Τον Μάιο του 1823, σε μια περίοδο ιδιαίτερης έξαρσης της Ελληνικής Επανάστασης, έγραψε το εκτεταμένο ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερία», οι δύο πρώτες στροφές του οποίου, σε μουσική Νικολάου Μάντζαρου, αποτελούν τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας και της Κύπρου.
Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1798 στη Ζάκυνθο, ως εξώγαμο τέκνο του κόντε Νικόλαου Σολωμού και της υπηρέτριάς του Αγγελικής Νίκλη.
Ο θάνατος του βοσκού
Να μια βοσκούλα στο βουνό που κάθεται και κλαίει
Και τα παράπονα η σπηλιά γλυκά τα ματαλέει:
Εψές μου απέθανε ο βοσκός, και τέσσεροι στον ώμο
Μου τον επήραν τέσσεροι στον ύστερό του δρόμο.
Βραχνόφωνα ο καλόγερος ανάδευε τα χείλα·
Του νεκροκρέβατου συχνά ετρίζανε τα ξύλα.
Θυμούμαι που εκαθόμαστε αντάμα εκεί στη βρύση·
Ποιός απ᾿ εμάς, ελέγαμε, περσότερο θα ζήση;
Και λέγοντας: Ποιός απ᾿ εμάς περσότερο θα ζήση;
῾Φθυς κατ’ εμάς εβούιξε φριχτά το Π ο ι ό ς θ α ζ ή σ η.
Τότε ο ηγαπημένος μου εστέναξε απ᾿ τα στήθη,
Και τούπα: Τι έχεις στην καρδιά; Κι᾿ αυτὸς δεν μ᾿ απεκρίθη.
Δυστυχισμένη συντροφιά! Που το χαρούμεν᾿ άνθι
Της νιότης μας της τρυφερής ογλήγορα εμαράνθη.
Ω Θάνατε, λυπήσου με, λυπήσου με και φθάσε·
Ένα αναστέγμα γλυκό μου φαίνεται πως θάσαι.
Μούπανε πως μεσάνυχτα τον βάνουνε στο μνήμα
Κι᾿ εξέδωκα το ρούχο μου για το στερνό του εντύμα.
Φωνάζω, σκούζω δυνατά στον τάφο του γυρμένη,
Μα δεν ακούνε τες φωνές στον τάφο οι πεθαμένοι.
Κείνοι που θα με θάψουνε, ακόμη αν μ᾿ αγαπούνε,
Ας βάλουνε τα χέρια μας νεκρά ν᾿ αγκαλιασθούνε.
Σε πολύ μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και το 1808 έφυγε για σπουδές στην Ιταλία, με τη συνοδεία του ιταλού δασκάλου του Ρώσση. Επτά χρόνια αργότερα πήρε το απολυτήριο από το Λύκειο της Κρεμόνας και γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Πάβιας, απ’ όπου πήρε το πτυχίο της Νομικής. Παράλληλα με τις σπουδές στη νομική, για την οποία ουδέποτε ενδιαφέρθηκε, άρχισε να γράφει στίχους στην ιταλική γλώσσα, ενώ ήρθε σε επαφή με διαπρεπείς φιλοσόφους, φιλολόγους και αξιόλογους εκπροσώπους της λογοτεχνικής κίνησης της εποχής.
Προς τον κύριον Γεώργιον Δε Ρώσση ευρισκόμενον εις την Αγγλία
Του πατέρα σου, όταν έλθης,
δε θα ιδής παρά τον τάφο·
είμαι ομπρός του και σου γράφω
μέρα πρώτη του Μαγιού.
Θα σκορπίσουμε το Μάη
πάνου στ’ άκακα τα στήθη,
γιατί απόψε αποκοιμήθη
εις τον ύπνο του Χριστού.
Ήταν ήσυχος κι ακίνητος
ώς την ύστερη την ώρα,
καθώς φαίνεται και τώρα
που τον άφησε η ψυχή.
Μόνον, μία στιγμή πριν φύγη
τ’ ουρανού κατά τα μέρη,
αργοκίνησε το χέρι,
ίσως για να σ’ ευχηθή.
Το 1818 επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου παρέμεινε για δέκα χρόνια. Εκεί άρχισε να γράφει τα πρώτα του αξιόλογα στιχουργήματα στα ελληνικά. Το πρώτο εκτενές ελληνικό ποίημά του και πλέον γνωστό είναι ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, απόσπασμα του οποίου καθιερώθηκε ως Εθνικός μας Ύμνος. Λίγο αργότερα, συνέθεσε το λυρικό ποίημα Εις τον θάνατο του Λορδ Μπάυρον και ακολούθησαν Η καταστροφή των Ψαρών, Η Φαρμακωμένη, Ο Λάμπρος, Εις Μοναχήν, Ο Κρητικός, Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι, Ο Πορφύρας.
Στα τέλη του 1828 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κέρκυρα, συνεχίζοντας την ενασχόλησή του με την ποίηση σχεδόν απομονωμένος. Δεν έκανε ούτε ένα ταξίδι στην ελευθερωμένη Ελλάδα, γιατί, όπως υποστηρίζεται, «δεν εσυνηθούσε να θεατρίζει στο εθνικό του φρόνημα αλλά μες το άγιο βήμα της ψυχής».
Στις 3 Φεβρουαρίου του 1849 παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, διότι «με την ποίηση του διέγειρε τα αισθήματα του λαού στον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία».
Εις Μάρκο Μπότσαρη
Η Δόξα δεξιά συντροφεύει
Τον άντρα που τρέχει με κόπους
Της Φήμης τους δύσβατους τόπους,
Και ο Φθόνος τού στέκει ζερβιά,
Με μάτια, με χείλη πικρά·
Αλλ’ όποτε η μοίρα του γράψη,
Τον δρόμον του κόσμου να πάψη,
Η Δόξα καθίζει μονάχη
Στην πλάκα του τάφου λαμπρή,
Και ο Φθόνος αλλού περπατεί.
Στην πλάκα του Μάρκου καθίζει
Η Δόξα λαμπράδες γιομάτη·
Κλεισμένο για πάντα το μάτι,
Οπούχε πολέμου φωτιά·—
Ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!
Σοφοί λεξιθήρες, μακρία —
Μη λάχη σας βλάψω τ’ αυτία·
Τρεχάτε στα μνήματα μέσα
Και ψάλτε με λόγια τρελά· —
Ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!
Το λείψανο πούχε γλιτώσει
Ο Πρίαμος με θρήνους, με δώρα,
Εγύριζε οπίσω την ώρα
Που πέφτει στην όψη της γης
Το φως το γλυκό της αυγής.
Εβγήκαν μαζί της θλιμμένης
Τρωάδας απ’ όλα τα μέρη
Γυναίκες, παιδάκια και γέροι,
Θρηνώντας, να ιδούν το κορμί
που χάνει γι’ αυτούς την ψυχή.
Κλεισμένο δεν έμεινε στόμα
Απάνου στου Μάρκου το σώμα·
Απέθαν’, απέθαν’ ο Μάρκος·
Μια θλίψη, μία άκρα βοή,
Και θρήνος και κλάψα πολλή.
…………………………………….
Παρόμοια ηχώ θα λαλήση,
Του κόσμου την ύστερη μέρα,
Παντού στον καινούριον αέρα·
Παρόμοια στους τάφους θα εμβή,
Να κάμη καθένας να εβγή.
Πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου του 1857 στην Κέρκυρα, ύστερα από αλλεπάλληλες εγκεφαλικές συμφορήσεις. Τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1865 στη Ζάκυνθο και τοποθετήθηκαν αρχικώς σ’ ένα μικρό μαυσωλείο στον τάφο του Κάλβου.