Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης γεννήθηκε στο Μεσολόγγι στις 3 Μαρτίου του 1869 και καταγόταν από γενιά αγωνιστών του ’21 από την Πίνδο. Η οικογένειά του, αν και πολυμελής, ήταν αρκετά πλούσια, κάτι που του έδωσε τη δυνατότητα να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία. Από τα παιδικά του χρόνια έδειξε την ποιητική του κλίση. Έγραφε στίχους από μαθητής, πότε ρομαντικούς και πότε σατυρικούς κι εύθυμους.
Τις εγκύκλιες σπουδές του τις ξεκίνησε στο Μεσολόγγι, τις συνέχισε στην Πάτρα και τις τελείωσε στην Αθήνα το 1888. Τον ίδιο χρόνο γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κατόπιν οικογενειακής πίεσης, χωρίς ποτέ να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Από το 1885, που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ως εσωτερικός στο Λύκειο Παπαγεωργίου, μπήκε όχι μόνο στους φιλολογικούς κύκλους, αλλά και στα κοσμικά σαλόνια (Αθηναϊκή Λέσχη). Σχετίσθηκε ιδιαίτερα με τον Παπαδιαμάντη και άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες («Εβδομάς», «Παναθήναια», «Εστία», «Τέχνη», «Άστυ», «Διόνυσος», «Ακρόπολις» κ.ά.).
Ανοιξιάτικη μπόρα
Βαριές, πλατιές οι στάλες
πέφτουν οι μεγάλες
της βροχής,
κι αριές.
κλάμα βουβό και πως αχείς!
πως αντηχείς
μες στις θλιμμένες τις καρδιές!
αντάμα με σπασμένες δοξαριές.
Κακές που ’ν’ οι παλιές πληγές,
και της φτωχής,
απαντοχής
οι απελπισιές!…
Διές,
ήλιος του Μαρτιού, μαζί
με το χαλάζι το σκληρό
σαν τ᾿ άστρα·
ω έννοια! ζη
μες στ᾿ άλλα,
ποχ’ η μπόρα,
ζη κι η στάλα
ακόμα το νερό,
αφού,
στάζ’ έτσι τώρα
μες στη φαρφουρένια
γλάστρα.
Απόψ’, αλί!
Απόψ’ αλυ-
σοδέθηκε όλη μου η ζωή
μ’ ό,τι θροεί, φυλλορροεί,
σπάζει, σπαράζει,
κι είναι του πόνου μου αδερφός
απόψ’ ο ήλιος που κρυφός
ασπρογαλιάζει
και πνίγετ’ έτσι δίχως φως,
σαν τη χαμένη μου ψυχή
μέσα στο βρόχι σου, ω βροχή:
και στο χαλάζι
το μαράζι…
Το 1899 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Συντρίμματα», αφιερωμένη στον συμβολιστή ποιητή Ζαν Μορεάς (φιλολογικό ψευδώνυμο του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου), τον οποίο γνώρισε το 1897 κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του τελευταίου στην Αθήνα. Η γνωριμία του αυτή στάθηκε αποφασιστική για την ποίησή του και τη μετέπειτα πορεία του.
Το 1908 νυμφεύτηκε την Ελίζα Δεληγεώργη, κόρη του αρκάδα πολιτικού Επαμεινώνδα Δεληγεώργη και εξαδέλφη του Ζαν Μορεάς, με την οποία έζησε στο Παρίσι από το 1909 ως το 1915. Στο Παρίσι, ο Μαλακάσης μπήκε στον κύκλο του Μορεάς και ήρθε σε επαφή με τον γαλλικό πνευματικό κόσμο της εποχής.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε κοσμήτορας της βιβλιοθήκης της Βουλής το 1917, θέση την οποία διατήρησε με μικρά διαλείμματα έως το 1937. Το 1924 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα και το 1932 εκλέχτηκε πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης πέθανε στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της Αθήνας από καρκίνο, στις 27 Ιανουαρίου του 1943, σε ηλικία 73 ετών.
