Γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1926 στα Βίλια Αττικής και ήταν αρβανίτισσα στην καταγωγή. Το πραγματικό της όνομα ήταν Έλλη Λούκου (το όνομα Λαμπέτη ήταν δανεισμένο από τους ήρωες του Αστραπόγιαννου στο ομώνυμο ποίημα του Βαλαωρίτη). Ο πατέρας της Κώστας Λούκος είχε μια ταβέρνα στα Βίλια και η μητέρα της ήταν η Αναστασία Σταμάτη. Είχε 6 αδέρφια, εκ των οποίων ένα δίδυμο αδελφό, που πέθανε από φυματίωση το 1941. Το 1928 η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα. Ο γάμος της με τον Μάριο Πλωρίτη (ο οποίος παρέμεινε αιώνιος φίλος της και στάθηκε δίπλα της μέχρι το τέλος της ζωής της) το 1950 υπήρξε ατυχής. Χώρισαν το 1953, όταν γνωρίστηκε με τον Δημήτρη Χορν και μαζί έγραψαν μία από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου και υπήρξαν αγαπημένο ζευγάρι στη ζωή και στη σκηνή.
Από τον Δ. Χορν χώρισε το 1959, όταν γνώρισε τον Αμερικανό συγγραφέα Φρέντερικ Γουέικμαν (Frederic Wakeman), τον οποίο παντρεύτηκε, αλλά χώρισε το 1976 μετά από πολλά προβλήματα και όντας χρόνια σε διάσταση. Ο καρκίνος κάνει την εμφάνιση του στη ζωή της ηθοποιού το 1969, αφού της στέρησε τις αγαπημένες της αδερφές, τις οποίες έχασε όλες (εκτός από την αδερφή της Αντιγόνη, η οποία έζησε αρκετά χρόνια και μετά τον θάνατο της Έλλης) από καρκίνο του μαστού. Μετά την εγχείρηση (ολική μαστεκτομή) στην οποία υποβλήθηκε στις ΗΠΑ, επιστρέφει και προσπαθεί να το ξεπεράσει.
Μια προσπάθεια υιοθεσίας (της μικρής Ελίζας) από κοινού με τον Γουέικμαν, της δημιούργησε πλείστα προβλήματα, όταν δικαστική απόφαση την υποχρέωσε να επιστρέψει το παιδί, μετά παρέλευση 4 χρόνων, στους φυσικούς γονείς του. Η περιπέτεια αυτή της δημιούργησε γενική κατάπτωση και μελαγχολία, που την κράτησε μακριά από το θέατρο.
Ο καρκίνος έκανε την επανεμφάνισή του μετά από 11 χρόνια, το 1980. Οι μεταστάσεις ήταν συνεχείς. Οι χημειοθεραπείες, στις οποίες υποβλήθηκε, έπληξαν τις φωνητικές της χορδές, με αποτέλεσμα σταδιακά να χάσει και τη φωνή της. Η τελευταία παράσταση στην οποία πρωταγωνίστησε στην Αθήνα ήταν το “Σάρα – Τα Παιδιά ενός κατώτερου Θεού” στον ρόλο της κωφής Σάρα.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1983 στις 7:30 το πρωί άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Mount Sinai Hospital των ΗΠΑ, όπου είχε μεταβεί λίγες εβδομάδες πριν. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1983 η σορός της μεταφέρθηκε στην Αθήνα και στις 6 Σεπτεμβρίου 1983 κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Το 1941 έδωσε εξετάσεις έπειτα από παρότρυνση του θείου της και απέτυχε, τόσο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όσο και στη σχολή Κοτοπούλη. Η ίδια η Μαρίκα Κοτοπούλη, όμως, αναγνώρισε το ταλέντο της και την έκανε δεκτή στη σχολή της. Άλλαξε το επώνυμό της από Λούκου σε Λαμπέτη, όταν διάβασε το βιβλίο “Αστραπόγιαννος” του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Πρώτη της θεατρική εμφάνιση το 1942 στο έργο “Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο” του Γκέρχαρτ Χάουπτμαν. Η συνεργασία της με το Θέατρο Τέχνης το διάστημα ’46-’48, είναι αυτή που την καθιερώνει ως εξαίρετη ηθοποιό. Ξεχώρισαν οι ερμηνείες της στον “Γυάλινο κόσμο”, στην “Αντιγόνη” και στο πρώτο ανέβασμα του “Ματωμένου Γάμου” στην Ελλάδα, παράσταση για την οποία έγραψε τη γνωστή πλέον μουσική ο Μάνος Χατζιδάκις. Ακολούθησαν οι συνεργασίες της με τον θίασο της Κατερίνας (1948) και το Εθνικό Θέατρο (1948). Από το 1949 ανήκει στο θίασο του Κ. Μουσούρη, όπου οι μεγαλύτερες επιτυχίες της ήταν το “Πεγκ καρδούλα μου” και η “Κληρονόμος”, έργα που ξανανέβασε αρχές ’60. Το 1952 συγκροτεί με τον Δημήτρη Χορν και τον Γιώργο Παππά τον θίασο Λαμπέτη – Παππά – Χορν και από το 1956 τον θίασο Λαμπέτη-Χορν. Ανέβασαν με μεγάλη επιτυχία κλασικά έργα, όπως το “Νυφικό κρεβάτι”, “Αριστοκρατικός δρόμος”, “Το παιχνίδι της μοναξιάς” και περιόδευσαν σε Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη και Κύπρο.
Μετά τον χωρισμό της με τον Χορν το 1959, συνεχίζει τη θεατρική της πορεία τη δεκαετία του ’60 με δικό της θίασο, με μεγαλύτερή της επιτυχία, καλλιτεχνικά το “Λεωφορείον ο πόθος” (της είχε στείλει και συγχαρητήρια επιστολή ο Γιώργος Σεφέρης) και εμπορικά το “Πέπσι” (έκανε 400 παραστάσεις, αριθμό ρεκόρ για την εποχή). Όμως η πιο ώριμη επαγγελματική δεκαετία της ήταν του ’70, παρ’ όλα τα προσωπικά της προβλήματα. Ανέβασε με εξ ίσου μεγάλη επιτυχία από μιούζικαλ (“Η γλυκιά Ιρμα”, 1972) μέχρι Τσέχωφ (“Βυσσινόκηπος”, 1974 με το Δημήτρη Παπαμιχαήλ). Το 1977 συνεργάστηκε στη “Φθινοπωρινή ιστορία” με τον Μάνο Κατράκη, που επιπλέον τους συνέδεε βαθιά φιλία. Ανεπανάληπτες οι ερμηνείες της στο “Δεσποινίς Μαργαρίτα”, στη “Φιλουμένα Μαρτουράνο” και στα “Μονόπρακτα”. Τελευταία της παρουσία στο θέατρο ήταν το 1981 στο έργο “Σάρα – Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού”, υποδυόμενη με επιτυχία την κωφάλαλη Σάρα. Και στον ελληνικό κινηματογράφο οι επιτυχίες της δεν ήταν λίγες, ιδιαίτερα σε ταινίες όπως “Το Κορίτσι με τα μαύρα”, “Κυριακάτικο ξύπνημα” και “Η Κάλπικη λίρα”.
Για την ερμηνεία της στο “Τελευταίο ψέμα”, ήταν υποψήφια για βραβείο BAFTA (British Academy of Film and Television Arts) A’ γυναικείου ρόλου.