Γράφει ο Σκιάς.
Γεννημένος στο Χομπόκεν του Νιου Τζέρσεϊ στις 12 Δεκεμβρίου του 1915 , από γονείς Ιταλούς μετανάστες, έδειξε νωρίς την προτίμησή του στο μπελκάντο (ιταλ. bel canto) και ως έφηβος αποφάσισε να στραφεί επαγγελματικά στο τραγούδι επηρεασμένος από τις ηχογραφήσεις του Μπινγκ Κρόσμπι. Παρά την απουσία μουσικής παιδείας, κατάφερε γρήγορα να προκαλέσει την προσοχή του τρομπετίστα Χάρι Τζέιμς, ο οποίος τον προσέλαβε ως τραγουδιστή στην ορχήστρα του το 1939. Ακολούθησε η τριετής συνεργασία του με τον Τόμι Ντόρσεϊ, στη διάρκεια της οποίας η αιμοφιλία του στο νεανικό ακροατήριο έφτασε σε πρωτόγνωρα επίπεδα, συγκρινόμενη μόνο με την αντίστοιχη αποδοχή που είχε πριν τον Σινάτρα ο Μπένι Γκούντμαν. Από τα τέλη του 1942 ακολούθησε ατομική καριέρα και εξελίχθηκε σύντομα σε φαινόμενο της αμερικανικής κουλτούρας και ίνδαλμα για τις υπερενθουσιώδεις νεαρές θαυμάστριες του που έμειναν γνωστές στην ιστορία ως bobby soxers. Την ίδια περίπου περίοδο, του αποδόθηκαν τα παρωνύμια Frankieboy, The Sultan of Swoon [Σουλτάνος του συναισθήματος], και το δημοφιλέστερο The Voice [Η φωνή].
Στα τέλη του 1944 ξεκίνησε να ηχογραφεί με μεγάλη συχνότητα για τη δισκογραφική εταιρεία Columbia, σε συνεργασία με τον ενορχηστρωτή Άξελ Στόρνταλ (Axel Stordahl), ο οποίος καθόρισε τον ήχο εκείνων των ηχογραφήσεων. Από το 1947/8 η καριέρα του παρουσίασε εμφανή πτώση. Το γεγονός συνέπεσε χρονικά με τα πρώτα αρνητικά δημοσιεύματα του τύπου – που σχετίζονταν κυρίως με τις διασυνδέσεις του Σινάτρα με προσωπικότητες του οργανωμένου εγκλήματος, όπως ο Λάκι Λουτσιάνο – αλλά και το περιστατικό της επίθεσής του κατά του δημοσιογράφου Λη Μόρτιμερ που αργότερα αποδείχθηκε ότι συνεργάστηκε με το FBI για τη δυσφήμισή του. Το 1952, ενδεικτικό της παρακμής της καριέρας του υπήρξε το γεγονός πως δεν διέθετε κανένα δισκογραφικό ή κινηματογραφικό συμβόλαιο ούτε καλλιτεχνικό πράκτορα.
Η επάνοδός του πραγματοποιήθηκε κυρίως με την ερμηνεία του στην κινηματογραφική ταινία, σκηνοθεσίας Φρεντ Τσίνεμαν, Όσο υπάρχουν άνθρωποι (From Here to Eternity, 1953), για την οποία απέσπασε βραβείο Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου. Τη δεκαετία του ’50 σημειώθηκε μια στροφή στον ήχο του, δίνοντας έμφαση περισσότερο στο είδος του σουίνγκ και λιγότερο στις μπαλάντες των προηγούμενων ετών. Το 1953 υπέγραψε συμβόλαιο με την Capitol Records και οι ηχογραφήσεις του εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται στις κορυφαίες δημιουργίες του. Το άλμπουμ Come Dance with Me! (1959) τού εξασφάλισε το πρώτο του βραβείο Γκράμι. Σημαντικές θεωρούνται οι συνεργασίες του με ορισμένους από τους σπουδαιότερους ενορχηστρωτές, όπως ο Νέλσον Ριντλ, ο Γκόρντον Τζένκινς και ο Μπίλι Μέι.
Το 1960, ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πίτερ Λόφορντ, ο Ντιν Μάρτιν, ο Σάμι Ντέιβις τζούνιορ και ο Τζόι Μπίσοπ πραγματοποίησαν κοινή εμφάνιση στο περίφημο ξενοδοχείο Σαντς του Λας Βέγκας. Η κοινή εμφάνιση των ιερών τεράτων της αμερικανικής “σόου μπίζνες” πραγματοποιήθηκε με αφορμή το κλείσιμο του ξενοδοχείου και οι θαυμαστές του “ρατ πακ”, όπως ήταν γνωστοί, συνέρρευσαν από όλα τα σημεία του κόσμου για να τους ακούσουν.
Tην ίδια χρονιά, ο Σινάτρα ίδρυσε τη δισκογραφική εταιρεία Reprise Records στην οποία, μέχρι το 1962, ηχογραφούσε παράλληλα με την Capitol. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, ηχογράφησε με μεγάλη συχνότητα, ολοκληρώνοντας άνισες κυκλοφορίες, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η συνεργασία του με τον Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ στο Francis Albert Sinatra and Antonio Carlos Jobim (1967) και το September of My Years (1965). Στις μεγαλύτερες επιτυχίες του ανήκουν ακόμα τα τραγούδια Strangers in the Night (1966), That’s Life (1967) και My Way (1969).
Ως ηθοποιός εμφανίστηκε σε 58 ταινίες, τόσο σε μιούζικαλ όσο και σε καθαρά ερμηνευτικούς ρόλους χωρίς να τραγουδά. Κατά τη δεκαετία του ’50 και του ’60 υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής πρωταγωνιστής και εν γένει ένας από τους λίγους που κατάφεραν να γίνουν εξίσου επιτυχημένοι στον κινηματογράφο και το τραγούδι. Ξεχωρίζουν τα μιούζικαλ με συμπρωταγωνιστή τον Τζιν Κέλι, ειδικότερα το Τρία κορίτσια και τρεις ναύτες (On the Town, 1949), η ερμηνεία του στην ταινία Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι (The Man with the Golden Arm, 1955) για την οποία ήταν υποψήφιος για το βραβείο Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου, το Μάγκες και κούκλες (Guys And Dolls, 1955) στο πλευρό του Μάρλον Μπράντο, Το Στίγμα του Κολασμένου (Some Came Running, 1958) πλάι στους Ντιν Μάρτιν και Σίρλεϊ Μακ Λέιν, καθώς και το πολιτικό θρίλερ Ο άνθρωπος της Μαντζουρίας (The Manchurian Candidate, 1962).
Ο Σινάτρα ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τα μουσικά δρώμενα το 1971, σε μια εποχή που η γενιά του Γούντστοκ κυριαρχούσε στη μουσική βιομηχανία. Δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε με νέες ηχογραφήσεις και η ύστερη περίοδος της καριέρας του χαρακτηρίστηκε γενικά από προσεκτικές επιλογές και λιγοστές κυκλοφορίες, με σημαντικότερες αυτές των δίσκων Trilogy (1980), She Shot Me Down (1981) και L.A. Is My Lady (1984). Οι τελευταίοι δίσκοι που ηχογράφησε ήταν τα Duets (1993) και Duets II (1994), μετά από δεκαετή απουσία. Η τελευταία συναυλία του πραγματοποιήθηκε το 1995.
Ο Φράνκι απέκτησε τρία παιδιά από την πρώτη του σύζυγο, Νάνσι Μπαρμπάτο. Έκανε τρεις επιπλέον γάμους με την Άβα Γκάρντνερ (1951-7), τη Μία Φάροου (1966-8) και τη Μπάρμπαρα Μαρξ (από το 1976 μέχρι το θάνατό του). Ο γάμος του με τη Μία Φάροου ήταν τόσο ξαφνικός που δεν μπόρεσε να παραστεί κανείς. Ούτε καν τα παιδιά και οι στενοί τους φίλοι. Οι δημοσιογράφοι αναστατώθηκαν. Έμαθαν την είδηση από τα ραδιόφωνα και ξεκίνησαν αμέσως για το Λας Βέγκας, αλλά η απεργία πέντε αεροπορικών εταιριών τούς καθήλωσε στα αεροδρόμια. Όταν, τελικά, έφθασαν, έμαθαν ότι οι νεόνυμφοι είχαν φύγει με το ιδιωτικό αεροπλάνο του Σινάτρα. Οι μοναδικές μαρτυρίες από το αστραπιαίο γεγονός είναι οι φωτογραφίες που τράβηξε η πολιτεία του Λας Βέγκας ύστερα από τον γάμο, στην κοπή της γαμήλιας τούρτας, παρουσία του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου Σαντς.
Ο Φρανκ Σινάτρα απεβίωσε στο Λος Άντζελες, τον Μάιο του 1998, μετά από παρατεταμένη περίοδο προβλημάτων υγείας.