Είναι μία από τις δημοφιλέστερες συνθέσεις του σπουδαίου Ρώσου μουσουργού.
Γράφτηκε μέσα σε έξι εβδομάδες, αρχής γενομένης από τη 12η Οκτωβρίου του 1880, με προτροπή του φίλου του πιανίστα Άντον Ρουμπινστάιν (1835-1881) και αφορμή τις εορταστικές εκδηλώσεις, που επρόκειτο να γίνουν δύο χρόνια αργότερα για να τιμηθούν τα 70 χρόνια από τη συντριπτική ήττα του Μεγάλου Ναπολέοντα στη Ρωσία. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 20 Αυγούστου 1882 στον υπαίθριο χώρο μπροστά από την εκκλησία του Σωτήρος Χριστού στη Μόσχα.
Ο Τσαϊκόφσκι στο 15λεπτο έργο του περιγράφει με νότες την εισβολή και την ολοκληρωτική καταστροφή, που υπέστη η στρατιά του Μεγάλου Ναπολέοντα στη Ρωσία το 1812. Χρησιμοποιεί μοτίβα από ρωσικά λαϊκά τραγούδια, το τροπάριο «Σώσον Κύριε τον λαόν σου» για να επισημάνει τη θεϊκή συμβολή στη διάσωση της Ρωσίας, τη «Μασσαλιώτιδα», τον εθνικό ύμνο της Γαλλίας για να υποδηλώσει την ορμή των επιτιθεμένων και τον εθνικό ύμνο της αυτοκρατορικής Ρωσίας «Ο Θεός σώζοι τον Τσάρο» για το θριαμβευτικό κλείσιμο του κομματιού. Τα κανόνια και οι καμπάνες που ηχούν ως όργανα δίνουν ένα ανατριχιαστικά ρεαλιστικό τόνο στο έργο.
Αρχίζοντας με τη ρωσική μουσική του τροπαρίου «του Τιμίου Σταυρού» της Ορθόδοξης Εκκλησίας (γνωστό και ως «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου»), που παίζεται από 4 βιολοντσέλα και 2 βιόλες, το έργο «διασχίζει» ένα μείγμα ποιμενικών και πολεμικών θεμάτων, που παριστάνουν την αυξανόμενη δυστυχία του ρωσικού λαού στα χέρια των εισβολέων Γάλλων. Αυτό το μέρος περιλαμβάνει έναν ρωσικό δημοτικό χορό, τον «U Vorot, Vorot» (= «Στην πύλη, στην πύλη μου»). Στο κρίσιμο σημείο αναστροφής της εισβολής, τη Μάχη του Μποροντίνο, η ενορχήστρωση θέτει πέντε ρωσικές κανονιές να αντιπαρατίθενται σε ένα τμήμα από τη «Μασσαλιώτιδα», τον γαλλικό εθνικό ύμνο. Μια παρέμβαση των εγχόρδων αντιπροσωπεύει την επακόλουθη υποχώρηση των γαλλικών δυνάμεων, που ακολουθείται από νικητήριες κωδωνοκρουσίες και μία θριαμβευτική επανάληψη του «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου», καθώς η Μόσχα καίγεται για να μη βρουν χειμερινή διαμονή τα γαλλικά στρατεύματα. Μια μουσική σκηνή καταδιώξεως ακολουθεί, από την οποία ξεπροβάλλει ο ύμνος «Θεέ, σώσε τον Τσάρο!», ο εθνικός ύμνος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, με 11 ακριβέστερα ενορχηστρωμένους κανονιοβολισμούς. Η ουβερτούρα χρησιμοποιεί την αντίστιξη για να ενισχύσει την εμφάνιση του Leitmotiv που αντιπροσωπεύει τις ρωσικές δυνάμεις σε ολόκληρο το έργο. Συνολικά 16 κανονιές είναι γραμμένες στην ενορχήστρωση.
Η μουσική του έργου αντιπροσωπεύει μια κατά γράμμα αναπαράσταση της στρατιωτικής εκστρατείας: Τον Ιούνιο του 1812 η μέχρι τότε αήττητη Μεγάλη Στρατιά του μισού και πλέον εκατομμυρίου εμπειροπόλεμων στρατιωτών και των σχεδόν 1200 πυροβόλων διέσχισε τον ποταμό Νέμαν στη Λιθουανία, κατευθυνόμενος προς τη Μόσχα. Η Ιερά Σύνοδος της ιεραρχίας της Ρωσικής Εκκλησίας, γνωρίζοντας ότι ο Ρωσικός αυτοκρατορικός στρατός μπορούσε να αντιμετωπίσει μόνο ένα κλάσμα αυτής της δυνάμεως, καθώς ήταν άπειρος και λιγότερο εξοπλισμένος, κάλεσε τον λαό να προσευχηθεί για απαλλαγή και ειρήνη. Ο ρωσικός λαός ανταποκρίθηκε μαζικά, συγκεντρωνόμενος στους ναούς όλης της αυτοκρατορίας και προσευχόμενος για τη θεϊκή παρέμβαση (ο εναρκτήριος ύμνος). Στη συνέχεια ακούμε τις δυσοίωνες νότες της προσεγγίζουσας συγκρούσεως και της προετοιμασίας για μάχη με ίχνη απελπισίας, αλλά μεγάλο ενθουσιασμό, που ακολουθούνται από μακρινά μέτρα της «Μασσαλιώτιδας» καθώς οι Γάλλοι πλησιάζουν. Ακολουθούν αψιμαχίες και εναλλαγές υποχωρήσεων, αλλά γενικώς οι Γάλλοι συνεχίζουν να προελαύνουν και η «Μασσαλιώτιδα» δυναμώνει. Ο Τσάρος κάνει έκκληση στο πνεύμα του ρωσικού λαού να προβάλλει τα στήθη του και να υπερασπισθεί την πατρίδα. Καθώς οι χωρικοί ακούν την έκκλησή του, ακούμε παραδοσιακή ρωσική δημοτική μουσική. Η «Μασσαλιώτιδα» επιστρέφει δυνατά με ήχους μάχης, καθώς οι Γάλλοι φθάνουν στη Μόσχα. Τώρα ο ρωσικός λαός αρχίζει να συρρέει από τα χωριά και τις κωμοπόλεις προς τη Μόσχα με μέτρα της δημοτικής μουσικής και, καθώς συγκεντρώνονται, υπάρχει ένα ίχνος εορταστικού τόνου. Τώρα η «Μασσαλιώτιδα» ακούγεται σε αντιπαράθεση με τη δημοτική μελωδία, καθώς οι μεγάλοι στρατοί συγκρούονται στις πεδιάδες δυτικά της Μόσχας, ενώ η Μόσχα καίγεται. Ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία η Μόσχα καταλαμβάνεται από τους Γάλλους και η κατάσταση μοιάζει απελπιστική, ο εκκλησιαστικός ύμνος «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου» που ανοίγει το έργο ακούγεται και πάλι καθώς ο Θεός επεμβαίνει, φέροντας μια χωρίς προηγούμενο βαθιά παγωνιά που οι Γάλλοι δεν μπορούν να ανθέξουν (οι χειμερινοί άνεμοι «φυσούν» στη μουσική). Επιχειρούν υποχώρηση, αλλά τα κανόνια τους κολλούν στο λασπώδες έδαφος που παγώνει, περνούν στα χέρια των Ρώσων και στρέφονται εναντίον τους. Στο τέλος, τα κανόνια πυροδοτούνται εορταστικά και οι καμπάνες των εκκλησιών σε όλη τη χώρα κτυπούν σε ευγνώμονα τόνο για την απαλλαγή από τους δόλιους και σκληρούς εχθρούς.
Σε μια μεταγραφή από τον ρωσικής καταγωγής Αμερικανό διευθυντή ορχήστρας Ιγκόρ Μπουκέτοφ (1915-2001) έγιναν οι ακόλουθες μεταβολές και προσθήκες: