Γεννημένη στις 19 Αυγούστου 1883 στο Σομίρ της Δυτικής Γαλλίας. Ο πατέρας της, Αλμπέρ Σανέλ, ήταν περιοδεύων πωλητής ρούχων και εσωρούχων και η μητέρα της, Εζενί Ντεβόλ, πλύστρα σ’ ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα για απόρους. Μετά το θάνατο της μητέρας της μπήκε εσωτερική σ’ ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα, όπου έμαθε την τέχνη της μοδιστρικής.
Όταν δεν έπιανε τη βελόνα για να ράψει, τραγουδούσε σ’ ένα κλαμπ στο Μουλέν, όπου σύχναζαν αξιωματικοί του ιππικού. Εκεί ήταν που της κόλλησαν το χαϊδευτικό Κοκό (Coco), με το οποίο έγινε γνωστή τα επόμενα χρόνια.
Το 1909 άνοιξε το πρώτο της κατάστημα στο Παρίσι, με γυναικεία καπέλα. Ίδρυσε ομώνυμο οίκο μόδας που παραμένει στην επικαιρότητα μέχρι σήμερα. Το 1923 δημιούργησε το άρωμα «Σανέλ № 5».
Μόνο το όνομά της είναι αρκετό για να οριστεί ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα ταγέρ, μία ατζέντα, ένα άρωμα, ένα κόσμημα, μία ολόκληρη εμφάνιση. Προσδίδει prestige, ποιότητα, άμεμπτο γούστο και αλάνθαστο στυλ. Είναι μια υπογραφή αρτιότητας. Η Κοκό Σανέλ είχε ελάχιστη υπομονή και πολύ ταλέντο. Δε θα μπορούσε να καταφέρει τίποτα λιγότερο. Η Κοκό Σανέλ ήταν πρωτοποριακή σχεδιάστρια μόδας. Η μοντέρνα και νεωτεριστική φιλοσοφία της, οι εμπνευσμένες γυναικείες μόδες -από τις αντρικές- και η αναζήτηση της πολυτελούς απλότητας, την έκαναν αναμφισβήτητα τη σημαντικότερη φιγούρα στην ιστορία της μόδας του 20ου αιώνα. Η επιρροή της στην υψηλή ραπτική ήταν τόση, (μέχρι το θάνατό της, στα 87 της, η Γαλλίδα σχεδιάστρια κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει τον εαυτό της ως το σημαντικότερο και ίσως το μοναδικό ρυθμιστή της μόδας του 20ού αιώνα), που ήταν το μόνο πρόσωπο στον τομέα της που αναφερόταν στο περιοδικό TIME, ανάμεσα στους 100 ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στον 20ό αιώνα.
Μια γυναίκα μπροστά από την εποχή της, στην πραγματικότητα, ίσως η πρώτη γυναίκα στο κίνημα απελευθέρωσης των γυναικών. Η φήμη της Σανέλ και το ύφος της, παρέμειναν περισσότερο από τη ζωή της. Η Σανέλ, βέβαια, δεν θα προσδιόριζε ποτέ τον εαυτό της ως φεμινίστρια, στην πραγματικότητα περισσότερο μιλούσε για θηλυκότητα παρά για φεμινισμό, παρ’όλα αυτά η δουλειά της είναι αδιαμφισβήτητα μέρος της απελευθέρωσης των γυναικών. Στάθηκε σωσίβια λέμβος για τις γυναίκες, όχι μία, αλλά δύο φορές, κατά τη διάρκεια δυο ξεκάθαρα διαφορετικών περιόδων, που χώριζαν πολλές δεκαετίες: τη δεκαετία του 1920 και τη δεκαετία του 1950. Όχι μόνο έκανε αποδεκτά νέα στυλ και υφάσματα, αλλά έκανε μόδα την ανάγκη και την απροκάλυπτη ανυπακοή. Επειδή δεν άντεχε οικονομικά τα μοδάτα ρούχα της περιόδου, τα απέρριψε και έφτιαξε δικά της, χρησιμοποιώντας σπορ jackets και γραβάτες, που μόνο οι άντρες φορούσαν στην καθημερινότητά τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι συσχετίστηκε με το μοντέρνο κίνημα συμπεριλαμβανομένων των Ντιάγκιλεφ, Πάμπλο Πικάσο, Στραβίνσκι και Κοκτώ. Όπως αυτοί οι καλλιτέχνες, έτσι και η ίδια ήταν αποφασισμένη να σπάσει τους παλαιούς κώδικες και να βρει ένα τρόπο να εκφράσει τον εαυτό της. Ο Κοκτώ κάποτε είπε γι’ αυτήν ότι «ήταν κάτι σαν θαύμα, δούλεψε στον κόσμο της μόδας με κανόνες οι οποίοι είχαν αξία μόνο για τους ζωγράφους, τους ποιητές και τους μουσικούς».
Οι καινοτομίες της είναι βασικά κομμάτια της γκαρνταρόμπας πολλών γενεών γυναικών: τα jersey ταγέρ και φορέματα, τα ντραπέ τουρμπάνια, τα πουκάμισα, οι πλισέ φούστες, τα γυναικεία πουλόβερ, οι μπλούζες χωρίς γιακά, τα τουίντ (πλεχτά) ταγέρ, τα blazer, οι δίχρωμες (μπεζ με μαύρη μύτη) γόβες χωρίς φτέρνα, τα strapless φορέματα, οι καμπαρντίνες… Δημιούργησε, επίσης, το μικρο μαύρο φόρεμα, τη ζώνη-αλυσίδα, το άρωμα № 5, το total look, τα κοσμήματα στα ρούχα, το κασμιρένιο κάρντιγκαν, την καπιτονέ τσάντα με την αλυσίδα, τις γυναικείες πυτζάμες (τις οποίες κατόρθωσε να κάνει και κοινωνικά αποδεκτές), το unisex στυλ, το gypsy look και τα γυναικεία παντελόνια, ενώ, επίσης, αυτή ήταν που καθιέρωσε το μαύρισμα και τα κοντά μαλλιά στις γυναίκες.
Η σχεδιάστρια χρησιμοποίησε, επίσης, τα ζωηρά χρώματα και τα θηλυκά τυπωμένα σιφόν στα σχέδιά της που αφορούσαν την πρωινή ένδυση. Τα βραδινά της σύνολα ακολούθησαν τη μακριά και λεπτή γραμμή για την οποία η σχεδιάστρια ήταν γνωστή, αλλά και το ενσωματωμένο τούλι, τη δαντέλα, και τα διακοσμητικά στοιχεία που μαλακώνουν και κάνουν ρομαντικότερο το ένδυμα.
Τα γεγονότα της ζωής της Κοκό Σανέλ δείχνουν ότι αναγνώρισε από νωρίς, κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της, ότι η κοινωνία και η μόδα συνδέονται άμεσα και περίπλοκα μεταξύ τους. Τα παθιασμένα ενδιαφέροντα της σχεδιάστριας ενέπνευσαν τις μόδες της. Το διαμέρισμά της και ο ιματισμός της ακολουθούσαν την αγαπημένη της χρωματική παλέτα, σκιές του μπεζ, του μαύρου και του λευκού. Αντικείμενα από τη συλλογή τέχνης της και τα θεατρικά ενδιαφέροντά της, της παρείχαν την κατάλληλη έμπνευση για τα θέματα των collections της. Όταν η Σανέλ παρευρέθηκε σ’ ένα χορό μεταμφιεσμένων, ντύθηκε σαν μια φιγούρα από πίνακα του Βατώ (Watteau) και αργότερα ξαναδούλεψε αυτό το κοστούμι και το μετέτρεψε σε γυναικείο κοστούμι.
Η Σανέλ, επίσης, εμπνεόταν για τις δημιουργίες της από την καθημερινότητα και την προσωπική της ζωή. Κατά τη διάρκεια του δεσμού της με τον Etienne Balsan εμπνεύστηκε τα σύνολα ιππασίας, ενώ η συμβίωσή της με το δούκα του Γουέστμινστερ, την οδήγησε σε μια αγγλική περίοδο – που κατόρθωσε να την εισάγει στους κλειστούς υψηλούς κύκλους της κοινωνίας. Η συνεχής ανάγκη για υψηλή ραπτική και τα χρήματα για τη χρηματοδότησή της, βρίσκονταν εκεί στις αίθουσες χορού και στα σαλόνια του Παρισιού. Και η αυξανόμενη φήμη της Σανέλ ως πρωτοποριακής σχεδιάστριας, ενδυνάμωσε την επιθυμία της υψηλής κοινωνίας να την συμπεριλάβει στους κύκλους της. Η κοινωνία, άλλωστε, πάντα αγαπά να βρίσκεται κοντά στην δημιουργικότητα.
Δεν μπήκα στην κοινωνία αυτή επειδή έπρεπε να σχεδιάσω ρούχα. Σχεδίασα ρούχα, ακριβώς επειδή μπήκα στην κοινωνία αυτή. Επειδή ήμουν η πρώτη που έζησε τη ζωή αυτού του αιώνα
είχε πει η ίδια η Σανέλ.
Το 1938 αποσύρθηκε και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία έκλεισε τις επιχειρήσεις και άφησε στο δρόμο χιλιάδες εργαζομένους. Κατηγορήθηκε για σχέσεις με τους Ναζί, αλλά η εις βάρος της δικαστική έρευνα δεν προχώρησε μετά το τέλος του πολέμου. Πάντως, ήταν γνωστή η ερωτική της σχέση με τον στρατηγό των Ες-Ες Βάλτερ Σέλενμπεργκ.
Το 1954, χρονιά που η Κοκό αποφασίζει να επανέλθει στο προσκήνιο, αποφάσισε να βελτιώσει τα σχεδία της δεκαετίας του 1930. Ο φυσικός, casual ιματισμός της, συμπεριλαμβανομένου του κοστουμιού Σανέλ, για άλλη μια φορά τράβηξε την προσοχή – και τα πορτοφόλια – των γυναικών. Εισήγαγε τα μεσάτα σακάκια και τα παντελόνια καμπάνα για τις γυναίκες. Μερικοί λένε ότι η δημοτικότητα του «new look» του Ντιόρ αηδίασε την Σανέλ και της έδωσε την έμπνευσή που ήταν από καιρό μουδιασμένη. Άλλη μια φορά, τα σχέδια Σανέλ άκμασαν και πλέον αγκαλιάστηκε από τις στάρλετ του Hollywood. Στην πραγματικότητα, η Σανέλ ξόδεψε ένα μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1950 και της δεκαετίας του 1960 εργαζόμενη για τα διάφορα στούντιο του Hollywood, ντύνοντας σταρς όπως η Audrey Hepburn και η Anne Baxter. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου τα σχέδια της έγιναν πολύ δημοφιλή, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εκτός από τη δουλειά της στην υψηλή ραπτική, σχεδίασε επίσης κοστούμια για θεατρικά, όπως την Αντιγόνη του Κοκτώ (1923) και το “Oedipus Rex” (1937), όπως επίσης και κοστούμια ταινιών, συμπεριλαμβανομένου του “La Regle de Jeu” του Ρενουάρ. Η Κάθριν Χέπμπορν πρωταγωνίστησε το 1969 στο Broadway στο μιούζικαλ “Coco”, που ήταν βασισμένο στη ζωή της Κοκό Σανέλ.
Απεβίωσε μόνη, στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1971. Πριν από το θάνατό της, ένα κοστούμι της ή μια βραδινή τουαλέτα της στοίχιζε τουλάχιστον $12.000.