Γράφει ο Εμμανουήλ Γ. Μαύρος.
Σε αντίθεση, πάντως, με τις υπόλοιπες χώρες, στην Ελλάδα δεν εορτάζεται η απελευθέρωση, αλλά η έναρξη του πολέμου (28η Οκτωβρίου 1940). Αντίθετα, η ημερομηνία της Απελευθέρωσης περνά, σχετικά απαρατήρητη. Όπως πολλά γεγονότα που προηγήθηκαν – η μάχη του Μελιγαλά αποτελεί μια τέτοια περίπτωση.
Την ημέρα εκείνη λοιπόν οι Ναζί είχαν το θράσος να καλέσουν τον Αθηναϊκό λαό να παρακολουθήσει την κατάθεση στεφάνου από τον επικεφαλής των αποχωρούντων Γερμανών μαζί με τον κατοχικό (διορισμένο) δήμαρχο στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη. Όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το χώρο της Πλατείας Συντάγματος, το πλήθος ποδοπάτησε το στεφάνι και στη συνέχεια εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ξέσπασαν σε αλαλαγμούς χαράς, γιορτάζοντας τη μεγάλη στιγμή που περίμεναν να έλθει τριάμισι ολόκληρα χρόνια. Τι είχε όμως προηγηθεί;
Οι ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση είχαν έλθει σε κατ’ αρχή συμφωνία για το χειρισμό της κατάστασης μετά την αποχώρηση των γερμανών. Για το σκοπό αυτό έφτασαν μυστικά στο αεροδρόμιο της Νεράϊδας ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ Γιάννης Ζέβγος, ο στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας και ο ταγματάρχης Οδυσσέας Παπαμαντέλος, προκειμένου να συντονίσουν τις απαιτούμενες ενέργειες για την ομαλή ανάληψη της εξουσίας. Ακολούθησαν δυο σημαντικές συναντήσεις με την Γερμανική διοίκηση που είχαν ως σκοπό την ομαλή αποχώρηση των Γερμανικών δυνάμεων χωρίς δολιοφθορές. Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1944 22 ημέρες πριν την αναχώρησε τους από την πρωτεύουσα και αφού μια εβδομάδα πριν είχε προηγηθεί η ιστορική μάχη του Μελιγαλά, η Γερμανική διοίκηση ανακοινώνει στους Αθηναίους πως καμία πράξη δολιοφθοράς δεν θα πραγματοποιηθεί εκ μέρους των γερμανικών στρατευμάτων, αν κατά την αποχώρησή τους δεν ενοχληθούν.
Τα SS όμως πιστά σκυλιά στην υπάνθρωπη ιδεολογία τους και γνωστοί για τα κτηνώδη ένστικτα τους, προχώρησαν στην εκτέλεση 72 ελλήνων πατριωτών στο Δαφνί, ενώ εξόντωσαν και την ομάδα των συνεργατών τους διερμηνέων, προκειμένου να μην αποκαλυφθούν λεπτομέρειες των εγκληματικών τους πράξεων.
Οι Βρετανοί πάντα στις επάλξεις μετά την επιτυχία του ΕΑΜ στον Μελιγαλά και με εντολή του Ουίνστον Τσώρτσιλ, επεδίωκαν την διάσπαση των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, για να επιβάλλουν έτσι στη μεταπολεμική Ελλάδα το καθεστώς της αρεσκείας τους. Γι’ αυτό και οι Βρετανοί αποδέχθηκαν σιωπηρά τη συμφωνία μεταξύ των Γερμανών και των ελληνικών αρχών, όπως και το ΕΑΜ με την ΠΕΕΑ. Τέσσερις μέρες μάλιστα πριν τις 12 Οκτωβρίου, στις 8 Οκτωβρίου, το ΚΚΕ εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία αποδεχόταν πλήρως το σχέδιο που είχε συμφωνηθεί, προκρίνοντας έτσι την εθνική ομοψυχία. Η στάση αυτή ήταν απόλυτα σημαντική, στοιχείο που θα φανεί παρακάτω.
Η αποχώρηση των Γερμανικών δυνάμεων από την Αθήνα άρχισε το πρωί στις 8:00 π.μ. της 12ης Οκτωβρίου του 1944 με τον στρατηγό Φέλμι επικεφαλής συνοδευόμενος από το δοσίλογο δήμαρχο Αθηναίων Γεωργάτο κατάθεσε ένα στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη, ενώ ήδη οι μηχανοκίνητες φάλαγγες των Γερμανών εγκατέλειπαν από νωρίς την Αθήνα διαμέσου της Ιεράς Οδού. Περίπου στις 9:15 π.μ. η γερμανική φρουρά της Ακρόπολης προχώρησε στην υποστολή της ναζιστικής σημαίας έπειτα από 3,5 χρόνια κατοχής όπου ένας στρατιώτης την τύλιξε βιαστικά και αποχώρησε από τον Ιερό Βράχο. Ακολούθησαν συγκρούσεις μεταξύ του ΕΛΑΣ και Ελλήνων εργατών με τους ναζί δολιοφθορείς, που απέτρεψαν την καταστροφή του εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στο Κερατσίνι, διότι όπως προείπαμε τα υπάνθρωπα κτήνη δεν κρατούσαν ποτέ συμφωνίες. Το ιδεολόγημά τους ήταν όλα να γίνουν στάχτη και αυτό ήθελαν από την πρώτη στιγμή. Γι’ αυτό αν και το εργοστάσιο στο Κερατσίνι γλύτωσε δεν έγινε το ίδιο και με ένα σημαντικό τμήμα του λιμανιού του Πειραιά το οποίο ανατινάχθηκε από τους αποχωρούντες Γερμανούς.
Θα περίμενε κάποιος πως ο λαός θα ξεχυνόταν στους δρόμους και μια λαοθάλασσα χαράς θα πλημμύριζε τους δρόμους από την Κηφισιά έως τον Πειραιά και θα τιμωρούσε όσους συνηγόρησαν στα εγκλήματα 3,5 ετών, έγινε ακριβώς το αντίθετο. Μετά από τις χαρές και τους πανηγυρισμούς, αυτό που έγινε στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες όπου υπήρξε μαζική άνευ δίκης τιμωρία των δοσίλογων, στην Αθήνα επικράτησε τάξη και ησυχία. Όπως πιστοποιεί και έγγραφο της βρετανικής Force 133 τη νύχτα της 12ης Οκτωβρίου: “Απόλυτη ησυχία παντού. Καμία ταραχή και οι δρόμοι σχεδόν άδειοι. Ο ΕΛΑΣ και άλλα όργανα περιπολούν με τάξη”!
Αυτό το γεγονός δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Η βρετανική επιρροή είχε κάνει την παρουσία της αισθητή.
Τρεις μέρες έμεινε η πόλη και χώρα χωρίς πολιτική καθοδήγηση, χωρίς εξουσία που άτυπα στην Αθήνα την εξασκούσε ο αρχηγός της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, υπό την ανοχή των υπολοίπων παραγόντων. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ δεν εξεδήλωσαν την πρόθεση να καταλάβουν βίαια την ελληνική πρωτεύουσα, όπου μπορούσαν καθώς διέθεταν τη στρατιωτική δυνατότητα και ικανότητα. Η παραπληροφόρηση και η γκεμπελική επιρροή για τα αποτελέσματα της Μάχης του Μελιγαλά είχαν θέση το ΕΑΜ σε στάση αναμονής. Στις 15 Οκτωβρίου του 1944 η άφιξη των πρώτων βρετανικών μονάδων στο λιμάνι του Πειραιά ήταν γεγονός. Ενώ στις 18 Οκτωβρίου του 1944 φτάνουν στην Αθήνα, μαζί με τις υπόλοιπες βρετανικές δυνάμεις υπό το στρατηγό Σκόμπυ και τους άνδρες του “Ιερού Λόχου” της Μέσης Ανατολής, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου με μέλη της εξορισμένης κυβέρνησης του και τους Σπηλιωτόπουλο, Ζέβγο.
Πρώτη κίνηση ανήμερα της αφίξεων Παπανδρέου και λοιπών ήταν να σπεύσουν στην Ακρόπολη και να υψώσουν σε πανηγυρικό κλίμα τη γαλανόλευκη σημαία. Την ελληνική σημαία παρέδωσε στον πρωθυπουργό ο νέος δήμαρχος, της απελευθερωμένης πια πόλης Αριστείδης Σκληρός παρουσία φυσικά του Βρετανού πρεσβευτή Λίπερ και του αντιναυάρχου Μάνσφιλντ. Δυστυχώς όμως εκείνη την ημέρα, όπως και στις υπόλοιπες που ακολούθησαν, δεν επιτράπηκε στις ανταρτικές δυνάμεις η είσοδος στην πρωτεύουσα για τον εορτασμό και επίσημα της απελευθέρωσης από το Φασισμό , πλην ενός μικρού τμήματος του 34ού συντάγματος του ΕΛΑΣ που υπό τον λοχαγό Απόστολο Κοκμάδη παραστάθηκε συμβολικά στην τελετή έπαρσης της ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη.
Έτι είναι… Άλλοι πολέμησαν, και έπεσαν σαν ήρωες στις γραμμές του αντάρτικου για ελευθερία και αποτίναξη όχι μόνο του γερμανικού ζυγού αλλά καθ’ ολοκληρίαν της φασιστικής σκέψης και των πρακτικών της και άλλοι ήρθαν από τα σαλόνια της εξορίας για να ασκήσουν πολιτική. Μια εκ νέου προδοσία ήταν προ των πυλών. Ο Παπανδρέου αντί να διώξει τους Βρετανούς από την νεα πολιτική άνοιξη του τόπου έκανε το λάθος να τους εμπιστευτεί σαφώς προς πολιτικό του όφελος. Αδιαφόρησε ακόμα και για το αίτημα του λαού που είχε πλημμυρίσει τους δρόμους της Αθήνας και, το οποίο κραύγαζε συνθήματα για “λαοκρατία”, “τιμωρία των δοσίλογων” κ.λ.π. Ο Παπανδρέου απέφυγε να εκδηλώσει τις σαφείς προθέσεις του επί του πολιτειακού ζητήματος και αδιαφόρησε για το αίτημα του λαού, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά πως τούτη την απελευθέρωση την όφειλε στις δράσεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.
