Σ’ αυτό βοήθησε και το σάουντρακ της ταινίας, με τις μεγάλες επιτυχίες που ανέδειξε.
Η μουσική Ντίσκο, με τον επαναλαμβανόμενο ρυθμό και τη φανκ και σόουλ καταγωγή της, αναδείχθηκε στις ντισκοτέκ, όπου σύχναζαν κυρίως μαύροι και ομοφυλόφιλοι. Στην αρχή της δεκαετίας του ’70 ήταν ένα περιθωριακό είδος, αλλά γύρω στο 1975 άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστή. Ο βρετανός δημοσιογράφος Νικ Κον θέλησε να κάνει μια έρευνα για τις νεανικές κουλτούρες στη Νέα Υόρκη και προέκυψε το άρθρο «Tribal Rites of the New Saturday Night», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό New York Magazine.
Το άρθρο κέντρισε το ενδιαφέρον του μεγαλοπαραγωγού Ρόμπερτ Στίγκγουντ, ο οποίος θέλησε να το μεταφέρει στον κινηματογράφο ως ταινία μυθοπλασίας, με σκηνοθέτη τον Τζον Άβιλντσεν. Πλησίασε τους Bee Gees, που εκείνη την εποχή μεσουρανούσαν μουσικά και τους ζήτησε πέντε τραγούδια, τα οποία προόριζαν για το νέο τους άλμπουμ. Οι αδελφοί Γκιμπ ανταποκρίθηκαν, αλλά συνάντησαν την άρνηση του Άβιλντσεν, που δεν τα θεωρούσε κατάλληλα για να ντύσουν μουσικά την ταινία. Ο Στίγκγουντ τον απέλυσε χωρίς δεύτερη κουβέντα και στη θέση του προσέλαβε έναν άλλο «εργάτη» του Χόλυγουντ, τον Τζον Μπάνταμ. Στο σενάριο συνεισέφερε και ο Νικ Κον, ο οποίος πολύ αργότερα παραδέχθηκε ότι το άρθρο ήταν προϊόν του μυαλού του.
Το σάουντρακ της ταινίας κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1977. Περιλάμβανε επτά τραγούδια των Bee Gees, μουσική που έγραψε ο Ντέιβιντ Σάιρ και τραγούδια άλλων καλλιτεχνών. Στις 21 Ιανουαρίου 1978 ο δίσκος ανέβηκε στο Νο1 του αμερικάνικου πίνακα επιτυχιών, όπως και τέσσερα τραγούδια. Συνολικά, μέχρι σήμερα, η μουσική του Saturday Night Fever έχει πουλήσει πάνω από 25.000.000 αντίτυπα και είναι μακράν το πιο επιτυχημένο σάουντρακ όλων των εποχών.
Η ταινία κυκλοφόρησε στις αίθουσες στις 14 Δεκεμβρίου 1977. Αμέσως, σχεδόν, σκαρφάλωσε στην κορυφή του αμερικάνικου box-office και ανέδειξε ένα μεγάλο πρωταγωνιστή, τον Τζον Τραβόλτα. Ο Τραβόλτα υποδύεται στην ταινία τον Τόνυ Μανέρο, ένα προβληματικό νεαρό, που ζει και αναπνέει όλη την εβδομάδα μόνο για το Σάββατο. Την ημέρα αυτή αφήνει πίσω τη μίζερη ζωή του, φοράει το ολόλευκο κουστούμι και για μια βραδιά αποσπά την προσοχή όλων με τις χορευτικές του επιδόσεις. Είναι ο αναμφισβήτητος βασιλιάς στον μικρόκοσμο της ντισκοτέκ. Τα κορίτσια θέλουν να πέσουν στην αγκαλιά του και τα αγόρια τον ζηλεύουν.
Η χαμηλού προϋπολογισμού ταινία απέφερε στον Στίγκγουντ το ποσό των 285.400.000 δολαρίων από την παγκόσμια διανομή της και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ στον Τζον Τραβόλτα, ένα από τα πολιτιστικά σύμβολα της δεκαετίας του ’70. Το Saturday Night Fever βρίσκεται στην 172η θέση του πίνακα με τις εμπορικότερες ταινίες όλων των εποχών, αλλά σίγουρα έχει και μεγάλη ιστορική σημασία, καθώς αποτυπώνει με αυθεντικό τρόπο μια σημαδιακή εποχή για τη μουσική και τη νεανική κουλτούρα.