Για περισσότερα από 1.000 χρόνια το Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία δέσποσε στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο. Ένα μεγάλο μέρος τής δύναμης και της επιρροής της το οφείλει στον πανίσχυρο κρατικό μηχανισμό της. Η Αυλή της, όμως, ήταν ένας λαβύρινθος από μηχανορραφίες, δολοπλοκίες και σκοτεινά μυστικά. Τα πισώπλατα μαχαιρώματα (κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά, όπως στις μέρες μας) έδιναν κι έπαιρναν. Κανείς δεν ήταν ασφαλής και δεν μπορούσε να εμπιστευθεί κανέναν.
Το 1341, η αυτοκρατορία βρισκόταν σ’ έναν από τους συνήθεις εμφύλιους πολέμους. Ο νέος αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος (1332-1391) ήταν εννέα ετών και ο φίλος τού πατέρα του Ιωάννης Καντακουζηνός (1292-1383) είχε διοριστεί αντιβασιλέας. Η μητέρα του αγοριού, η Άννα, και ο μέγας δούκας Αλέξιος Απόκαυκος συνέπηξαν συμμαχία για να σφετεριστούν την αντιβασιλεία, πυροδοτώντας μία τεράστια σύγκρουση. Αλλά αυτή τη φορά συνέβη κάτι το απρόσμενο. Στην πόλη της Θεσσαλονίκης, οι απλοί άνθρωποι επαναστάτησαν, πήραν τον έλεγχο από την αριστοκρατία και υπερασπίστηκαν τα δικαιώματα των φτωχών. Χρονικά της εποχής αναφέρουν ότι βίαιοι όχλοι «Ζηλωτών», όπως αποκαλούνταν, επιτέθηκαν κι έσφαξαν τους πλούσιους. Το Συμβούλιο των Ζηλωτών κυβέρνησε τη Θεσσαλονίκη καθ’ όλη τη διάρκεια της εμφύλιας διαμάχης. Για κάποιο χρονικό διάστημα ορκίστηκαν πίστη στον Αλέξιο Απόκαυκο, αλλά παρέμεναν σταθερά εχθρικοί προς την αριστοκρατία. Τελικά τον αποκήρυξαν, δολοφονώντας μάλιστα τον γιο του. Η εξέγερση των Ζηλωτών κατεστάλη από τον Ιωάννη Καντακουζηνό, όταν έγινε αυτοκράτορας. Κάποιοι από τους Ζηλωτές κάλεσαν το Σέρβο βασιλιά Στέφανο Δουσάν να καταλάβει την πόλη, άλλοι όμως το θεώρησαν προδοσία και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους παλιούς συναγωνιστές τους. Ο Καντακουζηνός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη εύκολα και εκτέλεσε τους πρωταίτιους της εξέγερσης.
Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι οι ευνούχοι χρησιμοποιούνταν ως σκλάβοι του σεξ, επειδή διατηρούσαν τα νεανικά τους χαρακτηριστικά. Αυτό επισήμως απαγορευόταν, αλλά εκκλησία έψαχνε τρόπους να εξαλείψει αυτή την κατάσταση χωρίς να καταδικάζει τη δουλεία και κατ’ επέκταση τον αυτοκράτορα. Το πρόβλημα εικονογραφείται στο Βίο του Αγίου Ανδρέα του εις Χριστόν Σαλού, που έγραψε τον 10ο αιώνα ο πρεσβύτερος Νικηφόρος της Αγίας Σοφίας. Ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου σημειώνει: «Εάν ένας σκλάβος δεν υπακούει στις εντολές του κυρίου του, τότε σίγουρα ξέρετε πόσο θα υποφέρει, αυτός θα τον κακομεταχειριστεί και θα τον ξυλοκοπήσει». Αλλά ο Ανδρέας επιμένει ότι «αν οι σκλάβοι δεν υποκύψουν στα αποτρόπαια πάθη των κυρίων τους, θα είναι τρεις φορές ευλογημένοι, και εξαιτίας των βασάνων που μου ανέφερες, θα καταχωρηθούν στους μάρτυρες».
