικό στυλ του και που πειραματιζόταν με ναρκωτικές ουσίες γιατί τις έβλεπε σα μια πύλη προς το μαγικό ανεξερεύνητο στο οποίο όφειλε να φτάσει ως καλλιτέχνης. Τέλος, εκεί ζούσε ο Τιμ που τρέλαινε τα κορίτσια με το χαμηλό και συνεσταλμένο προφίλ του, ενώ ο ίδιος ερωτευόταν και ξε-ερωτευόταν με τρόπο χειμαρρώδες.
Το πρώτο άλμπουμ του Τιμ Μπάκλεϋ με τον ομώνυμο τίτλο το διέκρινε μια ξεχωριστή μουσική τρυφερότητα, ένα συναίσθημα άσπιλης, αγνής, νεανικής αγάπης. Ακολουθούν τα Goodbye and Hello, Happy Sad και, εγκαταλείποντας την Elektra, το πιο ατμοσφαιρικό και τζαζ μέχρι στιγμής, Blue Afternoon: ?I was born a blue melody/ a sad song my mama sang to me/ Such a blue you? ve never seen?. Στη συνέχεια κυκλοφορεί το Lorca, μια επιθυμία του Τιμ και των μουσικών του να στραφούν σε ηχητικούς δρόμους πιο αφηρημένους και ίσως «σουρεαλιστικούς», εμπνευσμένους από την ποίηση του Λόρκα και του Ρίλκε. Στο Lorca και το Starsailor (1970- το δίσκο που αργότερα ο Τιμ θα χαρακτήριζε «αριστούργημά» του, το ίδιο και ο γιος του) σκοπός είναι η πηγαία καλλιτεχνική έκφραση που βρίσκεται σε ρήξη με μουσικούς κανόνες και αρμονίες. Με επιρροές από τον Ξενάκη μέχρι την Κάθυ Μπερμπέριαν και τη φωνή του Τιμ ν? ακούγεται σαν από όνειρο, η μουσική σε αυτούς τους δυο δίσκους «κλωτσάει» την ποπ της δεκαετίας του ?60 και αγκαλιάζει τη φολκ, τη ροκ, τη τζαζ, την κλασσική και avant-garde μουσική με τον πιο ανορθόδοξο και ευφάνταστο τρόπο. Παρόλα αυτά, το κοινό και οι κριτικοί στο σύνολό τους δεν έδειξαν την ανάλογη εκτίμηση και αποδοχή και ο Τιμ, όπως ήταν φυσικό, απογοητεύτηκε πολύ.
Στην περίοδο που ακολούθησε, ο Μπάκλεϋ αντιμετώπισε πολλά προβλήματα λόγω των προαναφερθέντων αποτυχιών, μεταξύ των οποίων και οικονομικά, μιας και ηχογραφήσεις αναβάλλονταν συνεχώς, ενώ συναυλίες δύσκολα προγραμματίζονταν. Η σχέση του με το αλκοόλ γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη και οι εσωτερικές του ανησυχίες αυξάνονταν κάνοντάς τον να τείνει προς την αυτοκαταστροφή. Ωστόσο, το 1972 είναι η χρονιά του δυναμικού Greetings From L.A., δίσκου με άφθονη ρυθμικότητα και ερωτισμό, με μια ομάδα νέων μουσικών σε εξαιρετική φόρμα, που θα αποτελέσει βάση και για τις μετέπειτα δουλειές του που κυμαίνονται σε παρόμοια groovy, funky πλαίσια, τις Sefronia και Look At The Fool. Ο Τιμ, όντας πια παντρεμένος, τα τελευταία χρόνια της ζωής του κάνει σχέδια που αφορούν τη μελοποίηση σε ένα έργο του Τζόζεφ Κόνραντ και τη συγγραφή μιας νουβέλας, ενώ παράλληλα δίνει και κάποιες συναυλίες, μερικές των οποίων σημειώνουν επιτυχία.
Παρόλα αυτά, στις 29 Ιουνίου του 1975 πεθαίνει σε ηλικία 28 χρονών από υπερβολική δόση ηρωίνης, την οποία του προσέφερε, κατά πως λένε, ένας φίλος. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει ότι ποτέ δε θα κατάφερνε να πατήσει τα 30. Ο Μπάκλεϋ πέθανε αρκετά φτωχός και χωρίς ποτέ να εισπράξει την αναγνώριση που του άξιζε. Ο φίλος και κιθαρίστας του, Lee Underwood, έγραψε το 1977: «Ο Τιμ έκανε για τη φωνή, ό, τι έκανε ο Μάιλς για την τρομπέτα, ο Κόλτρεϊν για το σαξόφωνο, ο Σέσιλ Τέηλορ για το πιάνο και ο Χέντριξ για την κιθάρα». Εκτός αυτού, περιπλανήθηκε μες τη ζωή και την τέχνη σαν ένας Starsailor. Η θλιμμένη και άδικη ζωή του, ο πρόωρος χαμός του (καθώς επίσης και του γιού του, Τζεφ Μπάκλεϋ, από πνιγμό το 1997) φανερώνει ένα πράγμα: το στίχο απ? το περίφημο Dolphins του Fred Neil, που ο Τιμ τραγουδούσε πάντα με δόσιμο και αγάπη? ?This World May Never Change?.
Βιβλιογραφία:
1.Blue Melody: Tim Buckley Remembered by Lee Underwood
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Art Magazine 26 Δεκεμβρίου 2010