Ο πρόωρος θάνατός του κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέβαλε στην εξιδανίκευση της εικόνας του την εποχή του μεσοπολέμου. Ο Ρούπερτ Τσόνερ Μπρουκ (Rupert Chawner Brooke) γεννήθηκε στο Ράγκμπι της Κεντρικής Αγγλίας στις 3 Αυγούστου 1887. Γόνος εύπορης και καλλιεργημένης οικογένειας, φοίτησε στο τοπικό σχολείο, όπου δίδασκε ο πατέρας του και διακρίθηκε τόσο για τις επιδόσεις του στα μαθήματα, όσο και ως παίκτης του ράγκμπι και του ποδοσφαίρου.
Η Αναπόληση
Στην αγκαλιά σου εφώλιαζε μια γαληνή ευφροσύνη,
ήρεμη τόσο που έμοιαζε δρομάκι μες στη νύχτα.
Ήταν, θυμάμαι, οι σκέψεις σου πρασινωπά
φύλλα μες σε δωμάτιο σκοτεινό,
ήτανε μαύρα σύννεφα σ’ αφέγγαρο ουρανό.
Προσπέρασε η αγάπη και δε σ’ άγγιξε,
σπάνια, διαπεραστική κι απόμακρη,
όμοια πουλί μες στον αγέρα τον πλατύ·
κι ως το πουλί, χνάρι δεν άφησε
απάνω στου προσώπου τον ουρανό.
Μες στην απάθειά σου βρήκα τη γλυκειά σιωπή
ύστερα από γλυκόχοη φωνή.
Το καθετί δικό σου ήταν το φως
που το τεφρό θαμπώνει τέλος της νυχτός·
ο πόθος ήταν ο ήλιος που δεν είχε βγει,
και μέρα που δεν άρχισε ήταν η χαρά,
με τα δεντρά να ψυθιρίζουνε
το ένα στ’ άλλο ειρηνικά, μες στην απανεμιά.
Μέσα στην κόμη σου η γνώση αποκοιμήθηκε,
κι ο πόνος ο μακρόχρονος ήταν εκεί,
και μες στης φορεσιάς σου το κυμάτισμα
η τρυφερότητα η τυφλή.
Ο λογισμός κ’ η σκέψη σου μου φάνηκαν
κάτι σαν το άπειρο, σα θάλασσα·
γύρω στον κόσμο τον ασήμαντο που γνώρισες
έπεσε η αδιαφορία σου πλατιά.
Το 1906 γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ για να σπουδάσει φιλολογία και απέκτησε πολλούς και πιστούς φίλους ως μέλος της σοσιαλιστικής «Φαβιανής Εταιρείας», αλλά και στην καλλιτεχνική «Ομάδα του Μπλούσμπερι», παρότι ανήκε σε διαφορετική λογοτεχνική συντροφιά, τους «Γεωργιανούς ποιητές». Η μοναδική του ομορφιά δεν άφηνε ασυγκίνητους άνδρες και γυναίκες. Ο σπουδαίος ιρλανδός ποιητής Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς τον χαρακτήρισε ως «τον ομορφότερο νεαρό άνδρα της Αγγλίας».
Ο ίδιος ο Μπρουκ ήταν αναποφάσιστος για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Είχε γράψει ότι από τη φύση του κατά το ένα τέταρτο ήταν ομοφυλόφιλος και κατά το ήμισυ ετερόφυλος. Πάντως, ο μεγάλος του έρωτας ήταν η συνομίληκή του Κα Κοξ, με την οποία χώρισε το 1912, γεγονός που του προκάλεσε νευρικό κλονισμό. Από το 1913 έως το 1914 περιπλανήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και την Πολυνησία. Ωστόσο, η αγαπημένη του ενασχόληση ήταν οι περιπλανήσεις του γύρω από το χωριό του Γκράντσεστερ, το οποίο ύμνησε στο ποίημά του «The Old Vicarage, Grantchester» (1912).
Ημέρα που αγάπησα
Ημέρα που αγάπησα, τα μάτια σου σφαλώ, σου στρώνω
απαλά τα βλέφαρα και σου σταυρώνω τα χέρια.
Βαθαίνουν του σύθαμπου οι σταχτιοί πέπλοι, τα χρώματα ατονούν.
Σου φέρνω αλαφροσήκωτη στους αναδιπλωμένους άμμους,
όπου καρτερεί η βάρκα σου, με άχνη αφροτυλιγμένη,
στεφανωμένη με τα τεφρά θαλάσσια φύκια. Εκεί,
δίχως φόβο μην κοιμηθείς η ελπίδα να ξυπνήσεις,
θα σε αποθέσω. Και απάνω στην ακίνητη θάλασσα, σιγαλά,
χέρια αχνά θα λάμνουνε το ξόδι σου, πέρα από την όρασή μας,
ενώ με απλωμένα χέρια και μάτια αδειανά θ’ αγναντεύομε
από την αστραφτερή αμμουδιά.
Πέρα απ’ το φευγαλέο λυκόφως, κατά κει
όπου δε φτάνει το γέλιο, μηδέ δάκρυ, πέρα από το όνειρο,
δεν είν’ εκεί λιμάνι κανένα, μηδέ αυγινά νησιά, εξόν μουντό,
λυγρό σκοτείνιασμα και, ξώμακρα, η φλόγα η στερνή του πόντου.