Οι Ευνούχοι υπηρέτησαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από κάθε δυνατό πόστο, από αυλικοί και στρατηγοί έως ιερείς. Δεν αποτελούσαν απειλή για την αυτοκρατορία, διότι δεν είχαν κατιόντες για να κληρονομήσουν τη θέση τους. Όμως, ευνούχοι όπως ο Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος (11ος αιώνας) έγιναν διάσημοι, επειδή προώθησαν συγγενείς τους σε υψηλές θέσεις. Ήταν τόσο ισχυρός, ώστε όλα τα μέλη της οικογένειάς του ευνουχίστηκαν και εξορίστηκαν από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ε’ τον Καλαφάτη. Ο ευνουχισμός θεωρούνταν παράνομος στο Βυζάντιο, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι ευνούχοι να είναι σκλάβοι, οι οποίοι ευνουχίζονταν προτού εισέλθουν στα όρια της αυτοκρατορίας. Αλλά είναι γνωστό ότι πολλοί φτωχοί γονείς ευνούχιζαν τα παιδιά τους, ελπίζοντας ότι θα έχουν μία καλύτερη ζωή από αυτούς.
Ως πολίτες της «μεγαλύτερης πόλης της Γης», ο λαός της Κωνσταντινούπολης δεν δίσταζε να εκφράζει τις απόψεις του, συχνά με βίαιους τρόπους. Το πιο διάσημο παράδειγμα είναι η Στάση του Νίκα (532), κατά την οποία μία αθλητική διαμάχη στον ιππόδρομο μετατράπηκε σε λαϊκή εξέγερση εναντίον του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Ο Ιουστιανιανός ήταν έτοιμος να τα παρατήσει και να εγκαταλείψει το θρόνο, αλλά μεταπείστηκε από τη σύζυγό του Θεοδώρα, η οποία του διαμήνυσε ότι προτιμούσε να πεθάνει ως αυτοκράτειρα παρά ως κοινή θνητή. Τελικά, ο Ιουστινιανός κατέστειλε με σκληρό τρόπο την εξέγερση και διέσωσε το θρόνο του. Όλες οι ταραχές δεν αποσταθεροποίησαν την αυτοκρατορία. Μία αιματηρή εμφύλια διαμάχη κατέληξε σε εξέγερση φυλακισμένων. Ο Μέγας Δούκας Αλέξιος Απόκαυκος (? – 1345), κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης μιας νέα φυλακής, δολοφονήθηκε από πολιτικούς του αντιπάλους, οι οποίοι στη συνέχεια εξολόθρευσαν και τα μέλη της οικογένειάς του.
Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν το πορφυρό (βαθυκόκκινο) ως το αυτοκρατορικό χρώμα και μόνο τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας επιτρεπόταν να φορούν ρούχα με τέτοιο χρώμα. Στο παλάτι υπήρχε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο με τοίχους από πολύτιμη πορφυρή πέτρα. Τα παιδιά που γεννιόνταν σ’ αυτό το δωμάτιο ονομάζονταν πορφυρογέννητα. Είχαν ιδιαίτερα προνόμια και δεν μπορούσαν να παντρευτούν έξω από τα όρια της αυτοκρατορίας, αν και ο ηγέτης των Ρως Βλαδίμηρος του Κιέβου (950-1015) απαίτησε πορφυρογέννητη νύφη σε αντάλλαγμα για στρατιωτική βοήθεια στον Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο και τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό. Τελικά, νυμφεύτηκε την Άννα την Πορφυρογέννητη, αδελφή του αυτοκράτορα. Ο πορφυρογέννητος απολάμβανε μεγάλη εκτίμησης και αφοσίωσης από τους κοινούς ανθρώπους. Ο Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος μπορεί να ανατράπηκε σε μικρή ηλικία, αλλά ως πορφυρογέννητος παρέμεινε ως συναυτοκράτορας για 24 χρόνια, προτού αναλάβει την εξουσία το 945. Όταν ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος πέθανε, οι μόνοι πορφυρογέννητοι ήταν οι αδελφές του Ζωή και Θεοδώρα. Οι πολίτες της Κωνσταντινούπολης ξεσηκώνονταν κάθε φορά που κάποιοι ήθελαν να τις διώξουν από την εξουσία, με αποτέλεσμα οι δύο αδελφές να κυριαρχήσουν στα πολιτικά πράγματα μέχρι το θάνατο της Θεοδώρας το 1056.
