Γράφει ο Σκιάς.
Ο Ρόζενκουιστ γεννήθηκε στο Γκραντ Φορκς της Βόρειας Ντακότα[9] και ήταν μοναχοπαίδι. Οι γονείς του, Λούις και Ρουθ Ρόζενκουιστ, σουηδικής καταγωγής, που ήταν ερασιτέχνες πιλότοι και μετακόμιζαν από πόλη σε πόλη για να βρουν δουλειά, εγκαταστάθηκαν τελικά στη Μινεάπολη. Η μητέρα του, που ήταν επίσης ζωγράφος, τον ενθάρρυνε να καλλιεργήσει ενδιαφέρον προς τις καλές τέχνες. Στο γυμνάσιο ο Τζέιμς κέρδισε μια μικρή υποτροφία για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών και Σχεδίου της Μινεάπολις. Στη συνέχεια, από το 1952 ως το 1954, σπούδασε ζωγραφική στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα. Το 1955, σε ηλικία 21 ετών, πήγε με υποτροφία στη Νέα Υόρκη για σπουδές στην Art Students League.
Ο Ρόζενκουιστ άρχισε να εργάζεται ζωγραφίζοντας επιγραφές και διαφημίσεις. Τις τεχνικές των επιγραφών εφάρμοσε στους μεγάλων διαστάσεων πίνακες που άρχισε να δημιουργεί το 1960. Καθώς και άλλοι ποπ αρτ καλλιτέχνες, προσάρμοσε την οπτική γλώσσα των διαφημίσεων και της μαζικής κουλτούρας στις καλές τέχνες. «Ζωγράφισα τις επιγραφές κάθε ζαχαροπλαστείου του Μπρούκλιν.», έγραψε στην αυτοβιογραφία του (Painting Below Zero: Notes on a Life in Art, 2009).
Το 2003 ο τεχνοκριτικός Πήτερ Σέλνταλ (Peter Schjeldahl) σχολίασε ως εξής αυτή την εφαρμογή τεχνικών από τον Ρόζενκουιστ: «Υπήρξε η εισαγωγή της μεθόδου στην τέχνη ένα φτηνό τέχνασμα; Το ίδιο ήταν τότε το φωτο-silk-screening του Γουόρχολ και οι απεικονίσεις του Λίχτενσταϊν από λωρίδες κόμικ. Ο σκοπός σε όλες τις περιπτώσεις ήταν η συγχώνευση της αισθητικής της ζωγραφικής με τη σημειωτική της βουτηγμένης στα μίντια σύγχρονης πραγματικότητας. Η γυμνή αποτελεσματικότητα της αντι-προσωπικής τέχνης ορίζει την κλασική ποπ αρτ.»
Ο Ρόζενκουιστ πραγματοποίησε τις πρώτες του δύο ατομικές εκθέσεις στην Green Gallery του Μανχάταν, το 1962 και το 1963. Ακολούθως, παρουσίασε το έργο του «F-111», πίνακα με διαστάσεις δωματίου, στη Leo Castelli Gallery το 1965, κάτι που του επέφερε διεθνή αναγνώριση.
Ο Ρόζενκουιστ είχε δηλώσει σχετικά με την ανάμιξή του στο κίνημα της ποπ αρτ: «…με αποκάλεσαν ποπ καλλιτέχνη επειδή χρησιμοποίησα αναγνωρίσιμα θέματα. Οι κριτικοί αρέσκονται στο να ομαδοποιούν τους ανθρώπους. Δεν συνάντησα τον Άντι Γουόρχολ μέχρι το 1964. Δεν γνώριζα τον Άντι ή τον Ρόι Λίχτενσταϊν και τόσο καλά. Εμφανιστήκαμε όλοι ξεχωριστά.»
Αρκετά έργα του Ρόζενκουιστ εκτίθενται στο ισόγειο του Κη Τάουερ στο Κλίβελαντ. εκεί βρισκόταν και το «F-111» επί πολλά χρόνια.
Μετά την ανάδειξή του, ο ζωγράφος εκτέλεσε μεγάλης κλίμακας παραγγελίες, όπως την τριάδα «The Swimmer», το «In the Econo-mist» (1997–1998) για το Deutsche Guggenheim στο Βερολίνο, και ένα έργο που σχεδιαζόταν για την οροφή του Παλαί ντε Σαγιό, στο Παρίσι.
Αρχίζοντας με τις πρώτες του αναδρομικές εκθέσεις (ρετροσπεκτίβες) της πρώιμης περιόδου το 1972, που οργανώθηκαν από το Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Χουίτνεϋ στη Νέα Υόρκη και από το Μουσείο Βάλραφ-Ρίχαρτς της Κολωνίας, τα έργα του Ρόζενκουιστ υπήρξαν το αντικείμενο αρκετών εκθέσεων σε μουσεία και γκαλερί, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στο εξωτερικό. Το Μουσείο Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης διοργάνωσε μια γενική αναδρομική έκθεσή του το 2003, η οποία στη συνέχεια περιόδευσε ανά τον κόσμο.
F-111 – 1964-1965
Paper Clip – 1973
Ο Τζέιμς Ρόζενκουιστ νυμφεύθηκε δύο φορές και απέκτησε δύο παιδιά. Με την πρώτη του σύζυγο, τη Μαίρη Λου Άνταμς, με την οποία παντρεύτηκαν στις 5 Ιουνίου 1960, απέκτησαν ένα παιδί, τον Τζων. Ο πρώτος του γάμος έληξε με διαζύγιο. Το 1976, ένα έτος μετά το διαζύγιό του, ο καλλιτέχνης μετακόμισε στον οικισμό Αριπέκα της Φλόριντα. Η δεύτερη σύζυγός του ήταν η Μίμι Τόμσον (Mimi Thompson), με την οποία παντρεύτηκαν στις 18 Απριλίου 1987 και απέκτησαν μία κόρη, τη Λίλη.
Στις 25 Απριλίου 2009 μια πυρκαγιά στην Κομητεία Χερνάντο, έκαψε μεταξύ άλλων και το σπίτι, το ατελιέ και την αποθήκη του ζωγράφου. Όλα τα έργα του που ήταν αποθηκευμένα εκεί καταστράφηκαν.
Ο Ρόζενκουιστ απεβίωσε στο σπίτι του στην πόλη της Νέας Υόρκης σε ηλικία 83 ετών, μετά από μακρά ασθένεια, αφήνοντας πίσω του τη δεύτερη σύζυγό του Μίμι Τόμσον, τα παιδιά του και έναν εγγονό, τον Όσκαρ.