Πολλοί μάλιστα είναι αυτοί οι μελετητές που προτείνουν αρκετές λύσεις και απόψεις ερμηνείας του έργου του δίχως να λαμβάνουν υπόψη τους την αυτήν σκέψη του ποιητή. Η ιδιαιτερότητα της καβαφικής ποίησης οφείλεται στη μικρή περιεκτικότητα, στην ιδιόρρυθμη γλώσσα, στην εναλλαγή προσώπου και προσωπείου ή στην εναλλαγή προσωπείων, στη μεταφορά του παρόντος στο παρελθόν και στη δραματικότητα της.
Ωστόσο το μυστικό της καβαφικής ποιητικής γοητείας, φαντάζομαι πως εξακολουθεί κατά ένα σημαντικό μέρος να μας ξεφεύγει. Ίσως επειδή ο ποιητής από τα πρώτα χρόνια γραφής του είχε κατανοήσει πως, ένα ποίημα γράφεται αρχικά για τον ποιητή και τον τρόπο που θέλει να εκφραστεί και ύστερα για τους αναγνώστες του.
Η οραματική ιστορική διάσταση της ποίησης του Καβάφη θεωρείται ως ο κύριος λόγος της γοητείας της. Με βάση την παραδοχή αυτή, τούτη η μελέτη θα αναπτυχθεί μέσα από δυο άξονες: στο πως οργανώνεται και τι εξυπηρετεί σε κάθε ποίημα η αναφορά στο ιστορικό παρελθόν και πως λειτουργεί η καβαφική ειρωνεία έχοντας ως οδηγό τα έργα του: “Αλεξανδρινοί Βασιλείς”, “Δημητρίου Σωτήρος”, “Εις τα περίχωρα της Αντιόχειας” και “Πτολεμαίος Ευεργέτης”.
Τα ποιήματα αυτά οργανώνονται και συγκεντρώνουν ολόκληρο το εννοιολογικό περιεχόμενο και τη λειτουργία της δραματικότητας που εκφράζει ο ποιητής μέσα από αυτά τα έργα του. Συνακολούθως γίνεται μια εμβάθυνση και ανάλυση της σχέσης του παρελθόντος με το παρόν παρουσιάζοντας τη λειτουργία της ειρωνείας σε καθένα από τα προαναφερόμενα ποιήματά του.
Εξάλλου αυτή η μορφολογική κατά βάση ανάλυση, οδηγεί και σε μια ιδεολογική αντιμετώπιση της καβαφικής ποίησης, με την τελική διαπίστωση ότι οι συγκρούσεις του Καβάφη ίσως δεν πρέπει να υπερτιμούνται ως συγκρούσεις πολιτικές ή κοινωνικές αλλά ως αναζητήσεις επί του πρακτέον φιλοσοφικές .
Σε καθένα από τα προαναφερθέντα εξεταζόμενα έργα του η αναφορά στο ιστορικό παρελθόν έχει δισυπόστατη σκοπιμότητα. Αφενός με την βαθιά γνώση των γεγονότων, ο ποιητής σαρκάζει τα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, που όλα μπορούν να έχουν μια μεταφορά και μια εναρμόνιση στη σύγχρονη πραγματικότητα και αφετέρου μας παρουσιάζει τα ιστορικά στοιχεία της εποχής.
Στο έργο του “Αλεξανδρινοί Βασιλείς” ο Καβάφης, παραθέτοντας τα ιστορικά στοιχεία μας εντάσσει απόλυτα, στην εποχή και στις κοινωνικές εκφάνσεις αυτής. Γίνετε σαφές, ότι η δύναμη και η εξουσία είναι συνυφασμένη με τον πλούτο. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η λεπτομερής αναφορά στην πλουμιστή ένδυση και στολισμό των “Αλεξανδρινών Βασιλέων”, στους στίχους 8-19, που επιβεβαιώνει ακριβώς αυτό.
(8 – 19)
Ο Aλέξανδρος— τον είπαν βασιλέα
της Aρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος— τον είπαν βασιλέα
της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,
δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες
κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Aυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.
Συνοπτικά μας αποκαλύπτει σχεδόν κάθε μορφή οργανωμένης κοινωνίας και πολιτισμού καθώς επίσης και την τότε εξουσία και έκταση της αυτοκρατορίας. Δεν παραλείπει να επισημάνει τα θριαμβικά κατορθώματα της αρχιτεκτονικής, όπως αυτό του «γυμνασίου», την εξέχουσα στρατιωτική οργάνωση καθώς και την ιδιαίτερη πολιτισμική ανάπτυξη, σημειώνοντας την πολυγλωσσία στους στίχους 30-31:
(30 – 31)
…κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν
ελληνικά, κ’ αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα
Καθώς και το προσεγμένο επίπεδο ζωής αντικατοπτρίζοντας έτσι την εικόνα μιας απόλυτα οργανωμένης πολιτείας. Όμως ο ποιητής γνωρίζοντας την συνέχεια των ιστορικών δεδομένων, τονίζει την ματαιότητα όλης αυτής της ισχύς και λαμπρότητας, αφού έχει ως κατάληξη την πτώση και την καταστροφή, καθώς επίσης και το άτοπο των νεαρών βασιλέων τη στιγμή που καμία υπηρεσία δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν από την μητρική αγκάλη.
