Σαν σήμερα το 1943 γεννήθηκε η Janis Joplin.
Η υψηλή φωνητική της κλίμακα, η σπάνια βραχνάδα της, το ταπεινό πάθος της να τραγουδά, να γράφει ποίηση, να επαναστατεί… Η καλύτερη, ίσως ερμηνεύτρια του μπλουζ, της σόουλ και μία από τις καλύτερες της ροκ μουσικής που άλλοτε είχε στοιχεία ψυχεδέλειας και άλλοτε μουσικές εντάσεις που έκλειναν το μάτι στο θάνατο. Διψασμένη μόνο για δημιουργία, έψαχνε για έναν ατέλειωτο έρωτα που δεν ήρθε ποτέ, πάντα προβληματισμένη, δίνοντας κάθε στιγμή, κάθε λεπτό δήγματα αυτοκαταστροφής. Μακριά από κάθε δράση δημιουργώντας πάντα μια υγιή αντίδραση, έμελλε να είναι το σημάδι της θύελλας που αθέατα προχωρεί, μέχρι να έρθει η νύχτα και η μελανιά να την σκεπάσει. Τα πάθη της – θολωτή της φυλακής – την καταχώνιασαν στο απόλυτο μαύρο παίρνοντας μαζί και την αθωότητά της.
Κάθε βράδυ κάνω έρωτα σε 25.000 ανθρώπους στη σκηνή, μετά όμως γυρίζω σπίτι μόνη…
Η Janis Joplin… γεννήθηκε στο Port Arthur του Texas των ΗΠΑ, στις 19 Ιανουαρίου 1943, από εύπορους γονείς και μια οικογένεια που της παρείχε τα πάντα, είχε όλες τις ανέσεις, δίχως όμως να είναι υπαρκτή η διαλογική, ομαδική, οικογενειακή συνεννόηση. Στην εφηβεία και όταν πήγαινε στο γυμνάσιο, όλη της η συμπεριφορά, η αντιδραστική ποιητική της διάθεση καθώς και τα ενδιαφέροντα της γύρω από την Rhythm & Blues, την folk και τη Jazz μουσική, φάνταζαν παράξενα στους φίλους της, στους καθηγητές της μα και στους γονείς της που την άκουγαν ώρες κλεισμένη σ’ ένα δωμάτιο να τραγουδά και να ακούει, μεγάλους για την δεκαετία του 50’ μουσικούς, όπως τους Lead Belly, την Bessie Smith και την Odetta.
Αυτό το διαφορετικό που έχουν από μικροί οι ιδιοφυείς καλλιτέχνες, η διαφωνία τους δηλαδή με τον συντηρητισμό, τον πλουτισμό και την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, ήταν αρκετά ως αφορμές για να φέρει τη ρήξη στη σχέση με τους γονείς της, παίρνοντας την απόφαση να εγκαταλείψει την οικογένειά της και την πόλη που μεγάλωσε το Port Arthur, επιλέγοντας το δικό της ταξίδι.
Δεν είχε ακόμα τελειώσει το Πανεπιστήμιο, όταν σε ηλικία 18 χρονών και συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 1961 πηγαίνει στο Los Angeles της California. Εκεί προσπαθεί να κάνει τα πρώτα της βήματα στη μουσική και στο τραγούδι, μαθαίνοντας ταυτόχρονα Auto Harp και κιθάρα, κάνοντας πρακτική στη Folk, Rock και την Rhythm & Blues, τραγουδώντας ταυτόχρονα στο Highway Club του Los Angeles. Τον Ιούλιο του 1962 μετακινείται στο San Francisco όπου γνωρίζει τον κιθαρίστα Lanny Wiggins και τον αρπίστα Powell St John, όπου αργότερα έγινε μέλος των Mother Earth. Η Janis με τον Wiggins και τον St John δημιουργούν την μπάντα The Waller Creek Boys και μέχρι τον Ιανουάριο του 1963, έπαιζαν Blues και Rock στο North Beach Coffee Gallery του San Francisco. Η διάλυση του σχήματος ήταν αναπόφευκτη καθώς ο Wiggins – τρελά ερωτευμένος με την Janis – ήρθε σε σύγκρουση με την ίδια και τον St John, με αποτέλεσμα την αποχώρησή της από το σχήμα το Φεβρουάριο του 1964, και την επιστροφή της στο Los Angeles περιπλανώμενη σε διάφορες χίπικες κατασκηνώσεις.