Το 813, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α’ ο Ραγκαβές (770-844) εκθρονίστηκε από τον στρατό, μετά την ήττα του από τους Βουλγάρους στη Μάχη της Βερσινικίας. Στην εκθρόνισή του πρωτοστάτησαν τρεις από τους στρατηγούς του, ο Λέων ο Αρμένιος, ο Μιχαήλ Τραυλός και ο Θωμάς Σκλαβηνός. Ο Λέων έγινε αυτοκράτορας (Λέων Ε’), αλλά όταν απαλλάχθηκε από την παρουσία του Μιχαήλ, οι οπαδοί του τον κυνήγησαν και τον σκότωσαν. Ο Θωμάς επαναστάτησε κατά του Μιχαήλ, που είχε ανέβει στο θρόνο ως Μιχαήλ Β’, πυροδοτώντας έναν εμφύλιο πόλεμο που αδυνάτισε την αυτοκρατορία έναντι των Αράβων, οι οποίοι είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους εκείνα τα χρόνια. Ανάλογα προβλήματα αναφύησαν και τον 10ο αιώνα, όταν η εξέγερση του στρατηγού Βάρδα Φωκά κατεστάλη από τον στρατηγό Βάρδα Σκληρό. Όταν ο ευνούχος Βασίλειος Λεκαπηνός στράφηκε κατά του Σκληρού, αυτός άρχισε τη δική του εξέγερση για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ο Λεκαπηνός έβγαλε από τη φυλακή τον Βάρδα Φωκά και τον έστρεψε κατά του Σκληρού. Ο Φωκάς νίκησε τον Σκληρό και κατέστρεψε τις δυνάμεις του. Στη συνέχεια, όμως, ο Φωκάς, ο Σκληρός και ο Λεκαπηνός συνασπίστηκαν κατά του Βασιλείου, του μετέπειτα Βουλγαροκτόνου, ο οποίος τους νίκησε και στερέωσε την εξουσία του στον βυζαντινό θρόνο.
Στη σύγχρονη εποχή η λέξη βυζαντινισμός είναι συνώνυμο της ίντριγκας και της δολοπλοκίας. Και δεν φαίνεται να είχαν άδικο αυτοί που τον καθιέρωσαν. Στην αυλή της Κωνσταντινούπολης υπήρχαν οι ευνούχοι και οι αυλικοί, που διαγκωνίζονταν για να κερδίσουν την εύνοια του αυτοκράτορα, ο οποίος κυβερνούσε με τους πανίσχυρους ευνοούμενους του. Σ’ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο ευνούχος Σταυράκιος (?-800) βοήθησε την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία να ανατρέψει και να σκοτώσει το ίδιο της το παιδί, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ’ (771-797). Στη συνέχεια ο Σταυράκιος ανατράπηκε από τον ευνούχο Αέτιο, που ήθελε να τοποθετήσει τον αδελφό του ως αυτοκράτορα. Αλλά ο Αέτιος απέτυχε, καθώς ο Λογοθέτης του Γενικού (ταυτίζεται με τον σημερινό υπουργό Οικονομικών) Νικηφόρος οργάνωσε πραξικόπημα και χρίστηκε αυτός αυτοκράτορας (Νικηφόρος Α’) έως ότου οι Βούλγαροι τον νίκησαν στη Μάχη της Πλίσκας (811) κι έκαναν το κρανίο του κρασοπότηρο. Οι μηχανορραφίες και δολοπλοκίες συνεχίστηκαν έως την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Ακόμη και όταν οι Οθωμανοί του Μωάμεθ βρίσκονταν έξω από τα τείχη της και οι ημέρες της Βασιλεύουσας ήταν μετρημένες, ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς προσπαθούσε να εξασφαλίσει προσοδοφόρες αυλικές θέσεις για τους γιους του.
Ο τρομερός και φοβερός Ιουστινιανός Β’ (668-711) ανατράπηκε για πρώτη φορά το 695. Οι επαναστάτες τού έκοψαν τη μύτη και τη γλώσσα και τον εξόρισαν στην Κριμαία, στη χώρα των Χαζάρων. Αυτός, όμως, κατόρθωσε να δραπετεύσει και άρχισε τις μηχανορραφίες για την επάνοδό του στην εξουσία. Ο νέος αυτοκράτορας Λεόντιος (600-706) δωροδόκησε τους Χαζάρους για να τον δολοφονήσουν, αλλά ο Ιουστινιανός σκότωσε τους δολοφόνους τους και δραπέτευσε στη Βουλγαρία μ’ ένα ψαράδικο. Εκεί συμμάχησε με τον χαγάνο Τερβέλη (675-721) και οδήγησε ένα στρατό από 15.000 Βούλγαρους και Σλάβους έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Αφού δεν μπόρεσε να την καταλάβει με έφοδο, τα κατάφερε οδηγώντας μία ομάδα ανδρών του μέσα από τους υπονόμους της Πόλης, αιφνιδιάζοντας τον αυτοκράτορα Τιβέριο Γ’ (?-706) . Ο Ιουστινιανός ανέκτησε την εξουσία και τιμώρησε σκληρά τους εχθρούς του. Κυβέρνησε για άλλα έξι χρόνια, έχοντας προσαρμόσει μία χρυσή μύτη στη θέση της φυσικής κι έχοντας δίπλα του ένα διερμηνέα για να αποκρυπτογραφεί τους γρυλλισμούς του. Ανατράπηκε εκ νέου το 711 με πραξικόπημα του στρατηγού Φιλιππικού Βαρδάνη και αυτή τη φορά δολοφονήθηκε.
Οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι οι άνθρωποι με αναπηρίες ήταν ακατάλληλοι για το θρόνο. Γι’ αυτό κάποιοι από τους διεκδικητές του θρόνου φρόντιζαν να ακρωτηριάζουν τους αντιπάλους τους παρά να τους σκοτώνουν. Η τύφλωση ήταν πολύ δημοφιλής, όπως και το κόψιμο της μύτης και της γλώσσας. Στα όψιμα χρόνια της αυτοκρατορίας ο ευνουχισμός ήταν κοινή πρακτική. Ο Ιωάννης Δ’ Λάσκαρης (1250-1305) έζησε 40 χρόνια τυφλός, καθώς τυφλώθηκε ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1261, με διαταγή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1223-1282) για να μην απειλήσει στο μέλλον τη δυναστεία των Παλαιολόγων. Η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία (752-803) δεν δίστασε να τυφλώσει τον μοναχογιό της Κωνσταντίνο ΣΤ’ (771-805), προκειμένου να ασκεί ακώλυτα την εξουσία με τον ευνοούμενό της Σταυράκιο. Όμως, υπήρχαν και οι εξαιρέσεις. Ο Βασίλειος Λεκαπηνός (910-996) ευνουχίστηκε σε μικρή ηλικία, αλλά κατόρθωσε να ανέβει στα ανώτερα κλιμάκια της βυζαντινής εξουσίας και να γίνει ένας πανίσχυρος αυλικός, επηρεάζοντας από το παρασκήνιο μία σειρά από ανίσχυρους αυτοκράτορες.
Σε αρκετές περιπτώσεις το δυναστικό ζήτημα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία λυνόταν με δολοφονίες αυτοκρατόρων. Ο Κώνστας Β’ (630-668), γνωστός και ως Πωγωνάτος, χτυπήθηκε μέχρι θανάτου με μία σαπουνοθήκη από άνθρωπο της αυλής του, την ώρα που έπαιρνε το λουτρό του στις Συρακούσες. Ο Μιχαήλ Γ’ ο Μέθυσος (839-867) σκοτώθηκε μέσα στην κρεβατοκάμαρά του από άνδρα του μετέπειτα διαδόχου του Βασιλείου Α’ (ιδρυτή της Μακεδονικής δυναστείας), καθώς δεν μπόρεσε να προβάλει αντίσταση, ύστερα από ένα άγριο μεθύσι. Στην κρεβατοκάμαρά του δολοφονήθηκε και ο πιο διάσημος Νικηφόρος Φωκάς (912-969), ο οποίος είχε αντιληφθεί την εναντίον του συνωμοσία, αλλά δεν φανταζόταν ότι η σύζυγός του θα έκρυβε τους δολοφόνους του στο ιδιαίτερο διαμέρισμά του. Ο Λέων Ε’ ο Αρμένιος (775-823) βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τον παλιό συναγωνιστή Μιχαήλ Τραυλό, τον οποίο φυλάκισε. Ο Μιχαήλ από τη φυλακή οργάνωσε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα και ανήμερα τα Χριστούγεννα, άνθρωποί του μεταμφιεσμένοι σε μοναχούς μπήκαν στο παρεκκλήσιο του παλατιού και επιτέθηκαν στον Λέοντα με μαχαίρια και σπαθιά. Ο αυτοκράτορας άρπαξε ένα βαρύ σταυρό για να αμυνθεί, αλλά οι συνωμότες ήταν περισσότεροι και τον αποτελείωσαν. Στη συνέχεια, αφού πέταξαν τη σορό του στην αποχέτευση, ανακήρυξαν τον εκλεκτό τους αυτοκράτορα με το όνομα Μιχαήλ Β’.