Ο Γιάννης Σκαρίμπας αποτελεί μια μοναχική περίπτωση στα ελληνικά γράμματα, ένας «διάττων αστέρας», όπως χαρακτηρίστηκε, που αγνοήθηκε για πολλά χρόνια από τη φιλολογική επιστήμη στην χώρα μας (ο Κ. Δημαράς ούτε καν τον αναφέρει στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας»). Υπήρξε ένας από τους εισηγητές του παράδοξου στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας αλλά και του θεάτρου. Πολλοί μάλιστα μελετητές τον θεωρούν ως τον πρώτο έλληνα θεατρικό συγγραφέα του παραλόγου. Η πεζογραφική παραγωγή του χαρακτηρίζεται από την αναγωγή της γλώσσας σε κυρίαρχο στοιχείο της, μέσω της συστηματικής εξάρθρωσής της (τεχνική που παραπέμπει στο σουρεαλισμό) και την τοποθέτηση της πλοκής στο επίπεδο του προσχήματος. Παράλληλα και συμπληρωματικά στην πρωτοποριακή γραφή του κινείται και το ποιητικό του έργο.
Σπασμένο καράβι
Σπασμένο καράβι να ‘μαι πέρα βαθειά
έτσι να ‘μαι
με δίχως κατάρτια με δίχως πανιά
να κοιμάμαι
Να ‘ν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω-γύρω
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω
Να ‘ν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι να ‘ναι
και τα βράχια κατάπληχτα και τ’ αστέρια μακριά
να κοιτάνε
Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι
Έτσι να ‘μαι καράβι γκρεμισμένο νεκρό
έτσι να ‘μαι
σ’ αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό
να κοιμάμαι
Ο Γιάννης Σκαρίμπας γεννήθηκε στο Αίγιο της Αχαΐας (αναφέρεται ως τόπος γέννησής του και η Αγία Ευθυμία Φωκίδας) στις 28 Σεπτεμβρίου 1893. Ήταν γιος του Ευθυμίου Σκαρίμπα και της Ανδρομάχης Σκαρτσίλα, που καταγόταν από αρχοντική γενιά και ήταν μορφωμένη. Είχε μια μικρότερη αδερφή την Καλλιόπη (1915-1983) που ασχολήθηκε με την ποίηση και έζησε στην σκιά του αδελφού της (Το ποίημά της «Κλόουν» έχει μελοποιήσει ο Θάνος Ανεστόπουλος των «Διάφανων Κρίνων»).
Το 1906 αποφοίτησε από το αλληλοδιδακτικό Δημοτικό σχολείο της Ιτέας. Μετά από παρακίνηση του δασκάλου του λόγω των υψηλών επιδόσεών του ο μικρός Γιάννης γράφτηκε στο Ελληνικό Σχολείο του Αιγίου, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του (τέλειωσε το 1908) και παράλληλα πήρε πτυχίο από τη μέση δασική σχολή της πόλης.
Το 1912 εργάστηκε ως διευθυντής λογιστηρίου στο υποκατάστημα της γερμανικής εταιρείας «Singer» στην Πάτρα. Τον Ιανουάριο του 1914 στρατεύτηκε και με την είσοδο της Ελλάδας στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, βρέθηκε να πολεμάει στο μακεδονικό μέτωπο, όπου τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε για τον ηρωϊσμό του. Απολύθηκε προσωρινά, ανακλήθηκε στο στράτευμα και αποστρατεύτηκε οριστικά τον Απρίλιο του 1919.
Φαντασία
Νάναι σα να μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα του καπέλου σου πλατειά και φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.
Και νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι’ άστρα, τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αυτός ο άνεμος τρελά-τρελά να μας σκουντά
όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.
Κι όλο να λες, να λες, στα βάθη της νυκτός
για ένα – με γυάλινα πανιά – πλοίο που πάει
όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ’ τον κύκλο των νερών – στά χάη.
Κι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο άνεμος μαζί
πέρ’ από τόπους και καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ’ την τρικυμία ατού του κόσμου…
Την ίδια χρονιά προσλήφθηκε στο τελωνείο της Χαλκίδας,γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παντρεύτηκε την Ελένη Κεφαλινίτη, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά. Μετά το γάμο του αποσπάστηκε στο τότε νεοσύστατο τελωνείο της Ερέτριας, όπου έμεινε ως το 1922. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή επανήλθε στη Χαλκίδα, όπου και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Λόγω του γάμου του και της επαγγελματικής του δραστηριότητας εγκατέλειψε τις πανεπιστημιακές του σπουδές.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ερέτρια ο Σκαρίμπας ολοκλήρωσε τα εννιά πρώτα διηγήματά του, ωστόσο η συνειδητή του ενασχόληση με τη λογοτεχνία χρονολογείται από την επιστροφή του στη Χαλκίδα. Τότε μελέτησε νεοελληνική ποίηση και δημοτικό τραγούδι, καθώς επίσης έργα των Έντγκαρ Άλαν Πόε, Κνουτ Χάμσουν, Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ερρίκου Ίψεν και Όσκαρ Ουάιλντ, που επηρέασαν το έργο του.
Η πρώτη επίσημη εμφάνισή του στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1929 με τη δημοσίευση του διηγήματός του «Στις πετροκολόνες στο λιμάνι» και τη βράβευσή του στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Ελληνικά Γράμματα» για το έργο του «Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης», που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την κριτική επιτροπή, που την αποτελούσαν ο Κωστής Μπαστιάς, ο Φώτης Κόντογλου, ο Κώστας Καρθαίος και ο Λέων Κουκούλας.
Το 1930 εξέδωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Καϋμοί στο Γρυπονήσι». Στροφή στην μέχρι τότε πορεία του αποτέλεσε το επόμενο έργο που εξέδωσε (1932) με τίτλο «Το θείο Τραγί» με εμφανείς επιρροές από το γαλλικό σουρεαλισμό. Ακολούθησε ο «Μαριάμπας» που αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως αριστούργημα και το 1938 τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ουλαλούμ». Ένα από τα ποιήματα της συλλογής, το «Σπασμένο Καράβι», έχει μελοποιήσει ο Γιάννης Σπανός. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και ένα άλλο σημαντικό μυθιστόρημά του με τίτλο «Το σόλο του Φίγκαρο».
“Έτι δέομαί σου”
Κύριε, είμ’ ένας άθεος!Και είμαι αδελφός
του χαρτοπαίκτη, του μπεκρή. Και σάρκα έχω και αίμα.
Κι όπως εχώρισες εσύ τα σκότη από το φως
έτσι χωρίζω και αγαπώ – απ’ το σωστό – το ψέμα.
Το κρίμα θέλω! Είνʼ όμορφη η αμαρτία. Πολύ
εσύ με θέλησες αγνόν-δεν είμαι, οι άλλοι, οι άλλοι,
οι εκπεσμένοι, οι αμαρτωλοί. Οι μούργοι-κι είνʼ πολλοί-
τι τάχα λεν; κι είναι αδερφοί. Τι ξέρουν; Κι είν’ μεγάλοι.
Και είμαι, Κύριε, άθεος. Και το κακό αγαπώ.
Κι εμέ μʼ αρέσει η ζαβολιά, η γυναίκα του κοντά μου,
τόσο, που ακόμα το φονιά-ανάγκη να το πω;-
τον έχεις κάμει όμοιον μου κι οστό απʼ τα οστά μου.
Κι είμʼ άθεος! Καρδίας συ που ετάζεις και νεφρούς,
πρόσεχε: αγαπώ πολύ τα «πλήθη αμαρτιών μου».
Συ που νεφέλας ανιστάς και ξαναζείς νεκρούς,
-στʼ άνθισμα είμαι των παθών-τα αίσχη πλήθυνόν μου!…
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου δημοσίευσε άρθρα στην εφημερίδα της Χαλκίδας «Εύριπος» και στράφηκε με ενδιαφέρον προς το ελληνικό θέατρο σκιών. Στη γερμανική κατοχή κινδύνευσε να πεθάνει από την πείνα και το 1943 έγινε η πολύκροτη δίκη που κίνησε εναντίον του Αργύρη Βαλσαμά για συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς ο τελευταίος είχε ισχυρισθεί πως το θεατρικό έργο του Σκαρίμπα «Η γυναίκα του Καίσαρος» ήταν αποτέλεσμα αντιγραφής από το έργο του Σόμερσετ Μομ «Το βαμμένο πέπλο». Στρατεύτηκε στο ΕΑΜ και το 1945 κυκλοφόρησε τη βραχύβια εφημερίδα «Λευτεριά».
Η συγγραφική και εκδοτική του δραστηριότητα συνεχίστηκε ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του με ποιήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια και ιστορικές μελέτες από τις οποίες ξεχωρίζει το τρίτομο «Το ’21 και αλήθεια» (1971-1975). Τιμήθηκε από την Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών (1964) και το Δήμο Χαλκιδέων (1978), καθώς και με το Α Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για την αντιπολεμική νουβέλα «Φυγή προς τα Εμπρός», που εξέδωσε το 1975 και βασίζεται στα βιώματά του από τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην τελευταία περίοδο της ζωής του έζησε μακριά από την οικογένειά του, φιλοξενούμενος της δικαστικής υπαλλήλου Βασιλικής Καράμικε, στην οποία άφησε με την διαθήκη του,ως κληρονομιά, την πνευματική ιδιοκτησία μέρους του έργου του.
Ο Γιάννης Σκαρίμπας απεβίωσε στην Χαλκίδα στις 21 Ιανουαρίου 1984 και κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη.