Είχε ένα εγκεφαλικό χιούμορ που εκφραζόταν με την παροιμιώδη αταραξία με την οποία αντιμετώπιζε το πλήθος των ατυχιών που τις τραβούσε σαν μαγνήτης. Ανέπτυξε ένα χαρακτήρα αρλεκίνου, όπως του άρεσε να αυτοπροσδιορίζεται, κι εργάστηκε πάνω σ’ αυτόν βελτιώνοντάς τον. Η ταινία του «Ο Στρατηγός» («The General»), παραγωγής 1926, θεωρείται το αριστούργημά του.
Ο Τζόζεφ Φρανκ Κίτον γεννήθηκε στο Πίκουα της πολιτείας Κάνσας των ΗΠΑ στις 4 Οκτωβρίου 1895 και ήταν γιος καλλιτεχνών του βαριετέ. Από μικρός βγήκε στο σανίδι σε ρόλους νάνου, συμμετέχοντας στις παραστάσεις των γονέων του, οι οποίοι συνεργάζονταν με τον διάσημο μάγο και ταχυδακτυλουργό Χάρι Χουντίνι. Ο Χουντίνι ήταν αυτός που του έδωσε το ψευδώνυμο «Μπάστερ» (κατεργαράκος). Στις παραστάσεις αυτές ο Κίτον διαμόρφωσε το στιλ του που επρόκειτο να τον κάνει διάσημο τα επόμενα χρόνια, συνδυάζοντας στοιχεία κλόουν, ακροβάτη και μίμου, ενώ απέκτησε σαν σήμα, για όλη του τη ζωή, το αγέλαστο πέτρινο πρόσωπο. Όπως έγραψε στην αυτοβιογραφία του, δεν μιλούσε, δεν γελούσε και δεν χαμογελούσε ποτέ, έβγαζε όμως αβίαστα το γέλιο των θεατών.
Η πρώτη ταινία του Μπάστερ Κίτον είχε τίτλο «The butcher boy» (1917) και ακολούθησαν δεκάδες μικρού μήκους ταινίες, με συμπρωταγωνιστή τον κωμικό Ρόσκο «Φάτι» Άρμπακλ. Από το 1920 έως το 1928, ως συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός, γύρισε 19 μικρού και 10 μεγάλου μήκους ταινίες, μαζί και αριστουργήματα του βωβού κινηματογράφου, όπως «Ο Θαλασσοπόρος» («The Navigator», 1924), «Οι Εφτά Ευκαιρίες» («Seven Chances», 1925), «Ο Στρατηγός» («The General», 1926), «Το Ατμόπλοιο Μπίλι Τζούνιορ» («Steamboat Bill, Ir», 1928) και «Ο Κινηματογραφιστής» («The Cameraman», 1928).
Ο Κίτον ήταν το διασημότερο θύμα της έλευσης του ομιλούντος κινηματογράφου. Η καριέρα του άρχισε να φθίνει, όταν οι διάλογοι του ηχητικού κινηματογράφου αντικατέστησαν την παντομίμα. Παρά τα πολλά προσωπικά του προβλήματα (αλκοολισμός και διαζύγια), ξανάφτιαξε σιγά-σιγά την καριέρα του, εμφανιζόμενος σε ταινίες όπως «Η Λεωφόρος της Δύσεως» («Sunset Boulevard», 1950) του Μπίλι Γουάιλντερ, «Τα φώτα της ράμπας» («Limelight», 1952) του Τσάρλι Τσάπλιν και «Είναι ένας τρελός, τρελός κόσμος» («It’s A Mad, Mad, Mad, Mad World», 1963) του Στάνλεϊ Κρέιμερ. Ανέκτησε και πάλι ένα μέρος της παλιάς δημοτικότητάς του από τη δεκαετία του 1950 και μετά, όταν οι βωβές κωμωδίες του άρχισαν να ξαναπροβάλονται στον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Ο Μπάστερ Κίτον πέθανε την 1η Φεβρουαρίου 1966 στο Γούντλαντ Χιλς της Καλιφόρνιας, σε ηλικία 70 ετών, καταβεβλημένος από καρκίνο των πνευμόνων.