Γεννημένη ως Simone Lucie-Ernestine-Marie-Bertrand de Beauvoir στις 9 Ιανουαρίου του 1908 στο Παρίσι της Γαλλίας, σπούδασε στο πανεπιστήμιο École Normale Supérieure όπου και συνάντησε το 1921 τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Το 1981 συνέγραψε το «La Cérémonie Des Adieux» (Η Τελετή του Αποχαιρετισμού), μια οδυνηρή εξιστόρηση των τελευταίων χρόνων του Σαρτρ.
Μαζί με τον σύντροφό της Ζαν-Πωλ Σαρτρ συντάχτηκε με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, αλλά αποχώρησαν αμφότεροι έπειτα από την Σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία , το 1956 και μετέπειτα στράφηκαν προς τον Μαοϊσμό. Από το 1931 έως το 1943 δίδαξε φιλοσοφία στη μέση εκπαίδευση και τον Οκτώβριο του 1945 εξέδωσε μαζί με τον Σαρτρ το μηνιαίο περιοδικό λογοτεχνικής και πολιτικής κριτικής «Temps Modernes» («Μοντέρνοι Καιροί»), με τον τίτλο του δανεισμένο από την ομώνυμη ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν.
Η Μποβουάρ θεωρήθηκε η μητέρα του (μετά το 1968) φεμινισμού, με φιλοσοφικά γραπτά που συνδέθηκαν, αν και ήταν ανεξάρτητα, με τον Σαρτριανό υπαρξισμό. Από το λογοτεχνικό της έργο, το οποίο μπολιάζει με τις ιδέες του Υπαρξισμού, ξεχωρίζει το μυθιστόρημα οι «Μανδαρίνοι» (1954), που κέρδισε το βραβείο Γκονκούρ. Αναφέρεται στην προσπάθεια μιας ομάδας διανοουμένων μετά τον πόλεμο να εγκαταλείψουν την κοινωνική θέση των «μανδαρίνων» (της μορφωμένης ελίτ) και να αναλάβουν πολιτική δράση.
Ένα μεγάλο μέρος του συγγραφικού της έργου είναι αφιερωμένο σε αυτοβιογραφικά κείμενα, που εκτός από το προσωπικό ενδιαφέρον, αποτελούν ένα πορτρέτο της πνευματικής ζωής της Γαλλίας, από τη δεκαετία του ’30 έως τη δεκαετία του ’70 («Αναμνήσεις ενός καθωσπρέπει κοριτσιού», Η δύναμη της ζωής», «Η δύναμη των πραγμάτων»). Η ντε Μποβουάρ ενδιαφέρθηκε ακόμη και για το ζήτημα των γηρατειών. Το βιβλίο της «Ένας πολύ γλυκός θάνατος» (1964) αναφέρεται στο θάνατο της μητέρας της σ’ ένα νοσοκομείο του Παρισιού. Το 1981 έγραψε το βιβλίο «Η τελετή του αποχαιρετισμού», ένα γεμάτο πόνο απολογισμό των τελευταίων χρόνων του Σαρτρ. Στην εργογραφία της περιλαμβάνονται, ακόμη, ταξιδιωτικά δοκίμια για την Κίνα και την Αμερική.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ επιχειρηματολογεί μέσω ενός υπαρξιστικού φεμινισμού στο «Δεύτερο φύλο» . Ως υπαρξίστρια η Μπoβουάρ αποδέχεται την αρχή πως η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Επομένως δεν γεννιέται κανείς γυναίκα, αλλά γίνεται. Η ανάλυσή της εστιάζει στην ιδέα του Άλλου. Η κατασκευή της γυναίκας ως το τυπικό παράδειγμα Άλλου είναι για την Μποβουάρ το θεμέλιο της καταπίεσης των γυναικών.
Η Μποβουάρ υποστηρίζει πως δια μέσου της ιστορίας οι γυναίκες έχουν θεωρηθεί ως η παρέκκλιση, η ανωμαλία. Ακόμη και η πρώιμη φεμινίστρια Μαίρη Γουόλστονκραφτ θεωρεί τους άντρες ως το ιδανικό στο οποίο θα έπρεπε να ανέλθουν οι γυναίκες. Η Μπoβουάρ λέει πως αυτή η στάση έχει κρατήσει πίσω τις γυναίκες διατηρώντας την αντίληψη πως οι γυναίκες είναι η παρέκκλιση από το κανονικό, ότι είναι παρείσακτες που προσπαθούν να εξομοιωθούν με την “κανονικότητα”. Λέει επίσης πως αν ο φεμινισμός θέλει να προχωρήσει, πρέπει να καταρρίψει την υπόθεση αυτή.
Απεβίωσε από πνευμονία στις 14 Απριλίου του 1986 και τάφηκε πλάι στον Σαρτρ στο Κοιμητήριο του Μονπαρνάς του Παρισιού.