Ω, στερνή φωτιά – κ’ εσύ , αφίλητη, άκλαυτη εκεί!
Ω του μοναχικού δρόμου η στερνή πυρά. Κ’ εμείς όχι εκεί να κλάψουμε.
(Σε ηύραμε χλωμή κι αμίλητη και ανθοστεφανωμένη
και πάσχιζες να κρυφτείς σαν παιδί. Και ήρθες μαζί μας,
με τις νεαρές ώρες, που ορχούνταν, αγκαλιασμένη,
ψηλά στις πλαγιές την αυγή). Άδειοι τώρα και ζοφεροί
οι σταχτιοί άμμοι καμπυλώνονται εμπρός μου…
Από τα βοσκολίβαδα, που μοσκοβολούν
του Θεριστή τριφύλλι, πλακώνει το σκοτάδι και γεμίζει
την κούφια, νεκρήν όψη της θάλασσας με σερνάμενους ίσκιους
και η λευκή σιωπή τα κούφια χαμοβούνια πλημμυρίζει.
Πλάι στη φωλιά κονεύει κάθε αποσταμένη φτερούγα,
σώπασαν όλες οι χαρωπές φωνές. Κ’ εμείς που σε αγαπούσαμε
τραβούμε κατά την ανατολή, στο σπίτι, μόνοι κι αναθυμούμαστε…
Μέρα που έχω αγαπήσει, μέρα που έχω αγαπήσει, εδώ είναι η νύχτα.
Μετάφραση: Παύλος Φλώρος
Με την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επιστρατεύτηκε στο Πολεμικό Ναυτικό με τον βαθμό του ανθυποπλοιάρχου. Συμμετείχε στο αγγλικό εκστρατευτικό σώμα, που θα επιχειρούσε εναντίον των Τούρκων στην Καλλίπολη. Δεν πρόλαβε να πάρει μέρος στην καταστροφική για τους Άγγλους απόβαση, γιατί έπαθε σηψαιμία από τσίμπημα μολυσμένου κουνουπιού. Άφησε την τελευταία του πνοή νωρίς το απόγευμα της 23ης Απριλίου 1915, σ’ ένα γαλλικό πλωτό νοσοκομείο, που ήταν αγκυροβολημένο στον κόλπο «Τρεις Μπούκες» της Σκύρου. Τάφηκε στη Σκύρο, στον ίσκιο μιας ελιάς, στα νοτιοδυτικά του νησιού.
Ο Στρατιώτης
Αν ήθελα πεθάνει αυτό για μένα σκέψου μόνο:
πως κάπου υπάρχει μια γωνιά σένα χωράφι ξένο
πούναι για πάντ’ Αγγλία. Εκεί θα βρίσκεται μια σκόνη
κρυμένη, πλουσιώτερη κι από τη γη την πλούσια·
σκόνη που γέννησε η Αγγλία, διάπλασε και μόρφωσε,
κι άνθη έδωσέ της ν’ αγαπά και δρόμους να πηγαίνη,
ένα κορμί Αγγλικό, Αγγλικό αναπνέοντας αγέρα
λουσμένο, ευλογημένο από τους ήλιους της πατρίδας.
Και σκέψου πως αυτή η καρδιά, που οι κακίες της σκόρπισαν,
μες την αιώνια διάνοιαν ένας παλμός τις σκέψες
που απ’ την Αγγλία της δόθηκαν τις έχει ανταποδώσει·
θεάματα, στόνους· κι όνειρα ευτυχή σαν τη μέρα της·
το, που απ’ τους φίλους έμαθε γέλοιο· και την ευγένεια,
πώχουν οι ειρηνικές καρδιές στον Αγγλικό ουρανό μας.
Μετάφραση: Γλαύκος Αλιθέρσης
Τα σονέτα που έγραψε ο Μπρουκ κατά τη διάρκεια του πολέμου και εκδόθηκαν το 1915 με τίτλο «1914» τον έκαναν αμέσως διάσημο. Εκφράζουν μία ιδεαλιστική στάση μπροστά στο θάνατο, σε πλήρη αντίθεση με την ποίηση που γράφτηκε αργότερα κατά τη διάρκεια του πολέμου των χαρακωμάτων πάνω στο θέμα αυτό. Ένα από τα πιο αγαπημένα του σονέτα «The Soldier» αρχίζει με τους παρακάτω πασίγνωστους στην Αγγλία στίχους:
If I should die, think only this of me:
That there’s some corner in a foreign field
That is forever Enlgand…
Κι αν να πεθάνω πρέπει, μόνο αυτό σκέψου για μένα:
Πως υπάρχει κάποια γωνιά σε ξένη γη
Που είναι Αγγλία για πάντα…
Στις 5 Απριλίου 1931 έγιναν στη Σκύρο τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος του Μπρουκ, που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος, δαπάναις της διεθνούς επιτροπής για την ανέγερση του μνημείου, μέλος της οποίας ήταν και ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Στην τελετή παρέστη και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και τον πανηγυρικό εκφώνησε ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός.