Ο Παντελής Μηχανικός γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1926 στο χωριό Λιμνιά της επαρχίας Αμμοχώστου. Αποφοίτησε από το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου και την Αμερικανική Ακαδημία της Λάρνακας. Από το 1949 και έως τον θάνατό του εργάστηκε ως τελωνειακός στην Κυβερνητική Υπηρεσία της Κύπρου.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 από τις σελίδες του περιοδικού «Κυπριακά Γράμματα». Δύο χρόνια αργότερα τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο του ποιητικού διαγωνισμού του περιοδικού «Κυπριακά Γράμματα» για το ποίημά του «Δοκιμασία Ονείρων». To 1957 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Παρεκκλίσεις». Θα ακολουθήσουν άλλες δύο: «Τα δυο βουνά» (1963) και «Κατάθεση» (1975).
Αφροδίτη
Γυμνή
με τα μαλλιά σου καψαλισμένα
σε βλέπω να ρίχνεσαι στη θάλασσα
και πάεις.
Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας για πολύν καιρό.
Δεν είμαστε εμείς για ομορφιές
δεν είμαστε για όνειρα.
Είμαστε οι ταπεινοί άνθρωποι
με τον βούρκο στη μύτη
με τη σάπια ψυχή.
– Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.
Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας πολύν καιρό
στα ερείπια και στα χαλάσματα
στα καμένα χορτάρια
δεν μπορούσες να μείνεις
εκεί όπου ο Άρης* φτύνοντας αφρούς και αίμα εφώναζε
Εφιάλτη*, Εφιάλτη, πού είσαι Εφιάλτη
και
(ποιος να το φανταστεί)
ήτανε φίλος του Εφιάλτη. Φίλος του.
– Τότες η γη μας εξέρασε τα σπλάχνα της.
Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.
Απελπισμένη
ερίχτηκες από την Πέτρα του Ρωμιού* πίσω στη θάλασσα
και χάθηκες – ποια ψάρια
ποια κήτη
ποια τέρατα σμίγοντας
ω, κόρη μου, σε ποιους γιαλούς
σε ποιους βυθούς,
θεά μου.
Η διαμόρφωσή του ως ποιητή συντελείται μέσω του διαλόγου του με την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και του Τ.Σ. Έλιοτ. Το έργο του, πέρα από τη δημιουργική αφομοίωση της ποιητικής του μοντερνισμού, άνοιξε το δρόμο για νέες εκφραστικές επιλογές στους κύπριους ποιητές.
O Παντελής Μηχανικός πέθανε στο Λονδίνο στις 20 Ιανουαρίου 1979 από ασθένεια της καρδιάς. Κηδεύτηκε στην Κύπρο δημοσία δαπάνη.
Το 1975 ο ποιητής, Παντελής Μηχανικός, προβληματισμένος από τα τραγικά γεγονότα της εισβολής (1974) που ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων κακών οιωνών και που δεν λήφθηκαν υπόψη, γράφει το πιο κάτω ποίημα:
Ονήσιλος (Κατάθεση, 1975)
Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος
βγαλμένος απ’ την ιστορία και το θρύλο
ολοζώντανος.
Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός
κρατούσε στο χέρι ό,τι του ΄χε απομείνει:
ένα καύκαλο
―το δικό του κρανίο―
γεμάτο μέλισσες.
Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.
Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.
Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων
έφτασε στη Σαλαμίνα
φρύαξε ο Ονήσιλος.
Άλλο δεν άντεξε.
Άρπαξε το καύκαλό του
και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.
Κ’ έγυρα νεκρός.
Άδοξος, άθλιος,
καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.