Αυτή ακριβώς είναι η καβαφική ειρωνεία στο συγκεκριμένο ποίημα και που έχει απόλυτη εναρμόνιση στη σύγχρονη πραγματικότητα. Αν θεωρήσουμε ότι θέλει να περάσει ένα μήνυμα στους αναγνώστες του ότι δηλαδή, παρόλο που πολλές φορές ξέρουμε την πραγματική διάσταση των γεγονότων, εθελοτυφλούμε και αποπροσανατολιζόμαστε από ανούσιες “πανήγυρης”. Όπως ακριβώς οι αλεξανδρινοί πολίτες στους στίχους 20-21 “Οι αλεξανδρινοί ένοιωθαν βέβαια, που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.” και 29-34:
(29 – 34)
κ’ οι Aλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν
ελληνικά, κ’ αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα,
γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα—
μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες
Είναι αυτό που πολύ σωστά αναφέρει και ο Κ. Ουράνης σε μια αναφορά του για τον ποιητή πως: “φανερώνει τους βαθύς στοχασμούς του ποιητή, τις μελαγχολίες του, τις πνευματικές του χάρες και συγκινήσεις, τις σκέψεις του για την εποχή μας και τους ανθρώπους…”.
Από τον πρώτο κιόλας στίχο ο ποιητής στο έργο του “Δημητρίου Σωτήρος” καθιστά γνωστή τη θέση του και μας προϊδεάζει για την συνέχεια… “Κάθε του προσδοκία βγήκε λανθασμένη!”. Αρκεί και μόνο αυτή η φράση για να καταλάβουμε πως ο καβαφικός Δημήτριος, όποια και αν ήταν η ιστορική παρουσία του, είναι ένα πρόσωπο διαχρονικό. Το ξετύλιγμα των ιστορικών γεγονότων για την ζωή του Δημητρίου τον εγγονό του Αντιόχου του Γ’, έχει σκοπό πέρα από τις γνωστικές πληροφορίες, να μας μιλήσει για την προσωπική – εσωτερική πορεία ενός ανθρώπου που φτάνει να αναθεωρήσει την κοσμοθεωρία του, ηττημένος από την σκληρή κοινωνικοπολιτική του πραγματικότητα.
(2 – 6)
Φαντάζονταν έργα να κάμει ξακουστά,
να παύσει την ταπείνωσι που απ’ τον καιρό της μάχης
της Μαγνησίας την πατρίδα του πιέζει.
Να γίνει πάλι κράτος δυνατό η Συρία,
με τους στρατούς της, με τους στόλους της,
με τα μεγάλα κάστρα, με τα πλούτη.
(27 – 33)
Ά στην Συρία μονάχα να βρεθεί!
Έτσι μικρός απ’ την πατρίδα έφυγε
που αμυδρώς θυμούνταν την μορφή της.
Μα μες στην σκέψι του την μελετούσε πάντα
σαν κάτι ιερό που προσκυνώντας τό πλησιάζεις,
σαν οπτασία τόπου ωραίου, σαν όραμα
ελληνικών πόλεων και λιμένων.—
Ο, τι θεώρησε ιερό ο Δημήτριος, πατρίδα, εξουσία, δύναμη, μάχη, όραμα, (στίχοι 2-6 και 27-33) και για ότι ήλπιζε να πολεμήσει αποδείχτηκαν μια φενάκη. Δεν λείπει βέβαια, η αναφορά στην παρουσία του ελληνικού στοιχείου στην ανατολή και την κατακτητική δράση των Μακεδόνων καθώς και των ευγενικών ελληνικών ιδεωδών. Ο Δημήτριος θεωρούσε το ψυχικό του σθένος ικανό να ανατρέψει την κακή έκβαση των γεγονότων για την Συρία, την πατρίδα που τόσο αγαπούσε, παρόλο τον χλευασμό των φίλων του Ρωμαίων που τελικά είχαν δίκιο, (στίχοι 35-36) “ Είχανε δίκιο τα παιδιά στην Ρώμη. Δεν είναι δυνατόν να βασταχθούν η δυναστείες ”. Και ως αποτέλεσμα, ήρθαν η απελπισία και ο καημός για μια πατρίδα που χάθηκε και παραδόθηκε σε ξένους βασιλείς, για μια πατρίδα που αγάπησε μα τελικά δεν ήταν η δική του, (στίχοι 45-47) “Αυτή η Συρία— σχεδόν δεν μοιάζει σαν πατρίς του, αυτή είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα”.
