Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Το θεϊκό άγγιγμα”.
Ο παπά-Μάξιμος προσπαθεί θα βολέψει στο ψαλτήρι το τεράστιο κορμί του, αποτελούμενο από 200 εκατοστά ύψος και τεράστιους μύες. Παρακαταθήκη από τότε που έκανε τον Ηρακλή στα πανηγύρια αλλά κυρίως, από τότε που έκανε το μπράβο σε ξενυχτάδικα και πορνεία.
Το χειμώνα του ’50 βρέθηκε να δουλεύει στις Σέρρες, στο μεγαλύτερο σπίτι όλης της πεδιάδας, με πάνω από είκοσι κορίτσια. Το αφεντικό του, ένας πάμπλουτος έμπορος, τον έστειλε να κανονίσει μια δουλειά. Ένα από τα καλύτερα κορίτσια του, είχε πάρει άδεια να επισκεφτεί την άρρωστη μάνα της σε κάποιο διπλανό χωριό, αλλά οι μέρες περνούσαν.
Ο Μάξιμος θα πήγαινε να δει τι συνέβαινε. Και αν χρειαζόταν, να έπειθε με το δικό του τρόπο την κοπέλα να επιστρέψει στο πόστο της. Φτάνοντας, το ένστικτό του, ακονισμένο από χιλιάδες επικίνδυνες νύχτες, τον προειδοποίησε για επικείμενους μπελάδες. Μπελάδες που δεν άργησαν.
Με το που ρώτησε ένα λιπόσαρκο παιδί για το σπίτι της Ρηνούλας, αυτό εξαφανίστηκε, μόνο για να γυρίσει μετά από πέντε λεπτά με άλλους δέκα ενήλικες που χωρίς να μιλήσουν, τον περικύκλωσαν. Παραμέρισε λίγο το σακάκι του για να φανεί η λαβή του πιστολιού του, χωρίς όμως να τους τρομάξει ιδιαίτερα. Του ανακοίνωσαν ότι η Ρηνούλα ήταν πλέον υπό την προστασία του παπά τους και ό,τι δουλειά είχε μαζί της, θα τη συζητούσε μαζί του.
Τους ακολούθησε μισο-επιφυλακτικός μισο-περίεργος. Απ’ όπου περνούσαν, οι κάτοικοι βγαίναν από τα σπίτια τους και ενωνόταν με την αρχική επιτροπή υποδοχής, όπως τους βάφτισε στο μυαλό του. Φτάνοντας στην είσοδο του μικρού ναού, όλο το χωριό ήταν εκεί. Μεταξύ τους και η Ρηνούλα. Δεν έμοιαζε όμως καθόλου με το μικρό, χαριτωμένο κοριτσάκι που τρέλαινε τους πελάτες. Ήταν σοβαρή, μαυροντυμένη, σωστή κυρία στην όψη.
Κανείς δε μιλούσε, τα μάτια τους όμως έβραζαν από μίσος και περιφρόνηση. Τον κοίταζαν λες και είχε βλάψει τον καθέναν τους ξεχωριστά. Σκέφτηκε ότι αν ήθελαν να τον χαλάσουν θα το είχαν ήδη κάνει. Εκτός αν ο παπάς, που σίγουρα βρισκόταν πίσω απ’ όλα, είχε κάτι σπέσιαλ στο μυαλό του. Χάιδεψε τη λαβή του πιστολιού του, παλιό γιατρικό του για τη νευρικότητα.
Η καμπάνα του ναού χτύπησε τρεις φορές και ο παπάς έκανε επιτέλους την εμφάνισή του. Ο Μάξιμος έμεινε με το στόμα ανοικτό, γιατί αντί του ιδρωμένου κοιλαρά που περίμενε, ξεπρόβαλε ένα θηρίο. Σχεδόν ισοϋψής του, με ξυρισμένο κεφάλι, τατουάζ στο λαιμό και τους διπλούς μύες απ’ αυτόν. Αν υπήρχε ένας άντρας που μπορούσε να τον νικήσει στην πάλη, τον είχε μπροστά του.
Με βαριά, σιγανά βήματα τον πλησίασε. Το στόμα του άνοιξε και τα λόγια βγήκαν δυνατά σα βροντές από μέσα του.
‘’Αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ, σε καλωσορίζω στο χωριό μας. Όταν η Ρηνούλα μου εξομολογήθηκε ότι θέλει να ξεκόψει από την αμαρτωλή ζωή της, περίμενα ότι κάποιος θα έλθει να την πάρει πίσω. Η κόρη αυτή όμως, ανήκει πλέον σε έναν κύριο πιο δυνατό από τον εργοδότη σου. Αυτός ο κύριος μου είπε να σου πω ότι αν θες να την ξανακυλήσεις στο βούρκο της ανομίας, θα πρέπει πρώτα να περάσεις από μένα. Και αυτό αδελφέ μου, δεν είναι καθόλου εύκολο’’.
Η μεγαλύτερη αρετή ενός μπράβου δεν είναι ούτε η δύναμη ούτε η γνώση των όπλων. Είναι να ξέρει πότε τον παίρνει για καβγά. Χαμογέλασε, χαιρέτησε και έφυγε. Στο αφεντικό του είπε απλά ότι πήγε να ζήσει με μια θεία της στην Αλεξανδρούπολη. Εκείνος δεν ασχολήθηκε άλλο μιας και οι πελάτες τώρα κάνανε ουρά για μια Τουρκάλα, άρτι αφιχθείσα.
Ο Μάξιμος συνέχισε τη δουλειά του στο σπίτι, αλλά κάτι μέσα του τον έτρωγε. Έχασε την όρεξη για ποτό, για χαρτιά, ακόμα και για τις υπηρεσίες των κοριτσιών. Σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν το σκηνικό που έζησε προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν εκείνο το παράξενο συναίσθημα που τον πλημμύρισε, όταν ο παπάς τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Σίγουρα όχι φόβος γιατί χρόνια έψαχνε να χτυπηθεί με κάποιον στα δικά του μέτρα. Με τα πολλά, συνειδητοποίησε ότι αυτό που ένιωσε ήταν, για πρώτη φορά στη ζωή του, ντροπή. Παράτησε τα πάντα και γύρισε στο χωριό. Βρήκε τον παπά-Νέστορα, αυτό ήταν το όνομα του ιερέα που αντιμετώπισε, και του ζήτησε να τον κρατήσει κοντά του.
‘’ Έχεις κάνει όλες τις αμαρτίες εκτός από φόνο. Αν ο Άγιος Πέτρος γράφει τα κακά των ανθρώπων στα κιτάπια του, με σένα θα του τελειώσει η μελάνη. Όμως όλοι δικαιούνται μια δεύτερη ευκαιρία. Από σήμερα σε λένε Μάξιμο και η παλιά σου ζωή δεν υπάρχει’’.
Για χρόνια, μαθήτευσε και ασκήτεψε κοντά του. Ο Νέστορας, δυσκολεύτηκε πολύ να τον κάνει ν’ ανοιχτεί, μέχρι που κατάλαβε ότι δεν έπρεπε ν’ αρχίσει από το πνεύμα αλλά από το σώμα. Ξεκίνησε ένα εντατικό πρόγραμμα γυμναστικής μαζί του και έτσι κατάφερε να τον προσεγγίσει. Τα υπόλοιπα ήταν εύκολα.
Αποδείχθηκε ότι το τεράστιο κορμί, έκρυβε και ένα τεράστιο μυαλό. Έμαθε γραφή, ανάγνωση και αριθμητική. Ανέλαβε νεωκόρος πρώτα και δεξί χέρι σε όλες τις δουλειές του παπά-Νέστορα μετά. Κάπου εκεί άρχισε να ψέλνει, λίγο φάλτσα.
Όταν εκμυστηρεύθηκε στον μέντορά του ότι θέλει ν’ ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι με αυτόν, εκείνος κανόνισε με το Δεσπότη να χειροτονηθεί γρήγορα-γρήγορα, πριν αλλάξει γνώμη. Τον κράτησε κοντά του και όλες οι Σέρρες τους ξέρανε σαν «οι δίδυμοι». Μετά από κάμποσα χρόνια, ήρθε η ώρα ν’ αναλάβει το δικό του ποίμνιο. Εκείνη την ημέρα, έκλαψε μαζί του όλο το χωριό.
‘’Μάξιμε, σε ζητά ο Μήτσος ο μουγκός’’.
‘’ Έρχομαι Ρηνούλα μου’’.
#Διήγημα