Με ύφος βιτριολικό και γλώσσα ευφάνταστη και οξεία μελέτησε τη μικροαστική νοοτροπία και τη βλακεία των ανθρώπινων καταναλωτικών επιδιώξεων. Μελέτησε τους θεσμούς, τις τελετές, τις διαδικασίες – των πάσης φύσεως εξουσιών και απογύμνωσε πολλές συνήθειες από τη γοητεία τού μύθου τους,
σύμφωνα με τον θεατρικό κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο.
Ο Παύλος Μάτεσις γεννήθηκε στη Δίβρη της Ηλείας στις 12 Ιανουαρίου 1933. Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή Βαχλιώτη, μουσική και ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά). Εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος και εγκατέλειψε τη σταδιοδρομία του για να αφοσιωθεί στο θέατρο και τη λογοτεχνία.
Ως ηθοποιός, εμφανίστηκε παίζοντας τον Υιό στη «Φαύστα» του Μποστ και τον Αϊνστάιν στην κωμωδία «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» του Κέσελρινγκ. Δίδαξε υποκριτική (1963-1964) στη σχολή Σταυράκου και διετέλεσε βοηθός – δραματουργός στο Εθνικό θέατρο(1971-1973).
Στα ελληνικά γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με το μονόπρακτο θεατρικό έργο «Ο σταθμός», που διακρίθηκε στο διαγωνισμού του θιάσου «Δωδέκατη Αυλαία». Το 1967 ανέβηκε στο θέατρο «Νέας Ιωνίας» του Γιώργου Μιχαηλίδη το έργο του «Τελετή», το οποίο τον προηγούμενο χρόνο είχε τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου. Το ίδιο έργο ανέβηκε και στο Εθνικό Θέατρο το 1969, όπως και τα περισσότερα από τα έργα του.
Ακολούθησαν τα έργα: «Βιοχημεία» (1971, Πειραματικό Θέατρο), «Το φάντασμα του κυρίου Ραμόν Ναβάρο» (1973, Εθνικό Θέατρο), «Η ποδοσφαιρική βραδιά της μεγαλειοτάτης» (1973, Θέατρο Διονύσια), «Μικροαστικό δίκαιο» (1983, Θέατρο τού Πειραιά), «Εξορία» (1983, Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο και, 1986, Εθνικό Θέατρο), «Περιποιητής φυτών» (1989, Εθνικό Θέατρο), το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Καρόλου Κουν από τον Δήμο Αθηναίων, και «Προς Ελευσίνα» (1995, Εθνικό Θέατρο).
Στην πρώτη φάση της θεατρικής του δημιουργίας, ο Παύλος Μάτεσις κινήθηκε στο χώρο της σκληρής απομυθοποίησης του ελληνικού μικροαστισμού και στη συνέχεια – με οριακή δημιουργία το «Φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο» – στράφηκε προς μια γραφή που παραπέμπει στο λεγόμενο θέατρο του παραλόγου με σαφείς αναφορές στο έργο του Σάμουελ Μπέκετ.
Στο μεταφραστικό του έργο περιλαμβάνονται θεατρικά έργα των Σέξπιρ, Μπεν Τζόνσον, Αριστοφάνη, Μπομαρσέ, Μολιέρου, Ίψεν, Μπρεχτ, Αρτό, Μρόζεκ, Βιτράκ, Πίντερ, Άρντεν, Ιονέσκο, Αραμπάλ, Όρτον κ.ά.
Στην πεζογραφία πρωτοεμφανίστηκε το 1978 με την συλλογή διηγημάτων «Διηγήματα» και ακολούθησε η νουβέλα «Αφροδίτη» (1988). Ευρύτερα γνωστός έγινε το 1990 με το μυθιστόρημα «Η Μητέρα του Σκύλου», στο οποίο αντιμετωπίζει τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία μέσα από τη ματιά της κεντρικής ηρωίδας του, της ψυχωσικής Ραραούς. Το έργο αυτό μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και περιλήφθηκε στη λίστα του αγγλικού εκδοτικού οίκου Quintet Publishing με τα «1001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που πρέπει να έχει διαβάσει κάποιος μέχρι το τέλος της ζωής του».
Την ίδια προβληματική συνέχισε ο Μάτεσις με τη συλλογή διηγημάτων του «Ύλη Δάσους» και το μυθιστόρημα «Ο παλαιός των Ημερών». Ανατρεπτικής γραφής ήταν και το μυθιστόρημά του «Πάντα καλά», το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτήρισε αισθηματικό μυθιστόρημα, καθώς και τα «Σκοτεινός οδηγός», «Μύρτος», «Αλδεβαράν» και το παρωδιακό «Graffito»
Ο Παύλος Μάτεσις είχε, επίσης, σημαντικό στιχουργικό έργο, τόσο σε επίπεδο μετάφρασης και απόδοσης ξένων ποιημάτων, όσο και σε επίπεδο πρωτότυπων δημιουργιών. Έγραψε περισσότερα από εκατό τραγούδια. Γνωστότερα αυτών είναι τα «Κουρσάρος» και «Φυλακαί Κερκύρας», σε μουσική Λάκη Παπαδόπουλου και τα «Κόκκινα τριαντάφυλλα», «Πουλημένοι», «Αγόρι αφίλητο», σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου).
Τον Δεκέμβριο του 2010, ο Παύλος Μάτεσις υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, κατά τη διάρκεια μιας παράστασης στο θέατρο Τέχνης. Το πρωί της 20ης Ιανουαρίου 2013, άφησε την τελευταία του πνοή σε ιδιωτικό θεραπευτήριο των Αθηνών, όπου νοσηλευόταν.