Η σφραγίδα λοιπόν του ποιητή, πασιφανείς και διαχρονική. Ο Δημήτριος σαν άλλος Δον Κιχώτης οραματίστηκε αγώνες υψηλούς και μάχες λαμπρές, χωρίς να ξέρει όμως, ότι οι στρατιώτες του ήσαν μύλοι που έστεκαν αδιάφοροι στο πέρασμά του. Μισότρελος από την απελπισία φτάνει να απαρνιέται όλα αυτά τα οποία μια ζωή πρέσβευε. Και ο ποιητής αναρωτιέται μαζί μας, πόσες φορές άραγε δεν έχουμε αισθανθεί σαν τον Δημήτριο;
Το έργο “Εις τα περίχωρα της Αντιόχειας” θυμίζει παραβολή από την διδαχή του Χριστού. Εκτός από ιστορικά και θρησκευτικά στοιχεία, εμπλέκει περίτεχνα ανθρώπινες αξίες, αλλά και εμμονές και διαστροφές.
(8 – 15)
Στην Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.—
Ένας απ’ τους εκεί ενταφιασμένους
ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα,
ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.
Aυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός.
Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε
να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά.
(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί.)
Ιστορικά αντιτάσσει το αρχαιοελληνικό θρησκευτικό στοιχείο με τον χριστιανισμό. Μέσα από αυτή την αντιπαράθεση απομυθοποιεί, τους «ψευτοθεούς», (στίχοι 8 – 15), ενώ ενισχύει το χριστιανικό στοιχείο που προφανέστατα τον διέπει. Σε αυτό τον ιερό πόλεμο τοποθετεί ως απειλή του Ιουλιανού, τους «γειτονεύοντες» νεκρούς του τεμένους του Απόλλωνα εννοώντας τον ενταφιασμένο μάρτυρα Βαβύλα στον περιαύλιο χώρο του ναού του Απόλλωνα. Κατόπιν εντολής του Ιουλιανού το Άγιο λείψανο που αποτελεί κακοδαιμονία για το τέμενος κατά των Ιουλιανό, μεταφέρετε. Παρ’ όλα αυτά το τέμενος καταστρέφεται.
Ιστορικά, το θέμα δεν είναι μόνο το προφανές – οι δύο θρησκείες – αλλά ένα ακόμα βαθύτερο, που ο ποιητής συνεχώς υποσημειώνει κατά την διάρκεια του ποιήματος, (στίχος 1-2, 4, 15, 22-23, 30-35).
(1 – 2)
Σαστίσαμε στην Aντιόχειαν όταν μάθαμε
τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.
(4)
Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
(15)
(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί.)
(22 – 23)
Βγάλτε τον, διώξτε τον. Παίζουμε τώρα;
Ο Aπόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.
(30 – 35)
Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια.
Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε—
τι άλλο θα έκαμνε— πως η φωτιά ήταν βαλτή
από τους Χριστιανούς εμάς. Aς πάει να λέει.
Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει.
Το ουσιώδες είναι που έσκασε.
Το θέμα είναι η ανανδρία του ανθρώπου και η ανάγκη του να επιρρίψει ευθύνες οπουδήποτε αλλού εκτός του εαυτού του, ώστε να υπερασπισθεί την ορθότητα της θέσης και των «αξιών» του, κρύβοντας παράλληλα την κενότητα του νου του και την γνώση του παραπτώματός του. Τραγική καβαφική ειρωνεία αν σημειώσουμε πως το έργο αυτό του ποιητή είναι το τελευταίο και πως έτσι κλείνει το συγγραφικό έργο της ζωής του, δηλώνοντας εν κατακλείδι την ανθρώπινη ματαιοδοξία.
Η ιστορική πλευρά στο έργο “Πτολεμαίος Ευεργέτης” ωχριά μπροστά στη δύναμη της ειρωνείας του ποιητή. Παρ’ όλα αυτά, σημειώνεται όπως πάντα το ελληνικό στοιχείο και η λαμπρότητα της δύναμης και των υψηλών ιδανικών, αντιπαραβάλλοντάς τα με ακραίο σαρκασμό, «με την ελαφρότητα» των Αλεξανδρινών και την «βαρύτητα» του Πτολεμαίου!
Με πολύ άμεσο ύφος και γλαφυρούς διάλογους ο ποιητής της ιστορίας, είναι ο δικός μας ποιητής που περίτεχνα χλευάζει και εκμηδενίζει ενώπιος ενωπίω, τον Πτολεμαίο και τον εκάστοτε φαινομενικό άρχοντα. Από την άλλη αμφισβητεί και σαρκάζεται την εκάστοτε μορφή εξουσίας, που ξεδιάντροπα αντιτάσσει την “ελαφρότητά της” ως δύναμη. Και έτσι ως «υπερήφανος φιλόπατρις Έλλην» και “μαχητικός Μακεδών” ή πιο απλά ως “σοφός ποιητής”, σαρκάζει την κενότητα μιας ανύπαρκτης αξίας. Κάθε στίχος του ποιήματος ενέχει την διάθεση σαρκασμού του ποιητή, για αυτό που στην συγκεκριμένη περίπτωση ενώ δείχνει λαμπρό και ένδοξο (ο Πτολεμαίος και η αυτοκρατορία του), στην ουσία στερείτε κάθε αξίας και μεγαλοσύνης. Αναρίθμητες θα μπορούσαν να είναι οι αντιστοιχίες στην σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά η μοναδική πρόθεση του ποιητή είναι να ξυπνήσει όλους εκείνους που τρέφουν φρούδες ελπίδες, πιστεύοντας σε ανυπόστατες αξίες.
Η στάση των έργων και του ανθρώπου Καβάφη είναι περισσότερο που τολμών να την χαρακτηρίσω “αριστοκρατική”. Λόγοι οικογενειακοί και προσωπικοί θα έχουν συντελέσει σε αυτό. Συνυπογράφω την άποψη του Ν. Καζαντζάκη για τον ποιητή: “…Σώμα και ψυχή στα τραγούδια του είναι ένα. Σπάνια στην ιστορία της φιλολογίας μας μια τέτοια ενότητα υπήρξε τόσο οργανικά τέλεια”. Πραγματικά οργανικά ήταν όλα τέλεια στο έργο του Καβάφη. Τα ιδανικά, η αφήγηση, η εξαίρεση του ελληνισμού και του ανθρωπισμού, ο οραματισμός του, συνυπάρχουν και οργανώνονται σε ένα ποιητικό έργο με αρχή, μέση και τέλος.
Οι συγκρούσεις που στο προαναφερθέντα έργα, καλύπτουν ένα πλατύ φάσμα, από τη σύγκρουση ενός ατόμου προς ένα συσπειρωμένο σύνολο, θεματοφύλακα μιας κωδικοποιημένης παραδοσιακής συμπεριφοράς ή κάποιου συμφέροντος, ως τις περιπτώσεις συγκρούσεων αντιπαρατιθέμενων ομάδων – εθνικών, επαγγελματικών, κοινωνικών.
Θα έλεγα λοιπόν ότι όσο το άτομο τείνει να μεταβληθεί σε εκφραστή ενδιαφερόντων ή συμφερόντων ομάδας, τόσο το ενδιαφέρων και η συγκίνηση του Καβάφη μεταβάλετε από συναισθηματική, σε εγκεφαλική, διανοητική, απόλυτα φιλοσοφική. Η σύγκρουση αυτή αρέσει στον Καβάφη, γιατί συμπλέκονται το ναι με το όχι, ακόμα και ο άνθρωπος που βρίσκετε απέναντι σε αυτή την σύγκρουση, αν πει το όχι – η άρνηση της άρνησης τον καταβάλλει «εις όλην την ζωή του», δηλαδή η σύγκρουση αυτή κρατάει σε ολόκληρη τη ζωή του. Φαίνεται λοιπόν πως η διαλεκτική του Καβάφη δεν ολοκληρώνετε σε μια και μοναδική ποιητική σύνθεση, αλλά η πλήρωσή της υπάρχει ως διάρκειά και ως εκκρεμότητα.
Ο Καβάφης, δεν παράστησε ποτέ το μαχόμενο ουμανιστή ποιητή, το στρατευμένο στην υπόθεση μιας καθολικότερης κοινωνικής υπόθεσης πνευματικό δημιουργό, αλλά ένα χαρακτήρα δραματικό αποκαλύπτοντας πως είχε μια έντονη θεατρική αίσθηση των πραγμάτων.
ΠΗΓΕΣ:
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ, ΑΠΑΝΤΑ, Δ. ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΠΥΡΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1996.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΕΡΑΚΛΗΣ, ΤΕΣΣΕΡΑ ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ, ΕΚΔ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, ΑΘΗΝΑ 1983.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Roderick Beaton, «Εισαγωγή στη Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία» – Εκδ. ΝΕΦΕΛΗ, ΑΘΗΝΑ 1996.
Λίνος Πολίτης, “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ”, Εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, ΑΘΗΝΑ 2001.
Κ.Θ. ΔΗΜΑΡΑ “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ” Εκδ. ΙΚΑΡΟΣ, Θες/νικη 1971.