Η μοναχική περιοδεία της στους δρόμους και σε διάφορα Clubs του Los Angeles κράτησε μέχρι της 4 Ιουνίου 1966 όπου γίνεται μέλος των Big Brother & The Holding Co με αρχηγό τον Sam Andrew στην κιθάρα, τον Peter Albin στο μπάσο, James Garley στην δεύτερη κιθάρα και τον David Getz στα τύμπανα – οι οποίοι αποτελούν μια καθαρόαιμη ψυχεδελική μπάντα της Soul και της λευκής Blues, μουσικής. Η ιδιόρρυθμη φωνή της ικανή να αποδώσει και να ερμηνεύσει τέλεια ήχους Blues, Folk, Rock και μπαλάντες, την φέρνουν μαζί με τους Big Brother & The Holding Co, να υπογράφουν συμβόλαιο με την Mainstream για το πρώτο ομώνυμο άλμπουμ, το οποίο την εκτοξεύει γρήγορα στην κορυφή. Η επίσημη εμφάνιση των Big Brother & The Holding Co με την Janis, στο φεστιβάλ του Μοντερεϊ τον Αύγουστο του 1967, αποτέλεσε και την αρχή, της επίσημης καριέρας της ίδιας, κάνοντάς την Super star στο κύκλο της Folk Rock και της Rhythm & Blues μουσικής σκηνής.
Η Janis στην εκπομπή του Tom Jones – 1969
Αυτό όμως που την απογειώνει με τους Big Brother & The Holding Co, είναι το δεύτερο άλμπουμ με την δισκογραφική εταιρεία της Columbia αυτή την φορά και το Cheap Thrills 1968, που σε λιγότερο από μια εβδομάδα πουλά 1,000,000 αντίτυπα με πέντε τραγούδια στο Τοπ – 10 Αμερικής και Μ. Βρετανίας.
Έχοντας λοιπόν δυο δισκογραφικές δουλειές η Janis με τους Big Brother & The Holding Co, περιοδεύουν σε όλη την Αμερική και το όνομά της φιγουράρει στην κορυφή των Charts, βγάζοντας μια φωνή που σε μάγευε και σε ταξίδευε σε άλλες καταστάσεις, δημιουργώντας μια αίσθηση ερωτισμού και εκπεμπόμενης rock αθωότητας.
July 18, 1969 Janis Joplin in The Dick Cavett Show
18 Δεκεμβρίου 1968 με τη φήμη που είχε αποκτήσει για τη χαρισματική φωνή της, αφήνει τους Big Brother & The Holding Co, και μαζί με τον Sam Andrew – κιθαρίστα και βασικό συνθέτη των Big Brother & The Holding Co και ερωτικά συνδεδεμένος με την Janis – και με την βοήθεια του Nick Gravenites, δημιουργούν αρχικά ένα σχήμα τους Janis & The Joplinaires, όπου αργότερα μετονομάζονται σε Kosmic Blues Band. Έχοντας για παρέα πολύ καλούς μουσικούς, όπως τον μπασίστα Keith Cherry, τον οργανίστα Bill King, τον Marcus Doubleday όπου έπαιζε πνευστά, τον σαξοφωνίστα Terry Clements και τον ντράμερ Roy Marcovitz. Λίγο πριν μπουν στο στούντιο ο μπασίστας Keith Cherry αντικαθίσταται από τον Brad Campell, για να ηχογραφήσουν τον Δεκέμβριο του 1969 ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της Janis, το I got Dem ol’ kosmic Blues Again mama.
Το Μάρτιο του 1970 έρχεται σε ρήξη με τον Sam Andrew – αψιμαχίες και ίντριγκες που δεν είχαν να κάνουν με τη μουσική των Kosmic Blues Band, αλλά με προσωπικές κόντρες. Η Janis έψαχνε τον απόλυτο έρωτα, που σίγουρα δεν ήταν ο Sam Andrew, έτσι οι συνεχείς τσακωμοί την οδηγούν σε ρήξη αφήνοντας τους Kosmic Blues Band, για να δημιουργήσει σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα τους Butterfield Blues Band. Απογοητευμένη από αυτό
το σχήμα, που μόνο μουσική δεν ήθελαν να παίξουν – ενώ επέρχεται μια φαινομενική ηρεμία και ο δεσμός της με τον Sam Andrew – στις 4 Απριλίου 1970 προσχωρούν στους Big Brother & The Holding Co, για μια και μοναδική συναυλία στο Ο’ Bay της California στις 12 Απριλίου του 1970, ενώ μετά το τέλος αυτής της εμφάνισης, αποχωρεί οριστικά από το γκρουπ, ψάχνοντας για καινούργιους μουσικούς και μουσικά σχήματα. Είναι η περίοδος που γνώρισε τον στιχουργό, ηθοποιό, τραγουδιστή Kris Kristofferson.
Στα τέλη του Απριλίου της ίδιας χρονιάς δημιουργεί τους Full Tilt Boogie Band, με τον John Till να παίζει κιθάρα, τον Brad Cambell μπάσο, τον Ken Pearson πλήκτρα, τον Richard Bell πιάνο και τον Clark Pierson τύμπανα. Μπαίνουν δυναμικά συμμετέχοντας στην περιοδεία των Grateful Dead, στον Καναδά. Μετά το τέλος αυτής της περιοδείας η Janis με τους Full Tilt Boogie Band μπαίνει στο στούντιο και ηχογραφούν το Pearl.
