ΤΡΑΓΟΥΔΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ

About Arts 018
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ Α’ ΜΕΡΟΣ – ΜΙΧΑΗΛ ΑΓΓΕΛΟΣ | #18
14 Ιανουαρίου, 2020
Epic and Lyric Poetry
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ,ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΛΥΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
15 Ιανουαρίου, 2020

ΤΡΑΓΟΥΔΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ

François Villon

Ο πρώτος “καταραμένος ποιητής” της ιστορίας, o πιο διάσημος και σημαντικός ποιητής του Μεσαίωνα.

Του Εμμανουήλ Γ. Μαύρου

Μελετώντας την ποίηση του Φρανσουά Βιγιόν, η σκέψη μου δέχτηκε έναν παραλληλισμό που τολμώ να τον αναφέρω, διότι καθρεφτίζει απόλυτα την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα και τον άνθρωπο Βιγιόν. Θυμίζει λοιπόν το πρόσωπο που έπλασε η Μαρκγερίτ Ντυράς στην «Αρρώστια του θανάτου» και ένα μέρος της αφήγησης του ετοιμοθάνατου προσώπου, μπορεί να θεωρηθεί ως η απόκρυφη ψυχή του Βιγιόν: “…Δεν θα μάθετε ποτέ τίποτε, ούτε εσείς, ούτε κανείς άλλος ποτέ, για το πώς βλέπει, τι σκέφτεται για τον κόσμο, για σας, για το κορμί σας, για την σκέψη σας και γι’ αυτή την αρρώστια που ισχυρίζεται ότι σας έχει προσβάλλει…”, (Μ. Ντυράς, Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, μεταφ. Κ. Μαλαμάτη, σελ 19, ΕΞΑΝΤΑΣ, Αθήνα 1985). Βέβαια η Ντυράς έγραψε αυτά τα λόγια δια στόματος μιας γυναίκας, όμως εγω θα του απαντήσω πως αυτό ονομάζεται ψυχή. Την ψυχή, που εντόπισα σε αυτές τις λίγες μπαλάντες του Βιγιόν και διαβάζοντας αυτή την την μελέτη θα καταλάβετε γιατί. Επίσης κανείς δεν μπορεί να ασκήσει κριτική για τον παραπάνω παραλληλισμό, γιατί τότε θα του απαντήσω, πως η οποιαδήποτε ποίηση ερμηνεύετε σύμφωνα με αυτά, που καταλαβαίνει και αισθάνεται ο αναγνώστης, με το πνεύμα του και με την ψυχή του, δίχως να αναλωθεί σε ατέλειωτες βιβλιογραφίες και αναλύσεις. Αρκεί η ανάγνωση του ποιήματος κια η προσωπική σκέψη του καθενός προσωπικά!

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως η δημοσίευση αυτή δεν θα σταθεί σε εποχές και συρμούς της ποιητικής τέχνης που την περιέλαβαν και έχουν ως βάση την ποιητική ηθική του Βιγιόν. Σαφώς και θα αναφερθούν, όχι όμως αναλυτικά. Η βασική αρχή μου έχει να κάνει με την ποίηση του Βιγιόν, το πνεύμα και τη ζωή του, που καθρεφτίζονται μέσα από τις μπαλάντες του.

Κοιμάται αιώνια εδώ στο δώμα αυτό
Απ’ του έρωτα τη Σαΐτα σκοτωμένο,
Ένα σκολιταρούδι τρυφερό:
Φρανσουά Βιγιόν τον έλεγαν το καημένο
Δεν είχε ρούπι γης και μοιρασμένο
Είχε όλο του το βίος εδώ και εκεί:
Σκαμνιά, τραπέζι και ψωμί φρυγμένο.
Πέστε γι’ αυτόν στο Θεό αυτήν την ευκή

