Γράφει ο Σκιάς.
Θεωρείται από πολλούς ως ο κορυφαίος κιθαρίστας στην ιστορία της ροκ μουσικής. Ξεκίνησε το 1961 να παίζει διάφορους ρυθμούς μπλουζ της εποχής. Το 1966, μετέβη στο Λονδίνο όπου και δημιούργησε ως Τζίμι Χέντριξ, μαζί με τους Μιτς Μίτσελ στα τύμπανα και τον Νόελ Ρέντινγκ στο μπάσο, το φημισμένο συγκρότημά του, The Jimi Hendrix Experience, που γνώρισε τεράστια επιτυχία ξεκινώντας τις μεγάλες του εμφανίσεις από τη Γαλλία συνεχίζοντας σε άλλες πόλεις της Ευρώπης, με μεγάλες επιτυχίες τα τραγούδια “Hey, Joe'”, “Purple Haze” και “The Wind Cries Mary'”. Το 1968, το συγκρότημα διαλύθηκε και τον αμέσως επόμενο χρόνο, ο Χέντριξ συνέχισε με το συγκρότημα Band of Gypsys. Μια από τις πιο γνωστές του εμφανίσεις ήταν αυτή στο φεστιβάλ του Γούντστοκ στις 18 Αυγούστου του 1969, όπου, μεταξύ άλλων, παρουσίασε μια διασκευή του Εθνικού ύμνου των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Τζίμι Χέντριξ χρησιμοποιώντας στο μέγιστο δυνατό τους ηλεκτρικούς ενισχυτές καθώς και τις δυνατότητες της μουσικής μίξης άνοιξε νέους ορίζοντες στο είδος αυτό της μουσικής με συνέπεια και να καθιερωθεί πολύ γρήγορα.
Ο Τζίμι Χέντριξ γεννήθηκε με το όνομα Τζόνι Άλεν Χέντριξ στις 27 Νοεμβρίου 1942 στο Σιάτλ, από τον Αλ Χέντριξ και τη Λουσίλ Τζέτερ και ήταν ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια της οικογένειας. Ο Αλ Χέντριξ πολέμησε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αποστρατεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1945. Μετά την επιστροφή του άλλαξε το όνομα του πρωτότοκου γιου του σε Τζέιμς Μάρσαλ Χέντριξ[.
Οι γονείς του πήραν διαζύγιο το 1951. Η μητέρα του πέθανε από κίρρωση του ήπατος στις 2 Φεβρουαρίου 1958, λόγω μακροχρόνιων προβλημάτων εθισμού στο αλκοόλ. Την κηδεμονία του Τζίμι Χέντριξ ανέλαβε ο πατέρας του και τον μεγάλωσε στο Βανκούβερ μαζί με τη γιαγιά του. Τα τρία από τα πέντε αδέλφια του, αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα υγείας εκ γενετής, με τον Τζόζεφ να έχει πρόβλημα νοητικής στέρησης, την Κάθι να είναι τυφλή και την Πάμελα να έχει κινητικά προβλήματα.
Ο χωρισμός των γονιών του τον επηρέασε, ωθώντας τον να είναι πιο ντροπαλός και ευαίσθητος. Στα 15 του χρόνια αγόρασε την πρώτη του ακουστική κιθάρα έναντι πέντε δολαρίων, από ένα γνωστό του πατέρα του. Έμαθε να παίζει, όντας αριστερόχειρας, ακούγοντας δίσκους του Μάντι Γουότερς, του Έλμορ Τζέιμς, του B.B. King, του Τσακ Μπέρι και του Έντι Κόχραν. Το 1959, ο πατέρας του του δώρισε την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα μάρκας “Supro Ozark”. Πρώτες του μεγάλες επιρροές ήταν ο Muddy Waters και ο B. B. King.
Στη συνέχεια, έγινε μέλος διάφορων τοπικών συγκροτημάτων, δίνοντας την πρώτη του συναυλία στο υπόγειο μίας Εβραϊκής συναγωγής, στο Σιάτλ. Το πρώτο του επίσημο συγκρότημα ήταν οι Velvetones, ενώ ακολούθησαν οι Rocking Kings με τον Χέντριξ να κερδίζει το κοινό παίζοντας την κιθάρα ενώ την κρατούσε πίσω από το κεφάλι του ή ανάμεσα στα πόδια του. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, έγινε αποδεκτός στο “Garfield High School” αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του λόγω απουσιών. Κατά τη δεκαετία του 1990 του απονεμήθηκε, μετά θάνατον, τιμητικό δίπλωμα.