Είχε τελειώσει η ηχογράφηση του άλμπουμ Pearl, δεν είχε όμως κυκλοφορήσει στην αγορά, όταν στις 04 Οκτωβρίου 1970 η Janis βρέθηκε νεκρή στο δωμάτιο 105 του ξενοδοχείου «Landmark Motor» στο Hollywood του Los Angeles. Σύμφωνα με την ιατρική γνωμάτευση, ο θάνατός της οφειλόταν σε υπερβολική δόση ναρκωτικών σε συνδυασμό με αλκοόλ, αλλά ήταν γνωστό, ότι είχε σταματήσει από καιρό, μια και το πάθος της για τις ναρκωτικές ουσίες και το αλκοόλ την είχαν οδηγήσει πολλές φορές σε κέντρα απεξάρτησης. Πολλοί λένε πως η κατάθλιψη και η συνεχής μελαγχολία της, την οδήγησαν σε μια μοιραία δόση. Άλλοι τότε επέκριναν και τον Kris Kristofferson ως προς την αδιαφορία του για την Janis καθώς γνώριζε πόσο ήταν ερωτευμένη μαζί του.
Το άλμπουμ «Pearl» κυκλοφορεί τελικά τον Ιανουάριο του 1971 και αποτελεί ουσιαστικά τη διαθήκη της μεγάλης ερμηνεύτριας. Την παραγωγή είχε αναλάβει ο Paul Rothchild (παραγωγός των Doors), ο οποίος έκανε εκπληκτική δουλειά, παρουσιάζοντας ένα ηχητικό έργο τέχνης. Η Τζάνις «κεντάει» στο μικρόφωνο μικρά μαργαριτάρια, προσθέτοντας έναν-έναν τους κρίκους στην αλυσίδα του «Pearl». Το προσωπικό της αριστούργημα «Move over» και το σπαρακτικό «Cry Baby» ραγίζουν καρδιές, ενώ το τραγούδι του Kris Kristofferson, Me and my Bobby McGee, που περιλαμβανόταν στο Peal, φτάνει No-1 του αμερικάνικου Chart και τo Move Over, Νο-1 στο βρετανικό Chart. Απίθανη στιγμή του άλμπουμ αποτέλεσε η a capella ερμηνεία του Mercedes – Benz.
Το περιοδικό TIME, της έδωσε τον τίτλο της «πιθανότατα ισχυρότερης τραγουδίστριας που είχε να επιδείξει το κίνημα των λευκών της ροκ μουσικής», ενώ ο Richard Goldstein έγραψε για εκείνη το Μάιο του 1968 στο περιοδικό Vogue: «Είναι η πιο συγκλονιστική ροκ γυναίκα». Λίγο πριν το θάνατό της η Janis εμφανίστηκε δυο φορές στην εκπομπή του Dick Cavett το «The Dick Cavett Show». Όταν ρωτήθηκε για το εάν ήταν δημοφιλής στο σχολείο όταν ήταν μαθήτρια, παραδέχθηκε πως, οι συμμαθητές της την κορόιδευαν και την κατηγορούσαν για την ελευθεριότητα της, ενώ διέδιδαν τη φήμη της εκτός της πόλης, μέχρι και εκτός της πολιτείας.
Ο θάνατος της σε ηλικία 27 ετών εξέπληξε τους θαυμαστές της ανά τον κόσμο και συγκλόνισε τον κόσμο της μουσικής, ο οποίος ήδη μετρούσε την σημαντική απώλεια του Τζίμι Χέντριξ δύο εβδομάδες νωρίτερα (18 Σεπτεμβρίου 1970). «Η αναπάντεχα αυθεντική φωνή» κατά τον ιστορικό Tom Moon και η «ακατανίκητη και βαθιά ευάλωτη Janis» που έγραψε ο μουσικός αρθρογράφος Jon Pareles των New York Times, αποτέλεσαν εκφράσεις που την χαρακτήρισαν μετά το θάνατό της. Πριν από αυτό, για όλους ήταν το κορίτσι «Pearl», παρατσούκλι που της είχαν δώσει οι φίλοι της.
Ο Leonard Cohen έγραψε το κομμάτι Chelsea Hotel #2 για την Janis. Στο τραγούδι αυτό, αναφέρεται στη μικρής διάρκειας σχέση του με εκείνη. Το 1972 κυκλοφορεί ένα διπλό Live άλμπουμ της Janis από εμφανίσεις που έδωσε στη Φρανκφούρτη και τη Σουηδία με τους Kozmic Blues Band. H Janis παραδέχθηκε πως πέρασε απαίσια κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής περιοδείας της, υποστηρίζοντας ότι το κοινό ήταν πολύ νευρικό και ανυπόμονο. Tο 1973 κυκλοφορεί μια συλλογή από τα καλύτερά της τραγούδια, ενώ το 1974, τελειώνει η επεξεργασία και κάνει πρεμιέρα ένα ντοκιμαντέρ με τον τίτλο Janis, το Soundtrack το οποίο πούλησε σε διάστημα ενός έτους πάνω από 5,000,000 αντίτυπα σε Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία.
Η φίλη της, Myra Friedman καθώς και η Peggy Caserta, έχουν γράψει δυο βιογραφίες της Janis με αντίστοιχους τίτλους Buried Alive και Going Down with Janis.