Η ποίηση της αβροφροσύνης, η ποίηση της αυλής, η ιπποτική ποίηση, άνθισαν για πρώτη φορά στη Προβηγκία κατά το Μεσαίωνα, σαν μια ψυχική αντίδραση προς τη σκληρότητά και την περιφρόνηση της ατομικής ζωής του ανθρώπου. Ανακαλύφθηκε. μόλις το δέκατο ένατο αιώνα στις αρχές του ρομαντισμού, που λίγο ως πολύ τον επηρέασε. Η προβηγκιανή ποίηση, τον αιώνα της ακμής της, τη διέδιδαν από τόπο σε τόπο στρατοκόποι τροβαδούροι επαγγελματίες, οι οποίοι κινήθηκαν και μετέδωσαν την μουσικότητα και τους στίχους των ποιημάτων αναπτύσσοντας μια θεματική με έμφαση στην προσωπική περιπέτεια κάτω από συγκεκριμένους κανόνες, στην αίσθηση της τιμής και στην ανάγκη της ενθουσιώδους δράσης, έχοντας ως επίκεντρο μια ορισμένη ιδέα δύσκολου ή και ανολοκλήρωτου “ευγενούς έρωτα”, (Ρίτας Μπούμη – Ν. Παπά, «ΝΕΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ», Α΄ σελ: 215).

Όπως είναι γνωστό, ή ποίηση αυτή, που αποτελεί τη μεγαλύτερη σε διάρκεια δόξα της αρχαίας προβηγκιανής λογοτεχνίας, έδωσε τον τόνο, τη μορφή και τη μουσική αίσθηση σε ολόκληρο το μεσαίωνα της Δυτικής Ευρώπης. Από τη Γαλλία έφθασε στην Πορτογαλία και από την Ιταλία στη Γερμανία και σαν μια μεγάλη ερωτική συμφωνία, ύμνησε έναν αιώνα ολόκληρο, που είχε στεγνώσει ο χριστιανικός ασκητισμός, τη γυναίκα και τον έρωτα, δύο στοιχεία εντελώς παραμερισμένα και ανεκμετάλλευτα μέχρι τότε από τη λογοτεχνία. ‘Η φωνή της νέας αυτής ποιητικής έκφρασης εναρμονίστηκε και συμβάδισε πάνω σε μια κοινή βασική μουσική νότα, για να αντηχήσει πρώτη φορά στην Προβηγκία με τη γλώσσα του «Οκ». Από εκεί την περιμάζεψε ένας απέραντος χορός από στιχουργούς και ποιητές, για να μη χαθεί, ευτυχώς, τούτη ή λαμπρή και αγνή μεσαιωνική μελωδική ποίηση. Τούτη η ποίηση όμως που την τραγουδούσε ο τροβαδούρος ή την απάγγειλε ο ζογκλέρ αρχίζει με την πάροδο των χρόνων να υποχωρεί όταν εξαπλώνεται το τυπωμένο βιβλίο και η ανάγνωσή του, (Ρίτας Μπούμη – Ν. Παπά, Α, σελ: 216). Αναπτύσσονται ακόμα ιδιαίτερες μορφές λυρισμού όπως είναι το σονέτο και η μπαλάντα, με θεματική πάντα γύρω από τον έρωτα και την γυναίκα. Ο Βιγιόν σε μορφή μπαλάντας έγραψε τα ομορφότερα μελωδικά ποιήματα του και σίγουρα τα παρακάτω αποσπάσματα χαρακτηρίζουν το λυρικό ύφος του:

Το ρόδινο είχε χρώμα του αμεθύστου;
Του βασιλιά της Κύπρου πού είν’ η αντρειά;
Αλί! Και του γενναίου βασιλιά
Της Ισπανίας, της χώρας της τρανής,
Που τ’ όνομά του δε θυμάμαι πια;
Μα πού είν’ κι ο Καρλομάγνος ο πολύς;
Για ν’ αραδιάσω κι άλλους, μα του Υψίστου
Τη δύναμη είναι μάταιη δουλειά.
Κανείς, όση και νάναι η δύναμής του,
Το Χάρο δε νικάει. Ακόμη μια
Στερνή φορά ρωτώ: Το βασιλιά
Της Βοημιάς τον Λανσελό κανείς
Μην είδε; Πούναι η τόση του γενιά;
Μα πού είν’ κι ο Καρλομάγνος ο πολύς;

Η ποίηση τού Φρανσουά Βιγιόν, όση διασώθηκε είναι γραμμένη σε πληβεία γλώσσα, και προβάλλει το άνθος μιας εποχής μεγάλης ηθικής, κοινωνικής και εκκλησιαστικής σύγχυσης, κατά την οποία το έγκλημα θεωρείτο αμάρτημα, που μπορούσε ή εκκλησία, αν ήθελε, να. το συχωρέσει. Πόρνες, κλέφτες, εγκληματίες, άτιμοι, κάθε λογής, απολάμβαναν της βασιλικής εύνοιας, και ο βιασμός, ή η λεηλασία κι ο φόνος, ήταν κανόνας, που δεν εμπόδιζε τους φαύλους να ανεβαίνουν ως τα πιο υψηλά πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα.

Σε κάθε Ιερωμένο και καλογριά,
Σε φρόνιμους κα σε παραλυμένους,
Σε ζητιάνους, τεμπέλικα κορμιά
Σε ρουφιάνους, σε πόρνες που σφιγμένους
Μπούστους φορούν και φούστες, σε σβημένους
Κορτάκηδες από έρωτα χαμό,
Με φίνες στενές μπότες ποδεμένους,
Σ’ όλον τον κόσμο κράζω ευχαριστώ.

Η διαφθορά τής Δικαιοσύνης, ή προδοσία και ή συνεργασία με τους εχθρούς τής Γαλλίας, Βουργουνδούς και Άγγλους, έργο των κατά τόπους μεγαλο-αφεντάδων, ο εκφυλισμός, η εξαγορά συνειδήσεων, η μέθη, η εξωφρενική λαγνεία, ή απάτη οργίαζαν και οι ιεροκήρυκες αδυνατούσαν να επιβληθούν σ’ αυτόν τον πανζουρλισμό.

Σε κορίτσια που δείχνουν τα βυζιά
Για να’ χουν πιο πολλούς προσκαλεσμένους
Σε χείρες και κοπέλες για παντρειά,
Σε θεατρίνους και σε μασκαρεμένους
Παλιάτσους, σε ξενύχτες μεθυσμένους,
Σ’ αγύpτες που δετές απ’ το λαιμό
Σέρνoυν μαϊμούδες, σε χρεοκοπημένους,
Σ’ όλον τον κόσμο κράζω ευχαριστώ.

Παιδί αυτής τής σαπισμένης κοινωνίας τού γαλλικού μεσαίωνα ο Βιγιόν, και περιστοιχισμένος από αμέτρητες παγίδες, ο ποιητής δίχως να αμαρτήσει περισσότερο από τους συγχρόνους του, εξιλεώθηκε τραγουδώντας και ανοίγοντας με τη φωνή του μια νέα εποχή.

Οξ’ από κείνα τα άτιμα σκυλιά,
Που μ’ έκαναν να φάω μουχλιασμένα
Ψωμιά και να. πιω βρώμικα νερά
-Που τα ‘ντερά μου ειν’ απ’ αυτά αργασμένα –
Με πoρδές θε να τα ‘χα φιλεμένα,
Τώρα όμως κάθομαι και δεν μπορώ
Δυνατά μη μαλώσω με κανένα,
Σ’ όλον τον κόσμο κράζω ευχαριστώ.

Ας τους λιανίσουν τα πλευρά, ένα-ένα
Μ’ έναν μεγάλο κόπανο γερό
Ή με ματσούκα σιδεροδεμένα.
Σ’ όλον τον κόσμο κράζω ευχαριστώ.