Στα 19 του χρόνια, κατατάχθηκε στο στρατό για να αποφύγει τη σύλληψη λόγω του ότι οδηγούσε κλεμμένα αυτοκίνητα, με ημέρα κατάταξης τις 31 Μαΐου 1961. Μετά τη δίμηνη βασική εκπαίδευση, μετατέθηκε στην 101η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, στο Φορτ Κάμπελ του Κεντάκι. Η σκληρή εκπαίδευση των αλεξιπτωτιστών τον οδήγησε στο να ζητήσει από τον πατέρα του να του στείλει την κιθάρα του, με τον Χέντριξ να ασχολείται περισσότερο με αυτήν, παραμελώντας τα καθήκοντα του.
Εκεί, γνώρισε τον μπασίστα Μπίλι Κοξ, με τον οποίο συνεργάστηκαν σχηματίζοντας τους Casuals, οι οποίοι έπαιζαν σε τοπικά κλαμπ. Στις 11 Ιανουαρίου του 1962, ο Χέντριξ ολοκλήρωσε την εκπαίδευση του, αλλά ο χαρακτήρας του προκαλούσε δυσαρέσκεια στους ανωτέρους του, με την χαλαρή αντιμετώπιση των καθηκόντων του να του προκαλεί συχνά προβλήματα. Στις 29 Ιουνίου 1962, αποστρατεύτηκε λόγω ακαταλληλότητας. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος δήλωσε ότι η αποστράτευση του ήλθε μετά από στραμπούληγμα του αστραγάλου του κατά την 26η πτώση του με αλεξίπτωτο.
Στα τέλη του 1963, ο Χέντριξ σχημάτισε τους King Kasuals μαζί με τον Μπίλι Κοξ και μετακόμισαν στο Νάσβιλ όπου έπαιξαν για ένα μεγάλο διάστημα στο “Club del Morocco”. Στην επόμενη διετία, συνεργάστηκε με ονόματα όπως ο Ουίλσον Πικέτ, ο Σαμ Κουκ, ο Τζάκι Ουίλσον, κ.α.
Στις αρχές του 1964, παραιτήθηκε από τους King Kasuals και μετακόμισε στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, μαζί με την κοπέλα του, Φέι. Λίγο αργότερα, κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό ερασιτεχνών μουσικών στο Apollo Theater, ενώ ξεκίνησε να συνεργάζεται με διάφορα συγκροτήματα της περιοχής. Έγινε μέλος των The Isley Brothers, με πρώτη του ηχογράφηση το σινγκλ “Testify”, το οποίο κυκλοφόρησε μέσω της δισκογραφικής εταιρείας T-Neck τον Ιούνιο του 1964. Μετά από μία περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Χέντριξ αποχώρησε από το συγκρότημα.
Το καλοκαίρι του 1964, βοήθησε στην ενορχήστρωση του τραγουδιού “Mercy Mercy” του Ντον Κόβεϊ το οποίο σκαρφάλωσε στο Top-40 του Billboard, πριν ενταχθεί στους Upsetters του Λιτλ Ρίτσαρντ, παίζοντας στο σινγκλ “I Don’t Know What You Got (But It’s Got Me)” το οποίο έφθασε στο # 92 των αμερικάνικων τσαρτ. Στη συνέχεια, συμμετείχε στο “My Diary” της Ρόζα Λι Μπρουκς, όπου γνώρισε και τον Άρθουρ Λι των Love.
Στα τέλη Ιουλίου του 1965, απολύθηκε από το σχήμα του Λιτλ Ρίτσαρντ λόγω διαφωνιών με τον τραγουδιστή και επανενώθηκε με τους The Isley Brothers, ηχογραφώντας το σινγκλ “Move Over and Let Me Dance” μέσω της “Atlantic”.[32] Στη συνέχεια, έγινε μέλος των Curtis Knight and the Squires, με τους οποίους έπαιξε στο σινγκλ “How Would You Feel”.
Το 1966, σχημάτισε τους Jimmy James and the Blue Flames με τον 15χρονο κιθαρίστα Ράντι Γουλφ, τον μπασίστα Ράντι Πάλμερ και το ντράμερ Ντάνι Κάσεϊ. Το συγκρότημα έπαιξε εκτενώς σε κλαμπ της Νέας Υόρκης, μέχρι το Μάιο εκείνης της χρονιάς, όταν και διαλύθηκαν. Η φήμη του Χέντριξ άρχισε να εξαπλώνεται στη Νέα Υόρκη όπου τον ανακάλυψε ο Κρις Τσάντλερ των Άνιμαλς και τον έπεισε να πάει στο Λονδίνο.
Η καριέρα του θα πάρει την ανιούσα, όταν τον ανακαλύπτει ο Τσας Τσάντλερ, ο πρώην μπασίστας των «Animals», που ακολουθεί καριέρα παραγωγού εκείνη την περίοδο. Τον πείθει να εγκαταλείψει την Αμερική και να εγκατασταθεί στο Λονδίνο. Γίνεται ο μάνατζέρ του και τον βοηθά να σχηματίσει το γκρουπ «The Jimi Hendrix Experience», με τον Νόελ Ρέντιγκ στο μπάσο και τον Μιτς Μίτσελ στα ντραμς.
Παίζουν σε μικρά κλαμπ της βρετανικής πρωτεύουσας και γρήγορα δημιουργούν αίσθηση, με τη δεξιοτεχνία του Χέντριξ στην κιθάρα και το σόου, που προσφέρει στο κοινό. Υπογράφουν στην Track Records, δισκογραφική εταιρεία των Who, και ηχογραφούν τρία σινγκλ, που όλα μπαίνουν στο Top-10: «Hey Joe», «The Wind Cries Mary» και το εμβληματικό Purple Haze, με τις παραμορφωμένες κιθάρες, που επηρέασε όσο λίγα τραγούδια τη ροκ συνθετική των επόμενων χρόνων.
Στις 12 Μαίου 1967 ο Χέντριξ κυκλοφορεί το πρώτο του άλμπουμ, με τίτλο «Are you experienced», που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Μόνο το αριστουργηματικό «Sgt Peppers» των Beatles τού στέκεται εμπόδιο από το Νο1 του βρετανικού πίνακα των επιτυχιών. Λίγες μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 31 Μαΐου θα βάλει για πρώτη φορά φωτιά επί σκηνής σε μια κιθάρα. Τη μανία του αυτή θα πληρώσουν στη συνέχεια ενισχυτές και άλλα μηχανήματα, μέχρις ότου οι διοργανωτές θα αποφασίσουν να του βάλουν φρένο. Αλλά αυτό θα αποτελέσει μέρος του σόου του Χέντριξ τα επόμενα χρόνια.
Το καλοκαίρι του 1967 τον γνωρίζει επιτέλους και η πατρίδα του μέσα από το περίφημο Φεστιβάλ του Μοντερέι. Ο ροκ σκηνοθέτης Ντέιβιντ Μπενεμπέικερ απαθανάτισε το σπάσιμο και κάψιμο της κιθάρας στο φινάλε της παράστασής του, στην ταινία του «Monterey Pop».
Το 1967 ο Χέντριξ κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ του, με τίτλο «Axis as bold». Ακολουθεί τα χνάρια του πρώτου του άλμπουμ, αλλά είναι πιο μελωδικό και τεχνικά ώριμο. Το 1968 κυκλοφορεί το τρίτο του άλμπουμ «Electric Ladyland», το πρώτο που φέρει ολοκληρωτικά τη μουσική του σφραγίδα. Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, ο Τσας Τσάντλερ απογοητευμένος από την τελειοθηρία του Χέντρικς αποφασίζει να διακόψει τις επαγγελματικές του σχέσεις μαζί του. Ο Τσάντλερ, σε αντίθεση με τον Χέντριξ, ήθελε λίγες ώρες στο στούντιο και γρήγορη διεκπεραίωση των κομματιών και όχι να ηχογραφείται ένα κομμάτι 43 φορές, όπως έγινε με το «Gypsy Eyes».
Ο Τζίμι άρχισε τότε να πειραματίζεται με διαφορετικές ομάδες μουσικών, να χρησιμοποιεί νέα όργανα και ηλεκτρονικά εφέ. Τα τραγούδια του δεν είχαν τη φόρμα ενός ποπ κομματιού, είχαν μεγαλύτερη διάρκεια, μη αναγνωρίσιμη μελωδία και πολλά σόλο. Χαρακτηριστικά κομμάτια του δίσκου είναι το «Voodoo Child» και η αγνώριστη διασκευή «All along the Watchtower» του Μπομπ Ντίλαν. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τη μουσική του «γήινη» για τις μπλουζ, τζαζ και φανκ καταβολές της και «διαστημική» για τους ψυχεδελικούς ήχους, που δημιουργούσε με την ηλεκτρική κιθάρα του.
Το 1968 ο μπασίστας Νόελ Ρέντιγκ αποχωρεί από το συγκρότημα, επειδή ήθελε να αφοσιωθεί στην κιθάρα. Σχηματίζει το συγκρότημα «Fat Mattress» και συχνά ανοίγει τις συναυλίες του Χέντριξ.
Στις 3 Μαίου του 1969 ο Χέντριξ συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο του Τορόντο για κατοχή ναρκωτικών. Στις αποσκευές του βρέθηκαν μικροποσότητες ηρωίνης και χασίς και στο δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι τα ναρκωτικά τού τα έβαλε κάποιος από τους οπαδούς του. Το δικαστήριο έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του και τον αθώωσε. Πάντως, ήταν τοις πάσι γνωστό ότι ο Χέντριξ φλέρταρε έντονα με τα ναρκωτικά.
Ο Τζίμι Χέντριξ, παρά τη φήμη του, έπεφτε συχνά θύμα ρατσιστικών επιθέσεων, τόσο από τους λευκούς (πράγμα συνηθισμένο για την εποχή εκείνη) όσο και από τους αφροαμερικανούς. Οι ομόφυλοί του συχνά τον κατηγορούσαν ότι παίζει «λευκή μουσική», συνεργάζεται με λευκούς μουσικούς και ερωτεύεται λευκές γυναίκες. Οι πολιτικές του θέσεις ήταν αμφιλεγόμενες.
Στην Αμερική συντασσόταν με το κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, στην Ευρώπη εκνευριζόταν όταν έβλεπε τους διαδηλωτές να καταφέρονται κατά της πατρίδας του.
Στις 29 Ιουνίου 1968 οι «Experience» διαλύονται και στη θέση τους σχηματίζονται οι «Gypsy Sun and Rainbows». Η μόνη αλλαγή είναι ο παλιός του γνώριμος Μπίλι Κοξ στο μπάσο. Με τη σύνθεση αυτή εμφανίζονται ως πρώτο όνομα στο Φεστιβάλ του Γούντστοκ (18 Αυγούστου 1969) και κλέβουν την παράσταση με την εικονοκλαστική διασκευή του Εθνικού Ύμνου των ΗΠΑ «Star Spangled Banner».
Οι «Gypsy Sun and Rainbows» διαλύονται μετά το Γούντσοκ και ο Χέντριξ σχηματίζει ένα νέο τρίο τους «Band of Gypsies», με τον ίδιο στις κιθάρες, τον Μπίλι Κοξ στο μπάσο και τον Μπάντι Μάιλς στα ντραμς. Το γκρουπ κυκλοφόρησε ένα λάιβ άλμπουμ το 1970 με τίτλο το όνομά τους, στο οποίο περιέχεται το εκρηκτικό δωδεκάλεπτο αντιπολεμικό έπος «Machine Gun».
Ο Χέντριξ συνέχισε να ηχογραφεί με καταιγιστικούς ρυθμούς και το καλοκαίρι του 1970 πραγματοποιεί την τελευταία του περιοδεία στην Ευρώπη. Νωρίς το πρωί της 18ης Σεπτεμβρίου ο Τζίμι Χέντριξ βρίσκεται νεκρός στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Λονδίνο. Ο σπουδαίος κιθαρίστας πέθανε κάτω από συνθήκες που δεν έχουν διευκρινιστεί απόλυτα μέχρι σήμερα. Το τελευταίο βράδυ της ζωής του το πέρασε με τη γερμανίδα φίλη του Μόνικα Ντάνεμαν και πιθανώς πέθανε από ένα θανατηφόρο συνδυασμό αλκοόλ και υπνωτικών χαπιών. Ένα μελαγχολικό ποίημα που βρέθηκε δίπλα στο κρεβάτι του έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι αυτοκτόνησε.
Ο Χέντριξ με τις αμέτρητες σχέσεις, άφησε πίσω του δύο παιδιά, την Ταμίκα (1966) από τον δεσμό του με την αμερικανίδα Νταϊάν Κάρπεντερ και τον Τζεϊμς (1969) από τον δεσμό του με τη σουηδέζα Εύα Σούντκβιστ. Ο ίδιος δεν τα αναγνώρισε εν ζωή, το έπραξε, όμως, αργότερα ο πατέρας του Αλ, ο οποίος ήταν διαχειριστής της κληρονομιάς του.
Ο Χέντριξ με τις αμέτρητες σχέσεις, άφησε πίσω του δύο παιδιά, την Ταμίκα (1966) από τον δεσμό του με την αμερικανίδα Νταϊάν Κάρπεντερ και τον Τζεϊμς (1969) από τον δεσμό του με τη σουηδέζα Εύα Σούντκβιστ. Ο ίδιος δεν τα αναγνώρισε εν ζωή, το έπραξε, όμως, αργότερα ο πατέρας του Αλ, ο οποίος ήταν διαχειριστής της κληρονομιάς του.
Ο Χέντριξ άφησε πίσω του και αμέτρητες ώρες ηχογραφημένου υλικού, μεταξύ των οποίων πολλά τραγούδια σε διάφορα στάδια παραγωγής. Τα νομικά προβλήματα που υπάρχουν ακόμη και σήμερα καθιστούν περίπλοκη και μπερδεμένη τη μεταθανάτια δισκογραφία του.
ΠΗΓΕΣ: ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, WIKIPEDIA