Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ θεωρείται σήμερα ένας από τους σημαντικότερους και επιδραστικότερους σκηνοθέτες στην ιστορία του κινηματογράφου. Άφησε εποχή με τις δημιουργίες του (ταινίες μυστηρίου και θρίλερ αγωνίας) και δικαίως απέκτησε τον τίτλο «ο μετρ του σασπένς». Εξωστρεφής ως χαρακτήρας, ήταν εξίσου δημοφιλής με τους πρωταγωνιστές των ταινιών του, μέσα από τις εκατοντάδες συνεντεύξεις του και κυρίως από τα «περάσματα» στις ταινίες του.
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1899 στο Ιστ Εντ του Λονδίνου. Ο πατέρας του ήταν ένας εξαιρετικά αυταρχικός έμπορος πουλερικών, ο ίδιος όμως επέμενε ότι αυτό από μόνο του δεν ήταν ικανό να εξηγήσει ούτε τον αβγοειδή σωματότυπό του ούτε την ισόβια αποστροφή του προς τα αβγά. Οι γονείς του έσπευσαν να τον βάλουν εσωτερικό στο Κολέγιο του Αγίου Ιγνατίου, ένα σκληροπυρηνικό ιησουιτικό ίδρυμα που τον έφερε μεταξύ πολλών άλλων σε επαφή με τα… μυστικά της βίτσας από σκληρό καουτσούκ.
Έχοντας πείσει τον εαυτό του ότι θέλει να γίνει μηχανικός γράφτηκε σε ηλικία 16 ετών στη Σχολή Μηχανικής και Ναυσιπλοΐας, έπιασε δουλειά στην τηλεγραφική εταιρεία Χένλεϊ και πολύ γρήγορα μετατέθηκε στο διαφημιστικό τμήμα της.Ταυτόχρονα παρακολουθούσε μαθήματα σχεδίου στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.
Λίγο αργότερα εγκατέλειψε τη Χένλεϊ και άρχισε να εικονογραφεί διαλόγους βωβών ταινιών για λογαριασμό της αμερικανικής κινηματογραφικής εταιρείας Famous Players – Lasky (ανήκε στην Παραμάουντ) που μόλις είχε ανοίξει παράρτημα στο Λονδίνο. Μέσα σε λίγα χρόνια έγινε σεναριογράφος και βοηθός σκηνοθέτη, ενώ το 1922 πραγματοποίησε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του με την μικρού μήκους ταινία «Number 13», η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Στη διάρκεια των γυρισμάτων γνώρισε την Άλμα Ρέβιλ, μοντέλο και σκριπτ γκερλ. Παντρεύτηκαν τον Δεκέμβριο του 1926. Ο γάμος τους κράτησε 54 ολόκληρα χρόνια, ως το τέλος της ζωής του, παρά τα διαβόητα τσιλιμπουρδίσματά του τα ώριμα δημιουργικά χρόνια του με τις (φαινομενικά μόνο ψυχρές) ξανθιές πρωταγωνίστριές του. Δύο χρόνια αργότερα γεννήθηκε η κόρη τους Πατρίτσια, η οποία στη συνέχεια εμφανίστηκε σε τρεις από τις ταινίες του πατέρα της.
Το 1925 ξεκίνησε την πρώτη ολοκληρωμένη μεγάλου μήκους ταινία του «Ο κήπος της ηδονής» («The Pleasure Garden»), μια αγγλογερμανική παραγωγή, τα γυρίσματα της οποίας έγιναν στο Μόναχο. Η πρώιμη αμιγώς «βρετανική» φιλμογραφία του διανθίστηκε μεταξύ άλλων με τις ταινίες: «Ο Ένοικος» («The Lodger», 1926), με θέμα τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, ταινία όπου κυριαρχούν για πρώτη φορά το μυστήριο και το σασπένς, «Εκβιασμός» («Blackmail»,1929), η πρώτη ομιλούσα ταινία του, «Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά» («The Man Who Knew Too Much», 1934), «Τα 39 σκαλοπάτια» («The Thirty-nine Steps», 1935) και «Η εξαφάνιση της κυρίας» («The Lady Vanishes», 1938).
Το 1940, ο Χίτσκοκ θα πάρει τον δρόμο για το Χόλιγουντ με την προτροπή του θρυλικού παραγωγού του «Όσα παίρνει ο άνεμος» Ντέιβιντ Σέλζνικ. Η παρθενική του ταινία στον Νέο Κόσμο, η «Ρεβέκκα» («Rebecca»), μια διασκευή του «γοτθικού» μυθιστορήματος της Δάφνης ντι Μοριέ, του χάρισε την πρώτη του υποψηφιότητα για το Όσκαρ από τις συνολικά πέντε της καριέρας του.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος προετοίμασε το έδαφος για μια σειρά από ταινίες κατασκοπείας: «Ο ξένος ανταποκριτής» («Foreign Correspondent»,1940), «Σαμποτέρ» («Saboteur»,1942), «Σωστική λέμβος» («Lifeboat», 1944), «Νοτόριους» («Notorious», 1946).
Στην δεκαετία του ‘50 γύρισε μερικά από τα αδιαμφισβήτητα αριστουργήματά του. Ανάμεσά τους: «Ο άγνωστος του Εξπρές» («Strangers on a Train», 1951), «Εξομολόγηση» («I Confess», 1953), «Τηλεφωνήσατε Ασφάλεια Αμέσου Δράσεως» («Dial M for Murder, 1954») και «Σιωπηλός μάρτυς» («Rear Window», 1954), η δεύτερη εκδοχή της ταινίας «Ο Άνθρωπος που ήξερε πολλά» (1956), «Ο Δεσμώτης του ιλίγγου» («Vertigo», 1958), «Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων («North by Northwest», 1959).
Το 1960, παρουσίασε την ταινία τρόμου «Ψυχώ»(«Psycho»), με θέμα την διχασμένη προσωπικότητα του σχιζοφρενή ήρωα, τον οποίο υποδύεται ο Άντονι Πέρκινς. Ήταν η πιο εμπορική ταινία του Χίτσκοκ, που κόστισε μόλις 800.000 δολάρια και περιλαμβάνει την κλασική σκηνή της δολοφονίας της Τζάνετ Λι στο ντους με την ανατριχιαστική μουσική του Μπέρναρντ Χέρμαν. Ακολούθησαν οι ταινίες «Τα πουλιά»(«The Birds, 1963), «Μάρνι» («Marnie»,1964), «Το σχισμένο παραπέτασμα» («Torn Curtain»,1966), «Φρενίτις»(«Frenzy»,1972) και «Οικογενειακή συνωμοσία» («Family Plot», 1975).
Τα ζοφερά παιχνίδια του με το κοινό συνεχίστηκαν παράλληλα μέσα από τις δύο τηλεοπτικές σειρές που παρουσίαζε και σκηνοθετούσε ο ίδιος: «The Alfred Hitchcock Presents» (1955-1962) και «The Alfred Hitchcock Hour» (1962-1965).
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του επέλεξε και επιμελήθηκε διηγήματα τρόμου σε διάφορες λογοτεχνικές ανθολογίες. Το 1980 η βασίλισσα Ελισάβετ της Αγγλίας τον έχρισε Ιππότη του Στέμματος. Στις 28 Απριλίου της ίδιας χρονιάς, ο σερ Αλφρεντ Χίτσκοκ πέθανε χωρίς καθόλου σασπένς (χρόνια προβλήματα με την καρδιά και το ήπαρ του) στο Μπελ Ερ της Καλιφόρνιας.