Στην κόρη μου
Ένα τραγούδι το πρωί
κι αλί μου σαν αργήση.
Τρέμει η καρδιά μου, να ραίση
κι είναι κομμένη μου η πνοή.
Χιλίων πουλιών οχλαλοή
και κελαδίστρα ακόμα βρύση
τραγούδι να σε πω ή μεθύσι;
Ω, δοξασμένοι νάναι μου οι θεοί!
Κι ‘εσέ βασιλεμένη μου ζωή
χαρά σου τέτοια δύση!
-Ξερό κλαδί που τώχει αγγίσει
μιάν αύρα και το κάνει να θροή.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές:
Συντρίμματα (1898)
Ώρες (1903)
Η Κυρά του Πύργου (1904)
Πεπρωμένα (1909)
Ασφόδελοι (1918)
Ο Μπαταριάς – Τάκη-Πλούμας – Μπάυρον (1920)
Αντίφωνα (1931)
Ερωτικό (1939)
Μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησαν τα «Μεσολογγίτικα» (1946).
Τα ποιήματά του Μαλακάση διαπνέονται από θερμό αίσθημα και αγνό λυρισμό, ενώ οι στίχοι του διακρίνονται για τη μουσικότητα, την κομψότητα και την επιγραμματική δύναμή τους. Επηρεάστηκε έντονα από τη μακροχρόνια φιλία του με τον Μορεάς, αξιοποιώντας στο έργο του στοιχεία ρομαντικά στην αρχή και κατόπιν παρνασσιστικά, συμβολιστικά και νεοκλασικιστικά. Παράλληλα, ασχολήθηκε με την ποιητική μετάφραση, με κατ’ εξοχήν δημιουργία του τη μετάφραση της συλλογής του Μορεάς «Στροφές» (1920) και με την πεζογραφία. Αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής στον γραπτό λόγο ως μέλος της εταιρίας «Εθνική Γλώσσα», οργάνου του δημοτικιστικού κινήματος.
Το δάσος
Το δάσος που λαχτάριζες
ώσπου ναν το περάσεις,
τώρα ναν το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ.
Μιαν αυγινή, το κούρσεψαν
ανίδρωτοι λοτόμοι,
κι εκεί είναι τώρα δρόμοι
διαβάτη αποσπερνέ.
Το τρίσβαθο αναστέναγμα
που άγγιζε την καρδιά σου,
κι έσπαε τα γόνατά σου
δε θαν το ακούσεις πλια,
το πήρανε στα διάπλατα
περίτρομα φτερά τους,
και τόκαμαν λαλιά τους
τα νύχτια τα πουλιά.
Και κάτι που βραχνόκραζε
με μιαν φωνή ανθρώπου,
στο ημέρωμα του τόπου
βουβάθηκε κι αυτό·
κι έπεσε το αιματόβρεχτο
τ’ ολόγυμνο μαχαίρι
πόβλεπες σ’ ένα χέρι
να σειέται αστραφτερό.
Το σιγαλό τραγούδισμα
που σ’ έσερνε, διαβάτη,
σε μαγικό παλάτι,
δίχως ελπίδα αυγής,
το πήρανε – για κοίταξε –
στερνήν ανατριχίλα
τα πεθαμένα φύλλα
που απόμειναν στη γης.
Κι η άρπα με τον ήχο της
που σε γλυκομεθούσε
μα κρύφια σου χτυπούσε
θανάτου μουσική,
χάθηκε με την άγγιχτη
που την κρατούσε, κόρη,
στα πέλαγα, στα όρη,
να μην ξανακουστεί.
Το δάσος που λαχτάριζες
ώσπου να το περάσεις,
τώρα να το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ,
γεννήκαν νεκροκρέβατα
τα άγρια δεντρά του τώρα
και θα το βρεις στη χώρα
διαβάτη αποσπερνέ.