Με αφορμή το τραγούδι, στην σατιρική και αυτοσαρκαστική ποίηση του Βιγιόν και σε μια ελεύθερη φρασεολογία που χρησιμοποιεί στα ποιήματα του, αποτελούν τα βασικά στοιχεία που μπορούν να συνδέσουν την ποίησή του, με την παράδοση των τροβαδούρων. Ο ιδεατός έρωτας δεν υπάρχει. Οι μπαλάντες του δεν έγιναν ποτέ αντικείμενο παρουσίασης από ζογκλέρ. Για το Βιγιόν, ο έρωτας συνδέεται με την εποχή, το παρόν που ζει και τις συνθήκες που ζει. Ακόμα και η τεχνική της μπαλάντας του διαφέρει αφού τα ποιήματα του τα παρουσιάζει σε 12 και 18 στίχους, όπου και οργανώνονται σε τρεις μεγάλες όμοιες στροφές και μια συντομότερη· χαρακτηριστικό, η επανάληψη του ίδιου στίχου στο τέλος κάθε στροφής.

Πού να’ ναι – να μου πει μπορεί κανείς –
Η ξακουστή ομορφιά της Ρώμης Φλόρα,
Η Αρχιπιάδα, η ξαδέρφη της Θαϊς
Που ακούστηκε όπου γης χωριό και χώρα;

Κι η Ηχώ η αντιλαλούσα, πούχε δώρα
Ομορφιάς, που γυναίκα άλλη καμιά
Ανθρώπου δεν απόχτησε ως με τώρα;
Μα τα χιόνια πού να είν’ τα περσινά;
Πού βρίσκεται η τετράσοφη Ελοϊς
Που ο Πέτρος Εμπαγιάρ, σε μαύρην ώρα,
Γι’ αυτή ευνουχίστη και στο Σαιν Ντενίς
Έθαψε τη ζωή του ρασοφόρα;

Κι η Ρήγισσα, που αφού έκαμε τη γνώρα
Του Μπουριντάν, την άνομη, βαθιά
Τον έριξε στη Σεν, πού νάναι τώρα;
Μα τα χιόνα πού να είν’ τα περσινά;

Βασίλισσα Λευκή, άστρο της αυγής,
Που γλυκοτραγουδούσες ποθοφόρα,
Μπέρτα μεγάποδη, Μπιετρίς, Αλίς,
Αρεμβουργίς πούχες της Μαιν τη χώρα,

Ιωάννα, που στη Ρουένη λευκοφόρα
Οι Άγγλοι σε κάψανε μαρτυρικά,
Στ’ όνομα της Παρθένας, πού είστε τώρα;
Μα τα χιόνια πού να είν’ τα περσινά;
Πρίγκιπα, όπου κι αν ψάξεις κι όσην ώρα
του κάκου – δεν τις βρίσκεις πουθενά,
Κι αυτήν την επωδό ξέχασ’ τη τώρα:
Μα τα χιόνια πού να είν’ τα περσινά;

