Ο ιπτάμενος χορευτής όπως τον ονόμαζε η βιομηχανία του θεάματος αιτιολογώντας πως η τεχνική του έμοιαζε πως είχες την αίσθηση όταν τον έβλεπες να χορεύει πως βρισκόταν στον αέρα. Οι ταινίες του δεν γνώρισαν μόνο τρομερή ταμειακή επιτυχία, αλλά συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη του μιούζικαλ ως κινηματογραφικού είδους.
Πραγματικός τζέντλεμαν του Χόλιγουντ ήταν η προσωποποίηση της χάρης και της κομψότητας. Με 42 ταινίες και αμέτρητες θεατρικές επιτυχίες αγαπήθηκε ιδιαίτερα από εκατομμύρια θεατών, που έβρισκαν την ευκαιρία να ξεφεύγουν έστω για λίγες ώρες από τη ζοφερή καθημερινότητα του μεσοπολέμου. Μεταξύ των θαυμαστών του ήταν προσωπικότητες του χορού, όπως ο Βάτσλαβ Νιζίνσκι και ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ.
Ο Φρέντερικ Αούστερλιτς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1899 στην Ομάχα της πολιτείας Νεμπράσκα των ΗΠΑ, από γονείς με καταγωγή από τη Γερμανία και την Αυστρία. Από ηλικίας τεσσάρων ετών άρχισε χορευτικές σπουδές και το 1906, μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή του Αντέλ σχημάτισε ντουέτο που εξελίχθηκε σε δημοφιλές νούμερο του βοντεβίλ.
Από το 1917, στο Μπρόντγουεϊ, ο Φρεντ και η Αντέλ Αστέρ απέκτησαν διεθνή φήμη, με θεατρικές επιτυχίες όπως τα «For Goodness Sake» (1922), «Αστείο Μουτράκι» («Funny Face», 1927) και «The Band Wagon» (1931). Το 1932 το ντουέτο τους διαλύθηκε, καθώς η Αντέλ παντρεύτηκε τον λόρδο Κάβεντις και αποχώρησε από τη σόου-μπιζ.
Ο πρώτος κινηματογραφικός ρόλος του Φρεντ Αστέρ στην ταινία «Η Κυρία χορεύει» («Dancing Lady», 1933) ήταν μικρός. Τον ίδιο χρόνο έκανε την πρώτη του εμφάνιση με την Τζίντζερ Ρότζερς στο μιούζικαλ «Καριόκα» («Flying Down to Rio»), κλέβοντας την παράσταση από τους πρωταγωνιστές της ταινίας Ντολόρες ντελ Ρίο και Τζιν Ρέιμοντ.
Τη δεκαετία του ‘30 το ντουέτο των Αστέρ και Ρότζερς γνώρισε μεγάλες δόξες σε ταινίες, όπως «Η Εύθυμη Ζωντοχήρα» («The Gay Divorcee», 1934), «Τop Hat» (1935), «Δεν χορεύω πια» («Swing Time», 1936) και «Το βαλς του χωρισμού» («The Story of Vernon and Irene Castle», 1939).
Το φιλοσοφημένο εσωτερικό ύφος, η χάρη και η τεχνική τελειότητα, καθώς και η ολοκληρωμένη ενσωμάτωση υπόθεσης και μουσικής στις ταινίες τους δημιούργησαν επανάσταση στη μουσική κωμωδία. Τα ονειρεμένα ντουέτα του με τη Ρότζερς αποτελούν έργα τέχνης για τον κινηματογράφο και οι πάντα γοητευτικές ακροβατικές του επινοήσεις άφησαν εποχή.
Ο Φρεντ Αστέρ αποσύρθηκε προσωρινά το 1946, αλλά επέστρεψε στη σκηνή και τη μεγάλη οθόνη με την «Πασχαλινή Παρέλαση» (1948) δίπλα στην Τζούντι Γκάρλαντ, καθώς και με άλλες επιτυχίες, όπως οι ταινίες «Τα φτερωτά παπούτσια» («The Barkleys of Broadway», 1949), «Σ’ Ερωτεύτηκα στα Όνειρα μου» («Daddy Long Legs», 1955), «Αστείο Μουτράκι» («Funny Face», 1957) και «Ένα ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες» («Silk Stockings», 1957).
Το 1975 κέρδισε την πρώτη υποψηφιότητα για Όσκαρ για τον δραματικό του ρόλο στην περιπέτεια του Τζον Γκίλερμιν «Ο Πύργος της Κολάσεως» («The Towering Inferno») και το 1981 ολοκλήρωσε την κινηματογραφική καριέρα του με έναν άλλο δραματικό ρόλο στην ταινία τρόμου του Τζον Ίρβιν «Ghost Story».
Το 1950 ο Αστέρ τιμήθηκε με ένα ειδικό Όσκαρ για τη συμβολή του στην έβδομη τέχνη. To 1959 δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Steps in Time». «Δεν έχω να αποδείξω τίποτα με αυτή. Εγώ απλά χορεύω» έγραφε σε αυτή, αποδεικνύοντας για ακόμη μία φορά ότι η αναμφισβήτητη κομψότητά του συνοδευόταν από μία σύμφυτη σεμνότητα.
Ο Φρεντ Αστέρ πέταξε για τη δίχως επιστροφή μεγάλη του πιρουέτα στις 22 Ιουνίου 1987. Ήταν 88 ετών και ζούσε στο Λος Άντζελες. Άφησε πίσω του τη δεύτερη σύζυγό του Ρόμπιν Σμιθ (αναβάτισσα του ιπποδρόμου και 45 χρόνια μικρότερή του) και δύο παιδιά από τον πρώτο του γάμο με την κοσμική κυρία της Βοστώνης, Φίλις Πότερ, που είχε υποκύψει στον καρκίνο το 1954.