Ο Ράλλης ως δωσίλογος πρωθυπουργός αποτέλεσε το λάθος και ο Παπανδρέου ήταν το μεγαλύτερο λάθος της μεταπολεμικής ιστορίας.
Ο Παπανδρέου απολάμβανε της απολύτου εμπιστοσύνης της βρετανικής κυβέρνησης, όσον αφορά τις επιδιώξεις τους για τον έλεγχο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Γι’ αυτό τον λόγο, οι Άγγλοι υποχρέωσαν σε παραίτηση το Σοφοκλή Βενιζέλο από την ηγεσία της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και στη θέση του, ο βασιλιάς Γεώργιος τοποθέτησε τον Παπανδρέου. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ μάλιστα φερόταν αποφασισμένος να τον διατηρήσει στη θέση του πρωθυπουργού πάση θυσία ενώ και ο ίδιος ο Παπανδρέου απηύθυνε δραματική έκκληση προς τη βρετανική κυβέρνηση να αποστείλει στην Αθήνα ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, προκειμένου αυτές να αποτελέσουν ανάχωμα στις πιθανών μελλούμενες δράσεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Βασική επιδίωξη του Παπανδρέου ήταν η πάση θυσία αποτροπή της κατάληψης της χώρας από τις δυνάμεις του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού ύστερα από την αποχώρηση των Γερμανών, αλλά και η αναίμακτη μετάβαση στην ομαλότητα παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες που υπήρχαν. Με την σύμφωνη γνώμη του Παπανδρέου με τους Άγγλους να βρίσκονται παντού στην Αθήνα ο παρατηρητής της Βρετανικής κυβέρνησης στρατηγός Σκόμπι εξέδωσε ξαφνική διαταγή για αφοπλισμό μόνο των αριστερών οργανώσεων, διαταγή που αποτέλεσε και την αφορμή των Δεκεμβριανών που ακολούθησαν.
Ο Παπανδρέου ήταν αυτός που έδωσε ρητή εντολή στον αστυνομικό διευθυντή Αθηνών Άγγελο Έβερτ για την έναρξη του πυρός κατά των αόπλων διαδηλωτών στις 3 Δεκεμβρίου του 1944 μπροστά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη ενάντια στη διαδήλωση του ΕΑΜ, που είχε οργανωθεί ως απάντηση στο τελεσίγραφο της κυβέρνησης εθνικής ενότητας (1-12-1944) για τον αφοπλισμό όλων των αντάρτικων ομάδων, με αποτέλεσμα το θάνατο 33 διαδηλωτών και τον τραυματισμό άλλων 148. Η κίνηση αυτή καθώς και η ηθελημένη αδιαφορία του απέναντι στο πολιτειακό ζήτημα, τα βουλωμένα αυτιά στο αίτημα για την δίκη των δοσίλογων και η ευθύνη του στα Δεκεμβριανά που ενώ είχε δώσει άδεια για την πραγματοποίησή της στη συνέχεια την ανακάλεσε με την παρότρυνση των Βρετανών, φανέρωναν το πόσο μεγάλο λάθος ήταν ο ίδιος και πόσο ένοχος στην μετέπειτα εμφύλια σύγκρουση.
Οι ημέρες τις ελευθερίας δεν κράτησαν, λιγόστεψαν μπροστά σε ένα μεγάλο λάθος. Ίσως όλα αυτά τα επεισόδια που προηγήθηκαν, προ απελευθέρωσης αλλά και μετά, να ήταν τα αίτια πού ώθησε την πολιτική εξουσία να εορτάζεται η είσοδό της χώρας στο Β’ Π.Π. (28η Οκτωβρίου), ενώ οι περισσότερες χώρες να γιορτάζουν την ημερομηνία λήξης του πολέμου και την απελευθέρωση τους από τα φασιστικά ιδεώδη. Ίσως να μας πηγαίνει ο φασισμός και να τον αποζητάμε. Ίσως να μην θέλουμε να δεχτούμε πως η κάθε εξουσία πρέπει να φοβάται τον λαό και όχι ο λαός την εξουσία. Ίσως η απελευθέρωση ως λέξη και ως συνθήκη να δημιουργεί ενοχές σε πολλούς – πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες, ίσως να είναι τόσο βρώμικο το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα και μια τέτοια συνθήκη, να φοβίζει. Ίσως… πολλά ίσως!
Εγώ πάντως σήμερα γιορτάζω!