Εύκολα κανείς μπορεί να διαπιστώσει τα στοιχεία που έχουν προαναφερθεί, μελετώντας την παραπάνω μπαλάντα για τις “Κυράδες του Παλιού Καιρού”, όπου ο Βιγιόν αναζητεί τον έρωτα μέσα από το κάλεσμα τραγικών προσώπων που τον έζησαν έντονα και άλλες που δεν τον έζησαν καθόλου. Γνωρίζοντας καλά τις προσωπικές τους ιστορίες, προβάλει την κοινωνική πραγματικότητα και το φραγμό κάνοντας μια ερωτηματική αναφορά προς το παρελθόν επαναλαμβάνοντας τον στίχο: “Μα τα χιόνια πού να είν’ τα περσινά;”. Ο ποιητής λοιπόν δείχνει μια ερωτική απογοήτευση, μια μελαγχολία, θα λέγαμε μια αντιφατική ψυχική κατάσταση αυτή του έρωτα και τις μοναξιάς. Θα επικαλεστώ και πάλι την Μ. Ντυράς και την “Αρρώστια του Θανάτου” που ένα ακόμα σημείο μέσα στο κείμενο καθρεφτίζει την ψυχική αναστάτωση της συγγραφέως από τον Βιγιόν: “…Παραμένετε σ’ αυτή τη θέση. Κλαίτε πάλι. Νομίζεται πως ξέρετε κάτι χωρίς να γνωρίζετε τι, δεν φτάνετε ως το βάθος αυτής της γνώσης, πιστεύετε ότι είστε κατ’ εικόνα τής δυστυχίας τού κόσμου, εσείς και μόνο εσείς, κατ’ εικόνα μίας προνομιούχου μοίρας. Πιστεύετε ότι είστε ο άρχων αυτού του γεγονότος που συμβαίνει, πού νομίζετε ότι συμβαίνει.”, (Μ. Ντυράς, Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, μεταφ. Κ. Μαλαμάτη, σελ 40, ΕΞΑΝΤΑΣ, Αθήνα 1985).

Γενικότερα η ποίησή του στα σχήματα και στα θέματά της, στις αλληγορίες της, στην αντιμετώπιση του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, ανήκει φυσικά στον Μεσαίωνα, που όμως: με το ιδιότυπο, σαρκαστικό, δροσερό και πάνω απ’ όλα ειλικρινές στις εξομολογήσεις τραγούδι του ο Βιγιόν, εγκαινιάζει τη νεώτερη ποιητική εποχή, σαν ένας εκπληκτικός προάγγελος τού ρεαλισμού.

Η ωμότητα των παρατηρήσεών του, ή εκδηλωτική τόλμη του, το αιώνια δακρυσμένο χιούμορ του, η “σταύρωση”  του σε αμαρτωλές ημέρες, που ή έννοια τού καλού και τού κακού είχε καταργηθεί, εκφράζονται ισχυρά με την πρώτη χρονολογικά λυρική φωνή που ακούστηκε στη Γαλλία. Όλη του η ποίηση, αγνή και σπαρακτική αυτοβιογραφία, διατηρεί παρά την ηλικία της αιώνια νεότητα, δροσιά και σύγχρονη γεύση (Ρίτας Μπούμη – Ν. Παπά, Δ, σελ: 720).

Ο Βιγιόν συχνά ως φοιτητής διασκέδαζε με φίλους του κάνοντας σκληρές φάρσες, κλέβοντας και συμπλέκονταν συχνά με την αστυνομία. Κάτι τέτοιες φοιτητικές ταραχές, που για να τις καταστείλει η αστυνομία κατέφευγε και στα όπλα, στάθηκαν αφορμή, ώστε ο ζωηρός ποιητής να πάρει τον κακό δρόμο και η ποίησή του να επηρεαστεί από την κοινωνική πραγματικότητα που βίωνε. Από τότε εγκατέλειψε κάθε μελέτη και επιδόθηκε στην αλητεία, σύχναζε με κακοποιούς στα καπηλειά, έκλεβε, και αποτελούσε το πιο κύριο μέλος τής χαρούμενης τότε αλητείας, που ο ποιητής αποθανάτισε στα ποιήματα του. Εκείνο που χαντάκωσε τέλεια τον Βιγιόν ήταν ή στενή συναναστροφή με δυο διαβόητους κακοποιούς φοιτητές, που τέλειωσαν τη ζωή τους στην αγχόνη και που ουκ ολίγες φορές γλίτωσε ο ποιητής από αυτήν, (Jules Girard, «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ », σελ: 150).

Η ζωή αυτή τον απομακρύνει, από το ουμανιστικό πρότυπο του ποιητή, που έχει ως στόχο το αξίωμα της ανθρώπινης φύσης. Οι παρακάτω αναφορές από το ποίημα “ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ” το εξακριβώνουν:

Χάρισε αιώνια ανάπαψη και φως,
Κύριε, σ’ αυτόνε το συφοριασμένο,
Που ούτε ένα πούπι γης, ούτε στρωμένo
Πλούσια τραπέζι απόκτησε ο φτωχός.
Από μαλλιά και γένια ήταν σπανός,
Ωσάν αυγό σκληρό ξεφλουδισμένο.
Χάρισ’ του αιώνια ανάπαψη και φως,
Τον έστειλαν στο μπουντρούμι στανικός

Με μια κλωτσιά στον κώλο, συστημένο,
Κι ας φώναζε “εκκαλώ!’ πετυχημένο
Δεν’ είναι και πολύ το κόλπο αυτό.
Χάρισ’ του αιώνια ανάπαυση και φως.

Ο ποιητής ξεδιπλώνεται μέσα από αυτό το ποίημα όλη την τραγική πορεία τις ζωής του και του χαμένου του έρωτα. Δεν διστάζει να αυτοσαρκαστεί, να χρησιμοποιήσει το χιούμορ του και να δηλώσει εδώ, μια άλλη αντίφαση την ζωής, τον θάνατο, (Jules Girard, σελ:152,). Κλείνει με μια επίκληση για μια αιώνια ανάπαυση, δείχνοντας πως έχει μείνει μόνος στον κόσμο, έτσι δηλαδή όπως τον ποθούσε. Με τον έρωτα να του φαίνεται άτοπο, να μην καταλαβαίνει το νόμιμο από το παράνομο, να αποφεύγει να αγαπήσει και να γυρνά εδώ και εκεί με την σκέψη πάντα στο θάνατο να φαντάζει ως μοναδική λύση.

Η ποιητική του Βιγιόν χτίζεται κάτω από μια βαθιά απελπισία και δείχνει πραγματικά μια ατομική αλλοτρίωση και μια ανάγκη αγάπης που ζητά από τον κόσμο, ο οποίος θα τον χλευάσει όταν το δει στη κρεμάλα να σπαράζει. Είναι η μπαλάντα που οι κρεμάλες του Μονφωκόν περίμεναν τον ποιητή να τον αγκαλιάσουν σφιχτά.

Άνθρωποι, αδέρφια, που ύστερά μας ζείτε,
Σκληρή για μας μην έχετε καρδιά.
Γιατί αν εμάς τους δόλιους σπλαχνιστείτε,
Πιότερη ο Θεός για σας θα ‘χει σπλαχνιά.

Πεντέξι εδώ κρεμιόμαστε κορμιά
Κι η σάρκα μας, που πλούσια είχαμε θρέψει,
Φαγώθηκε μπουκιές, σάπια έχει ρέψει,
Κι ο σκελετός μας στάχτη θε να πέσει

Τα χάλια μας κανείς μην κοροϊδέψει,
Μονάχα πέστε: “Ο Θεός να τους σχωρέσει!”
Την ικεσία μας μην καταφρονείτε,
Αδέρφια, κι ας μας σκότωσε έτσι δα
Η δικαιοσύνη. Μόν αφού σκεφτείτε
Πως όλων τα μυαλά δεν είν’ σωστά,

Μ’ ήσυχη μεσιτέψετε καρδιά
Στης Παρθένας το Γιο να μη στερέψει
Τη χάρη του για μας και να μην πέψει
Τη φλόγα του Άδη απάνου μας να πέσει.

Πεθάναμε, κανείς, μη μας παιδέψει,
Μονάχα πέστε: “Ο Θεός να τους σχωρέσει!”.
Απ’ τις βροχές πλυμένoυς μας θωρείτε,
Μαύρους, ξερούς απ’ του ήλιου τη φωτιά
Τα όρνια μας κούφωσαν τα μάτια, μήτε
Φρύδια μας μείναν, μητε και μαλλιά.

Ανάπαψη δε βρίσκουμε καμιά:
Έδωθε, εκείθε, απ’ όπου ο άνεμος πνέψει
Στο κέφι του φρικτά θα μας χορέψει
Τσίμπιoυς σα δαχτυλήθρες. Να ξεπέσει

Στην παρέα μας κανείς σας μη γυρέψει,
Μονάχα πέστε: “Ο Θεός να τους σχωρέσει!”
Η ισχύς σου, αφέντη Ιησού, ας μας προστατέψει.
Ο Άδης λογαριασμούς μη μας σκαλέψει
Στα νύχια του η ψυχή μας να μην πέσει.
Άνθρωποι, εδώ το ανάμπαιγμα ας παλέψει

Μονάχα πέστε: “Ο Θεός να τους σχωρέσει!

Ο Βιγιόν έγραψε αυτό το ποίημα στα 1462 όπου ήταν φυλακισμένος στο Παρίσι καταδικασμένος σε θάνατο με αγχόνη, για το φόνο ενός Πισάρ, που δεν έχει αποδειχθεί αν όντως ο ποιητής τον διέπραξε. Στην απελπισία του έκανε έφεση της θανατικής καταδίκης του στη Βουλή κι έβαλε σε ενεργεία ότι μέσων μπορούσε για να τον σώσει. Κυριευμένος από το όραμα της αγχόνης γράφει τον “ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΒΙΓΙΟΝ ή Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΩΝ”, όπου με σπαραχτική πνευματική διαύγεια, μετάνοια και χριστιανική ταπεινοσύνη, ζητά τον οίκτο και την συγνώμη των ανθρώπων, μαρτυρά το σκοπό όλων των πράξεων που οδηγούσαν στην καλοζωία και τους παρακαλεί να μην γελάσουν με τους σφαδασμούς του, όπως συνηθιζόταν από το παρισινό κοινό σε κάτι τέτοιες εκτελέσεις (Ρίτας Μπούμη – Ν. Παπά, Α, σελ: 723).

Εν μένω στην κατάθεση κάποιων αποσπασμάτων της Μ. Ντυράς που καθρεφτίζουν απόλυτα τον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας της με αυτή του Βιγιόν. Η Ντυράς πρέπει να είχε μελετήσει και αναλύσει αρκετά αυτό τον αλλοπρόσαλλο ποιητή, προσαρμόζοντάς τον στην δική της γυναικεία σκέψη. Και μπορεί βέβαια κανείς να πει: γιατί αυτή η επιμονή, όταν η Ντυράς έγραψε για τον 20ο αιώνα και ο Βιγιόν τέσσερις-πέντε αιώνες πίσω; Διότι η ηρωίδα της Ντυράς στην “Αρρώστια του Θανάτου” καθρεφτίζεται ένας θηλυκός Βιγιόν. Είναι αυτό που ψάχνουμε…. “Ίσως την ψάξετε έξω από το δωμάτιο, στις ακρογιαλιές, στις πλατείες, στους δρόμους. Μα δεν θα μπορούσατε να τη βρείτε γιατί στο φως της ημέρας, δεν αναγνωρίζετε κανένα. Δεν θα την αναγνωρίζατε. Γιατί η αρρωστημένη ψυχή πότε δεν φαίνεται στο φως της ημέρας…”, (Μ. Ντυράς, Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, μεταφ. Κ. Μαλαμάτη, σελ 55, ΕΞΑΝΤΑΣ, Αθήνα 1985).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1. Ρίτας Μπούμη – Ν. Παπά, «ΝΕΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ», Τόμος Α & Δ, εκδ. ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ, ΑΘΗΝΑ, 1972.
2. Jules Girard, «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ », Μεταφ. Λ. Πανταζή, Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1987

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *